Η δίκη
Είναι αναμφίβολο πως η δίκη του Λαντρύ συνεπήρε τους συμπατριώτες του. Ας εξετάσουμε λίγο την εποχή κατά την οποία συνέβη. Ο Λαντρύ συνελήφθη τον Απρίλιο του 1919 στο σπίτι του στο Παρίσι, όπου συζούσε με την 27χρονη ερωμένη του Fernande Segret, την οποία είχε «ψαρέψει» σε έναν σταθμό λεωφορείων της πόλης. Η Γαλλία ανάρρωνε ακόμη από τον αιματηρότερο πόλεμο στην ιστορία του πολιτισμού και οι ειρηνευτικές συνομιλίες στις Βερσαλλίες δεν πήγαιναν καλά. Οι διάφορες ελλείψεις αγαθών και η οικονομική ύφεση κυριαρχούσαν και μια υπόθεση που υποσχόταν σεξ, κουτσομπολιό και αποτρόπαιους φόνους, ήταν ευπρόσδεξτη από τις εφημερίδες, σαν εναλλαγή στην καθημερινή, δύσκολη ζωή της μεταπολεμικής Γαλλίας.
Πρέπει, επίσης, να λάβουμε υπόψη μας ότι το 1919 ο όρος «serial killer» δεν υπήρχε. Αν και οι πολλαπλοί φόνοι δεν ήταν άγνωστοι στην Ευρώπη, ήταν ακόμη μια καινοτομία (αντίθετα με σήμερα, όπου το φαινόμενο ενός κατά συρροή δολοφόνου είναι τόσο κοινό όσο αυτό των πορτοφολάδων στον 19ο αιώνα). Οι φόνοι που είχαν διαπραχθεί από τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη στην άλλη πλευρά της Μάγχης, απείχαν μόνο 40 χρόνια και ένα ανθρώπινο τέρας που μπορούσε να σκοτώσει τόσους πολλούς χωρίς τύψεις, ήταν αδιανόητο τόσο για τους Γάλλους όσο και για τους Άγγλους. Η ιδέα ότι ένας Γάλλος, ένας Παριζιάνος ιδιώς, ήταν ικανός για τέτοιες φρικαλεότητες, είχε βαθύ αντίκτυπο στην κοινωνία.
Η δίκη του Λαντρύ άρχισε τον Νοέμβρη του 1921 και διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα.
Το γαλλικό σύστημα δικαιοσύνης είχε ιδρυθεί το 1848 και ενώ, ως συνήθως πιστεύουμε, δεν θεωρεί κάποιον ένοχο μέχρι να αποδειχτεί η αθωότητά του, είναι επικεντρωμένο στον κατηγορούμενο σε όλη τη διάρκεια της δίκης. Όχι μόνο οι τρεις δικαστές της έδρας συμπεριφέρονται ως ανακριτές αλλά, επιπλέον, οι Γάλλοι επιτρέπουν την ανάκριση του κατηγορουμένου, προκειμένου να διαφωτιστούν σημεία της δίκης, μπροστά στους ενόρκους. Επίσης, οι συγγενείς των θυμάτων μπορούν να κάνουν αγωγές για βλάβη κατά τη διάρκεια της δίκης και ο νομικός τους σύμβουλος μπορεί να θέσει ερωτήσεις στον κατηγορούμενο και να επιχειρηματολογήσει ενώπιον των ενόρκων.
Εξακολουθώντας να πιστεύει λανθασμένα ότι δεν θα μπορούσαν να τον καταδικάσουν χωρίς τα πτώματα, ο Λαντρύ έστησε έναν τοίχο απέναντι στο δικαστήριο. Αρνιόταν να απαντήσει στις ερωτήσεις και έλεγε ότι το τι ήξερε για τις εξαφανίσεις ήταν μόνο δική του υπόθεση και κανενός άλλου!
Επίσης πίστευε ότι επειδή είχε κριθεί ως πνευματικά υγιής και ικανός να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου, η αθώωσή του ήταν εξασφαλισμένη. «Παραδεχόμενοι πως είμαι πνευματικά υγιής, επιβεβαιώνουν την αθωότητά μου», είπε στους ρεπόρτερς των εφημερίδων που κάλυπταν τη δίκη. Για μέρες αντιμετώπιζε με αυτόν τον τρόπο την συντριπτική ανάκριση του δικαστηρίου, χωρίς να αλλάζει στάση. «Δεν έχω τίποτα να πω», έλεγε διαρκώς, προς απογοήτευση των παρισταμένων. Κάθε φορά που μια καινούργια απόδειξη έρχονταν στο φως, ο Λαντρύ περιοριζόταν σε ένα ανασήκωμα των ώμων και αρνιόταν οτιδήποτε ή δεν δεχόταν να το συζητήσει.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, η υγεία του Λαντρύ άρχισε να φθίνει. Άρχισε να απαντά στις ερωτήσεις, αλλά η κατηγορούσα αρχή εύκολα ανέτρεπε τους ισχυρισμούς του. Η στρατηγική του ήταν μια απόλυτη γκάφα, έγραψε ο Λόρδος Birkenhead. «Όπου χρειάζονται εξηγήσεις», έγραψε, «εκτός από την περίπτωση που θα αποβούν σε βάρος του κατηγορουμένου, η άρνηση ή η αποτυχία στο να της δώσεις, καταλήγουν σε βάρος του κατηγορουμένου τελικά».
Η στάση του Λαντρύ απέναντι στο δικαστήριο, βάρυνε αρνητικά γι αυτόν στη συνείδηση των ενόρκων. Η τάση του να απαντά με σαρκασμό και ειρωνεία, απέδειξε πως ήταν το είδος του άντρα που θα μπορούσε, πολύ εύκολα, να εξαπατήσει γυναίκες και να τις καταστήσει θύματά του.
Οι ένορκοι χρειάστηκαν μόνο δυο ώρες -μετά από σχεδόν 25 μέρες καταθέσεων- για να αποφασίσουν ότι ο Λαντρύ σκότωσε τις 11 γυναίκες. Η ποινή, για τέτοιο έγκλημα, ήταν θάνατος.
Οι τροχοί της γαλλικής δικαιοσύνης κινούνται γρήγορα. Μόλις δυο μήνες είχαν περάσει από την καταδίκη του και ο Λαντρύ ειδοποιήθηκε ότι επρόκειτο να εκτελεστεί άμεσα. Σε αντίθεση με το αμερικανικό σύστημα, όπου ο καταδικασμένος ξέρει από πολύ νωρίς την ημερομηνία της εκτέλεσής του, το γαλλικό σύστημα δεν τον ενημερώνει παρά μόνο όταν η ημερομηνία αυτή είναι πολύ κοντά.
Η γκιλοτίνα είναι μια περίεργη μέθοδος εκτέλεσης και, αν και θεωρείται ανθρωπιστική, υπάρχουν ερωτηματικά αναφορικά με το πόσο γρήγορα πεθαίνει κάποιος που έχει αποκεφαλιστεί. Δύο γιατροί τη δεκαετία του 1960 έγραψαν πως «ο θάνατος δεν είναι ακαριαίος, Κάθε ζωτικό όργανο επιζεί του αποκεφαλισμού… είναι μια βάρβαρη ζωοτομία που ακολουθείται από πρόωρη ταφή». Οι γιατροί Piedlievre και Fournier ισχυρίστηκαν ότι ο εγκέφαλος είναι ικανός να διασπά σύνθετα σάκχαρα στους νευρώνες σε οξυγόνο, για περίπου έξη λεπτά μετά τον αποκεφαλισμό.
Πάντως, τον Φεβρουάριο του 1922, ο Λαντρύ αποκεφαλίστηκε.
Αποχαιρέτισε τους δικηγόρους του και τους χάρισε κάποια έργα ζωγραφικής που είχε φτιάξει στη φυλακή. Εάν είχαν ψάξει στην κορνίζα, θα είχαν βρει ένα σημείωμα του Λαντρύ, στο οποίο παραδεχόταν τους φόνους και τον τρόπο που ξεφορτώνονταν τα πτώματα. Αυτό το σημείωμα, όμως, δεν ανακαλύφτηκε παρά πέντε δεκαετίες αργότερα. Αρνήθηκε να λειτουργηθεί και δεν δέχτηκε το τελευταίο, παραδοσιακό, ποτήρι κονιάκ που του πρόσφερε ένας από τους δεσμοφύλακές του. Ο Λαντύ αρνήθηκε αγανακτισμένος να προβεί σε κάποια δήλωση, απαντώντας ότι η ερώτηση και μόνο ήταν προσβολή!
Ο Λαντρύ στάθηκε μπροστά στη γκιλοτίνα, που αποτελούσε το προσφιλές μέσον εκτέλεσης των Γάλλων από την επανάστασή τους, λίγο περισσότερο από έναν αιώνα πριν. Γονάτισε και μέσα σε ελάχιστα λεπτά η λεπίδα έπεσε και ένας από τους ψυχρότερους μαζικούς δολοφόνους πέθανε, χωρίς να μετανοήσει για τα εγκλήματά του.
Συνεχίζεται
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment