Tuesday, September 05, 2006

Η Λίζυ Μπόρντεν πήρε ένα τσεκούρι (ΙΙ)


3 Αυγούστου
Μια σειρά γεγονότων που συνέβησαν την Τετάρτη, σύμφωνα με την πεποίθηση της αστυνομίας, συνδέονται με τους φόνους. Το πρώτο από αυτά συνέβη νωρίς το πρωί, όταν η Άμπυ Μπόρντεν πήγε απέναντι στο σπίτι του γιατρού Μπόουεν, και του είπε πως η ίδια και ο σύζυγός της υπέφεραν όλη τη νύχτα. Της απάντησε ότι οι εμετοί που τους ταλαιπώρησαν δεν ήταν κάτι σοβαρό και την έστειλε σπίτι της. Αργότερα, πέρασε να δει τον Άντριου ο οποίος, αγενέστατα, του είπε ότι δεν ήταν άρρωστος και δεν σκόπευε να πληρώσει μια ιατρική επίσκεψη την οποία ο ίδιος δεν είχε ζητήσει. Κατά τη διενέργεια της νεκροψίας των Μπόρντεν δεν βρέθηκαν ίχνη δηλητηρίου στον οργανισμό τους.

Ένα άλλο συμβάν ήταν η προσπάθεια της Λίζυ να αγοράσει πρωσικό οξύ, αξίας 10 σεντς, από τον Eli Bence, υπάλληλο στο φαρμακείο του Smith. Ισχυρίστηκε ότι το χρειαζόταν για να εξοντώσει τους σκώρους που της έτρωγαν μια κάπα από δέρμα φώκιας, αλλά ο Έλι αρνήθηκε να της το δώσει χωρίς συνταγή. Ένας δεύτερος υπάλληλος, καθώς και ένας πελάτης του φαρμακείου επιβεβαιώνουν το γεγονός, όμως η Λίζυ αρνείται ότι ήταν εκεί. Κατά την ανάκριση ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε προσπάθησε να αγοράσει το δηλητήριο και ότι δεν είχε πάει στο φαρμακείο εκείνο το πρωί.

Το τρίτο συμβάν ήταν η άφιξη του Τζων Μορς νωρίς το απόγευμα. Έφτασε χωρίς αποσκευές, αν και σκόπευε να διανυκτερεύσει εκεί. Τόσο αυτός όσο και η Λίζυ κατέθεσαν ότι δεν είδαν ο ένας τον άλλο παρά μετά τους φόνους, την επόμενη μέρα, αν και η Λίζυ ήξερε ότι ο θείος της βρισκόταν στο σπίτι.

Τέλος, εκείνο το απόγευμα η Λίζυ επισκέφθηκε τη φίλη της Άλις Ράσσελ, σύμφωνα με την οποία η Λίζυ ήταν ταραγμένη, φοβόταν ότι κάποιος απειλούσε τη ζωή του πατέρα της και ότι κάτι κακό θα συνέβαινε. Είπε στη φίλη της: «Αισθάνομαι σαν κάτι απειλητικό να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου και δεν μπορώ να το διώξω». Πρόσθεσε πως ο πατέρας της είχε εχθρούς και φοβόταν ότι κάτι κακό θα συνέβαινε στην οικογένεια.

Διαίσθηση της επικείμενης καταστροφής? Η, μήπως, προσπάθεια προετοιμασίας του εδάφους για ένα άλλοθι?


4 Αυγούστου
Αναφορικά με την ημέρα των φόνων, υπήρξαν πολλά σημεία της ιστορίας τα οποία είτε φάνηκαν παράλογα στους αστυνομικούς, είτε δεν θα είχαν μπορέσει να συμβούν με τον τρόπο που ισχυριζόταν η Λίζυ.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της νεκροψίας, η Άμπυ είχε πεθάνει γύρω στις 09.30’. Ο δολοφόνος, με την προϋπόθεση ότι δεν ήταν η Λίζυ ή η Μπρίτζετ, θα έπρεπε να έχει παραμείνει κρυμμένος στο σπίτι για μιάμιση περίπου ώρα, περιμένοντας τον Μπόρντεν να επιστρέψει. Το πτώμα της Άμπυ θα μπορούσε να ανακαλυφθεί οποιαδήποτε στιγμή.

Κάτοψη 1ου & 2ου ορόφου οικίας Borden

Ο χρόνος θανάτου της ΄Αμπυ προβλημάτισε την αστυνομία και για έναν άλλο λόγο. Σύμφωνα με τη Λίζυ, η ΄Αμπυ είχε πάει να επισκεφθεί κάποιον, πράγμα που προφανώς δεν έγινε. Το σημείωμα που υποτίθεται πως είχε λάβει, το οποίο την καλούσε να επισκεφθεί κάποιον ασθενή, δεν βρέθηκε πουθενά. Η Λίζυ είπε αργότερα ότι ίσως το είχε κάψει κατά λάθος.

Όταν ο Μπόρντεν επέστρεψε σπίτι, την πόρτα του άνοιξε η Μπρίτζετ, αφού πρώτα ξεκλείδωσε τις τρεις κλειδαριές, κατά τη συνήθεια του σπιτιού να κλειδώνουν την εξώπορτα ακόμα και κατά τη διάρκεια της μέρας. Αυτό ήταν από μόνο του ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για κάποιον εισβολέα. Η μόνη ευκαιρία που θα εύρισκε ο δολοφόνος να μπει στο σπίτι, ήταν όταν η Μπρίτζετ πήγε στον αχυρώνα να φέρει κουβά και νερό για τον καθαρισμό των παραθύρων. Επιπροσθέτως, η Μπρίτζετ κατέθεσε αργότερα, πως την ώρα που ξεκλείδωνε την πόρτα για να μπει ο Μπόρντεν, άκουσε τη Λίζυ να γελάει από το πάνω πάτωμα. Εντούτοις, η Λίζυ ορκιζόταν πως βρισκόταν στην κουζίνα όταν επέστρεψε ο πατέρας της.
Ο Μπόρντεν έπρεπε να πάρει το κλειδί του δωματίου του από ένα ράφι της κουζίνας. Ατό γινόταν ως πρόσθετο μέτρο ασφάλειας, εξαιτίας μιας διάρρηξης που είχε συμβεί τον προηγούμενο χρόνο. Τον Ιούνιο του 1891, ένας αστυνομικός επιθεώρησε το σπίτι των Borden, μετά από μια καταγγελία του Άντριου ότι κάποιος το διέρρηξε. Το γραφείο του Μπόρντεν ήταν άνω-κάτω και έλειπαν πάνω από $100, μαζί με το ρολόι και την αλυσίδα του, μερικά μικροαντικείμενα και κάποια εισιτήρια για το τραμ. Δεν βρέθηκε καμία ένδειξη για το πώς κάποιος κατάφερε να μπει στο σπίτι, αν και η Λίζυ είπε ότι η πόρτα του υπογείου βρέθηκε ανοιχτή. Οι γείτονες εξετάστηκαν εξονυχιστικά, αλλά κανείς δεν είχε αντιληφθεί κάτι ύποπτο, ούτε κάποιος ξένος είχε θεαθεί στην περιοχή. Σύμφωνα με τον αστυνομικό, ο Μπόρντεν του είπε αρκετές φορές εκείνη τη μέρα «Φοβάμαι πως η αστυνομία δεν θα καταφέρει να βρει τον πραγματικό κλέφτη». Δεν είναι γνωστό τι εννοούσε με αυτά του τα λόγια, αλλά πολλοί «θεωρητικοί συνομωσιών» προέβαλαν αρκετές ιδέες.

Το απόγευμα του φόνου, ένας αστυνομικός ρώτησε τη Λίζυ αν υπήρχαν τσεκούρια στο σπίτι. Εκείνη ζήτησε από τη Μπρίτζετ να του δείξει όλα τα μέρη στα οποία υπήρχε πιθανότητα να βρεθούν. Τέσσερα τσεκούρια βρέθηκαν στο υπόγειο, ένα εκ των οποίων είχε ίχνη αίματος και τρίχες (από αγελάδα αμφότερα, όπως απέδειξε η ανάλυσή τους). Ένα άλλο ήταν σκουριασμένο και ένα πολύ σκονισμένο, ώστε ήταν αδύνατον να έχει χρησιμοποιηθεί. Το τέταρτο τσεκούρι, του οποίου η λαβή ήταν σπασμένη, ανακαλύφθηκε κάτω από στάχτες. Το σπάσιμο φαινόταν πρόσφατο και το τσεκούρι προσκομίστηκε ως πειστήριο.

Δύο αστυνομικοί ανέκριναν τη Λίζυ. Στην ερώτησή τους που βρίσκονταν το πρωί, απάντησε πως ήταν στο πατάρι του αχυρώνα, ψάχνοντας για κομματάκια σίδερο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως βαρίδια για την πετονιά του ψαρέματος. Η εξέταση του παταριού απέδειξε πως κανείς δεν είχε ανέβει επάνω για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν καλυμμένο από παχύ στρώμα σκόνης και δεν υπήρχαν πατημασιές πουθενά.

Ο βοηθός σερίφη ρώτησε τη Λίζυ ποιος, κατά τη γνώμη της, θα μπορούσε να έχει διαπράξει τους φόνους. Η Λίζυ απάντησε πως δεν μπορούσε να φανταστεί κανέναν, εκτός ίσως, από έναν άγνωστο άνδρα με τον οποίο ο πατέρας της είχε διαπληκτιστεί πριν από μερικές εβδομάδες. Όταν ρωτήθηκε ευθέως αν υπήρχε η πιθανότητα ο θείος Τζων ή η Μπρίτζετ να έχουν σκοτώσει τον πατέρα και τη μητέρα της, η Λίζυ απάντησε αρνητικά: ο θείος της απουσίαζε όλη την ημέρα και η Μπρίτζετ κοιμόταν όταν δολοφονήθηκε ο Μπόρντεν. Στη συνέχεια, υπέδειξε προκλητικά στον βοηθό, ότι η Άμπυ δεν ήταν μητέρα της, αλλά μητριά της.

5 Αυγούστου
Οι ανακρίσεις συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα. Η ιστορία είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της στις εφημερίδες και όλη η πόλη ήταν αναστατωμένη. Ένας αστυνομικός βρήκε τον Eli Bence στο φαρμακείο του Smith και του πήρε κατάθεση για την απόπειρα της Λίζυ να αγοράσει δηλητήριο. Η Έμμα προσέλαβε τον Andrew Jennings ως δικηγόρο δικό της και της Λίζυ. Η αστυνομία συνέχισε τις έρευνες, χωρίς όμως κάτι σημαντικό να έρθει στο φως.

6 Αυγούστου
Το Σάββατο έγιναν οι κηδείες του Άντριου και της Άμπυ Μπόρντεν, μόνο ως προς το μέρος της λειτουργίας. Οι ταφές δεν πραγματοποιήθηκαν. Στο νεκροταφείο, η αστυνομία πληροφόρησε τους ιερείς ότι μια δεύτερη νεκροψία κρίθηκε απαραίτητη. Κατά τη διάρκειά της, τα πτώματα των Μπόρντεν αποκεφαλίστηκαν, αφαιρέθηκε το δέρμα από τα κεφάλια, ώστε να εξεταστούν τα θρυμματισμένα κρανία τους και να φτιαχτούν εκμαγεία. Για κάποιο λόγο, το κεφάλι του Μπόρντεν δεν επέστρεψε στο φέρετρο.

7 Αυγούστου
Την Κυριακή το πρωί, η Alice Russell, είδε τη Λίζυ να καίει ένα φόρεμα στη σόμπα της κουζίνας. Είπε στη φίλη της: «Στη θέση σου, Λίζυ, δεν θα άφηνα κανέναν να με δει να το κάνω αυτό». Η Λίζυ της απάντησε πως ήταν ένα φόρεμα που είχε αχρηστευτεί από μπογιά.

Ήταν αυτή η κατάθεση, κατά τη διάρκεια της έρευνας, που παρότρυνε τον Δικαστή Blaisdell του Δεύτερου Γραφείου της Εισαγγελίας να απαγγείλει κατηγορία για τους φόνους στη Λίζυ. Η ίδια η έρευνα και η προανάκριση κρατήθηκαν μυστικές, αλλά στο τέλος τους η Λίζυ κατηγορήθηκε για τη δολοφονία του πατέρα της και της μητριάς της και συνελήφθη. Η μόνη κατάθεση που έδωσε η Λίζυ σε όλη τη διάρκεια των νομικών διαδικασιών, ήταν αυτή της προανάκρισης, και ποτέ δεν θα είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς είπε. Της απήγγειλαν κατηγορία την επόμενη μέρα και απάντησε ότι ήταν «αθώα» των κατηγοριών. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές Taunton, που είχαν χώρους διαμορφωμένους για γυναίκες κρατούμενες.

Το βιβλίο της αστυνομίας όπου διακρίνεται η εγγραφή για τη σύλληψη της Λίζυ

Μετά από αυτό, ξεκίνησε η προκαταρκτική ακροαματική διαδικασία, πάλι με τον Δικαστή Blaisdell. Η Λίζυ δεν κατέθεσε, αλλά η αναφορά από την κατάθεσή της κατά τη διάρκεια της προανάκρισης, κατατέθηκε ως στοιχείο από τον δικηγόρο της Andrew Jennings. Ο δικαστής την θεώρησε πιθανή ένοχο και παρέπεμψε την υπόθεση στο ορκωτό δικαστήριο, κατά την τελευταία εβδομάδα της εκδίκασής της.

Η πολιτεία, εκπροσωπούμενη από τον εισαγγελέα Hosea Knowlton, είχε το δυσάρεστο καθήκον να «χτίσει» μια υπόθεση εναντίον της Λίζυ. Όταν ολοκλήρωσε την αγόρευσή του μπροστά στους ενόρκους, προς έκπληξη όλων, κάλεσε τον συνήγορο υπεράσπισης Jennings να παρουσιάσει μιαν υπόθεση για την αθώωση της Λίζυ. Αυτό ήταν κάτι που, απλά, δεν γινόταν στη Μασαχουσέτη. Στην πραγματικότητα, όλη η δίκη εξελισσόταν μπροστά στους ενόρκους. Σε αυτή την κίνηση του Knowlton, πολλοί διέκριναν μια ευκαιρία για απόσυρση των κατηγοριών. Ύστερα, την 1η του Δεκέμβρη, η Alice Russell κατέθεσε ξανά για το κάψιμο του φορέματος. Την επόμενη μέρα η Λίζυ κατηγορήθηκε για τρεις φόνους. Για κάποιο περίεργο λόγο κατηγορήθηκε για το φόνο του πατέρα της, της μητριάς της και, άλλη μία φορά, για το φόνο και των δύο μαζί! Η δίκη προγραμματίστηκε για τις 5 Ιουνίου του 1893.


Συνεχίζεται

No comments: