Η δράση και τα θύματα
Το 1914, η παρακάτω αγγελία δημοσιεύθηκε στις παρισινές εφημερίδες: «Χήρος με δύο παιδιά, 43 ετών, με οικονομική άνεση, σοβαρός και ανήκων στην καλή κοινωνία, επιθυμεί να συναντήσει χήρα αναλόγων προσόντων, με σκοπό το γάμο».
Για μια γαλλίδα χήρα, η οποία ήταν αντιμέτωπη με μια ζωή μοναξιάς και οικονομικής ανέχειας στην εμπόλεμη Γαλλία της οικονομικής ύφεσης, μια τέτοια αγγελία έμοιαζε θεόσταλτη. Ο Λαντρύ, ο οποίος είχε βάλει την αγγελία, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να συναντά γυναίκες.
Η πρώτη γυναίκα η οποία συνάντησε τον Κυανοπώγωνα του 20ου αιώνα, ήταν η Mme Cuchet, μια 39χρονη γυναίκα με έναν 16χρονο γιο, τον Αντρέ. Η Cuchet εργαζόταν σε ένα κατάστημα εσωρούχων στο Παρίσι και με το ζόρι συντηρούσε τον εαυτό της και το παιδί της, όταν γνωρίστηκε με τον Λαντρύ. Της συστήθηκε ως κύριος Diard, μηχανικός. Η σχέση τους άνθισε, αλλά όχι χωρίς προβλήματα.
Το σχέδιο του Λαντρύ σχεδόν αποκαλύφθηκε πριν προλάβει να το εκτελέσει. Η Cuchet, η οποία αντιμετώπιζε την άρνηση της οικογένειάς της αναφορικά με αυτή τη σχέση, προσπαθώντας να εξομαλύνει την κατάσταση, ικέτεψε τους οικείους της να την ακολουθήσουν στη βίλλα του Diard, κοντά στο Chantilly, με σκοπό τη συμφιλίωση. Όταν έφτασαν ο Λαντρύ έλειπε, και η οικογένεια της Cuchet θεώρησε καλό να ψάξει το σπίτι. Ο γαμπρός της ανακάλυψε σε ένα ντουλάπι πολλά γράμματα γυναικών προς τον Λαντρύ, και προσπάθησε να πείσει την Cuchet πως ο «καλός» της ήταν ένας κοινός απατεώνας. Η Cuchet αγνόησε τις παραινέσεις της οικογένειάς της να τον εγκαταλείψει. Επιπλέον νοίκιασε και επίπλωσε μια βίλλα στο Vernouillet, έξω από το Παρίσι, αποξενώθηκε από τους δικούς της και μετακόμισε εκεί με το γιο της και τον Diard. Η τελευταία φορά που η Cuchet και ο γιος της θεάθηκαν ζωντανοί, ήταν τον Γενάρη του 1915. Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη μετακόμιση ο Λαντρύ άνοιξε ένα λογαριασμό τράπεζας με 5.000 φράγκα, τα οποία ισχυρίστηκε πως είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Φυσικά, επρόκειτο για τις οικονομίες της Cuchet. Μετά την εξαφάνιση της Cuchet και του γιου της, ο Λαντρύ χάρισε στη γυναίκα του το ρολόι της Cuchet, ως δώρο.
Το επόμενο θύμα του ήταν μια αργεντινή, η Mme Laborde-Line, χήρα ξενοδόχου. Είχε πει στις φίλες της πως επρόκειτο να παντρευτεί έναν γοητευτικό βραζιλιάνο μηχανικό, αλλά λόγω της γραφειοκρατίας είχαν αποφασίσει να αναβάλουν την τελετή και να συγκατοικήσουν. Στη συνέχεια ένας άντρας, που οι γείτονες αναγνώρισαν αργότερα ως τον Λαντρύ, επέστρεψε σπίτι της για να πάρει τα έπιπλά της, στέλνοντας μερικά στη βίλλα του και κάποια άλλα σε ένα γκαράζ στο Niuelly. Η τελευταία φορά που κάποιος είδε ζωντανή τη Laborde-Line, ήταν όταν μετακόμισε στη βίλλα, μαζί με τα δύο της σκυλιά.
Η Mme Guillin, μια χήρα 51 ετών της οποίας το πλήρες όνομα ήταν Marie Angelique Desiree Pelletier, θεάθηκε στη βίλλα ένα μήνα αργότερα. Επίσης, το 1915, μια Mme Heon, που επισκέφτηκε το σπίτι στο Vernouillet, εξαφανίστηκε.
Το κατά πόσον υπήρξαν και άλλες ανάμεσα στους φόνους της Heon και της 19χρονης Andree Babelay, μιας υπηρέτριας που εξαφανίστηκς τον Μάρτη του 1917, ενώ πήγαινε να επισκεφτεί τη μητέρα της, είναι άγνωστο. Όπως άγνωστο είναι και γιατί δολοφονήθηκε η Babelay. Ήταν πάμφτωχη και δεν είχε τίποτα να δώσει στον Λαντρύ, εκτός από τα θέλγητρά της. Μήπως, όπως η Φατίμα του θρύλου του Κυανοπώγωνα, ανακάλυψε το μυστικό του Λαντρύ? Πάντως, το σίγουρο είναι πως ακολούθησε τη μοίρα των άλλων θυμάτων του Λαντρύ και κανείς δεν την ξαναείδε ζωντανή μετά τη συνάντησή της μαζί του.
Μετά την εξαφάνιση της Babelay, ο Λαντρύ ασχολήθηκε με οικονομικές απάτες, άφησε τη βίλλα στο Vernouillet για μιαν άλλη στο Gambais και σύντομα εγκατέστησε εκεί έναν μεγάλο, μαντεμένιο κλίβανο. Έμεινε ήσυχος για δυο χρόνια, περίπου, αλλά σύντομα ξαναγύρισε στις δολοφονικές του συνήθειες.
Ο Λαντρύ φλέρταρε τη Mme Buisson, μια πλούσια χήρα, για περίπου ένα χρόνο πριν καταφέρει να την απομακρύνει από την οικογένειά της. Εγκαταστάθηκε με τον Λαντρύ στο Gambais, χωρίς το γιο της, ο οποίος πήγε να μείνει με μια θεία του. Η Buisson εθεάθη για τελευταία φορά την Απρίλιο του 1917.
Το επόμενο θύμα του στο Gambais, ήταν η Mme Louise Leopoldine Jaume, η οποία εξαφανίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1917. Μετά την εξαφάνισή της, οι γείτονες του Λαντρύ στο Gambais παρατήρησαν, μαύρο και με βαρειά μυρωδιά καπνό να βγαίνει από τη βίλλα του.
Η εξαφάνιση της Annette Pascal, 38 ετών, ακολούθησε εκείνη της Jaume, την άνοιξη του 1918. Τέλος, η Marie Therese Marchadier, μια «αρτίστα» ιδιαιτέρως δημοφιλής ανάμεσα στους κατώτερους αξιωματικούς του γαλλικού στρατού, γνωρίστηκε με τον Λαντρύ, όταν εκείνος την επισκέφτηκε στο σπίτι της στο Παρίσι για να αγοράσει κάποια από τα έπιπλά της. Μια «φιλία» άνθισε, τον ακολούθησε στο Gambais στα τέλη του 1918, και εξαφανίστηκε και αυτή.
Συνολικά 10 γυναίκες, ένα αγόρι και δύο σκυλιά εξαφανίστηκαν όταν οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν με εκείνον του Λαντρύ. Εντούτοις η αστυνομία ουδέποτε τον είχε υποπτευθεί. Θα χρειάζονταν οι αγωνιώδεις αναζητήσεις δύο οικογενειών για να φέρουν τον Λαντρύ ενώπιον της δικαιοσύνης.
Ο Λαντρύ κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες να αποξενώνει τα θύματά του από τις οικογένειές τους, αλλά μετά τους θανάτους τους, κατέβαλε εξίσου σκληρές προσπάθειες να επιβεβαιώνει τις οικογένειες ότι οι αγαπημένες τους ήταν ζωντανές και ευτυχισμένες. Δύο από τις φίλες της Guillin έλαβαν κάρτες από τον Λαντρύ, οι οποίες έλεγαν πως η Guillin δεν μπορούσε να τους γράψει η ίδια. Πλαστοποίησε ένα γράμμα της Buisson στη μοδίστρα της και ένα άλλο στο θυρωρό του διαμερίσματός της στο Παρίσι. Ο Λαντρύ παρουσιάστηκε ως ο δικηγόρος της Jaume, η οποία έπαιρνε διαζύγιο από το σύζυγό της, και κατάφερε να κλείσει επιτυχώς τους τραπεζικούς της λογαριασμούς.
Δύο χρόνια μετά τη συνάντηση της Buisson με το Λαντρύ, ο γιος της (ο οποίος ζούσε με την αδελφή της) πέθανε. Φυσικά, η οικογένεια θέλησε να ειδοποιήσει την κυρία Buisson αλλά στάθηκε αδύνατον να τη βρουν. Η αδελφή της θυμήθηκε ότι η Buisson της είχε εκμυστηρευθεί πως επρόκειτο να μετακομίσει στο Gambais και να συγκατοικήσει με κάποιον κ. Fremiet. Έγραψε στοο Δήμαρχο του Gambais, αναζητώντας βοήθεια για να εντοπίσει τη Buisson ή τον Fremiet. Ο Δήμαρχος απάντησε πως δεν γνώριζε κανέναν από αυτούς, αλλά πρότεινε να την φέρει σε επαφή με την οικογένεια κάποιας κυρίας Collomb, η οποία είχε επίσης εξαφανιστεί, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, στο Gambais.
Εν αγνοία όλων, η Collomb είχε εξαφανιστεί μετά τη γνωριμία της με τον Λαντρύ στις αρχές του 1917.
Ο Δήμαρχος είπε επίσης στην αδελφή της Buisson, ότι στη συγκεκριμένη βίλλα δεν έμενε ο Fremiet (o «αρραβωνιαστικός» της αδελφής της), αλλά κάποιος Dupont. Όταν οι αστυνομία επισκέφθηκε τη βίλλα δεν βρήκε ούτε Guillet, ούτε Dupont, ούτε Diard (το όνομα που ήξερε η οικογένεια της Collomb), αλλά ούτε και Λαντρύ. Η βίλλα ήταν άδεια με εμφανή, όμως, σημάδια ότι κάποιος την κατοικούσε μέχρι πρόσφατα.
Η δεσποινίς Lacoste, η αδελφή της Buisson, δεν αποθαρρύνθηκε. Είχε δει τον «Fremiet» και άρχισε να περιφέρεται στην παλιά γειτονιά του στο Παρίσι αναζητώντας τον. Το 1919, η επιμονή της ανταμοίφθηκε. Είδε τον Λαντρύ να βγαίνει από ένα παντοπωλείο και τον ακολούθησε για να τον χάσει, όμως, αργότερα μέσα στο πλήθος. Επέστρεψε στο παντοπωλείο και ρώτησε για να μάθει ότι το όνομα του συγκεκριμένου άντρα δεν ήταν Fermiet αλλά Guillet και ότι ζούσε στην οδό Rochechouart με την ερωμένη του. Κάλεσε αμέσως την αστυνομία και ο Λαντρύ συνελήφθη.
Αλλά με τι κατηγορία θα τον κρατούσαν? Ήταν, οπωσδήποτε, ύποπτος για φόνο αλλά πτώμα δεν υπήρχε και ο Λαντρύ αρνιόταν να πει οτιδήποτε στις αρχές.
Επέστρεψαν στο Gambais, όπου διεξήγαν ενδελεχή έρευνα. Έσκαψαν τον κήπο αναζητώντας θαμμένα πτώματα, αλλά το μόνο που βρήκαν ήταν τα οστά δύο σκυλιών. Η έρευνα στην παλιά του βίλλα στο Vernouillet απεδείχθη εξίσου άκαρπη. Το μόνο που τους είχε απομείνει να εξετάσουν ήταν ένα κρυπτογραφημένο σημειωματάριο του Λαντρύ, όπου κατέγραφε σχολαστικά τα έσοδα και τα έξοδά του.
Ανάμεσα, όμως, στις άφθονες σημειώσεις του, υπήρχαν ορισμένα ονόματα τα οποία ενδιέφεραν τις αρχές. Σε μια από τις σελίδες υπήρχε η καταχώριση «A Cuchet, G. Cuchet, Bresil, Crozatier, Havre. Ct. Buisson, A. Collomb, Andree Babelay, M. Louis (sic) Jaume, A. Pascal, M. Thr. Mercadier». Τα ονόματα Buisson και Colomb έλειπαν και η αστυνομία σύντομα διαπίστωσε ότι οι δύο Cuchet ήταν επίσης εξαφανισμένοι. Έτσι συμπέραναν πως αυτή ήταν μια λίστα με τα θύματα του Λαντρύ. Και πάλι, όμως, δεν υπήρχαν πτώματα.
Έχοντας τη λανθασμένη εντύπωση ότι δεν υπήρχε περίπτωση να καταδικαστεί για φόνο, χωρίς να υπάρχουν τα πτώματα, ο Λαντρύ παρέμενε σιωπηλός και αρνήθηκε να συνεργαστεί με τις αρχές. Για δύο χρόνια η αστυνομία ερευνούσε τις εξαφανίσεις των θυμάτων, χωρίς, ωστόσο, ο Λαντρύ να παραδεχτεί το παραμικρό. Σιγά-σιγά διαπίστωσαν πως τα ονόματα στη λίστα στο σημειωματάριο του Λαντρύ, τον είχαν γνωρίσει αφού είχαν απαντήσει σε αγγελία που είχε βάλει στις εφημερίδες. Επίσης είχε καταγράψει τα έξοδα για τα εισιτήρια (τα δικά του και των θυμάτων του) από το Παρίσι στο Gambais. Για τον εαυτό του είχε βγάλει εισιτήριο με επιστροφή. Για τα θύματά του μόνο μετάβασης.
Οι κήποι των σπιτιών σε Gambais και Vernouillet σκάφτηκαν ξανά και ξανά. Οι αρχές προσπάθησαν να συνδέσουν τον Λαντρύ με αγορές οξέων και άλλων χημικών, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, οι γείτονές του στο Gambais μίλησαν για τους δύσοσμους καπνούς που συχνά έβγαιναν από την κουζίνα του. Ο κλίβανος, που ο Λαντρύ είχε εγκαταστήσει στη βίλλα στο Gambais λίγο μετά την άφιξή του, εξετάστηκε εξονυχιστικά και μακάβρια ευρήματα ήρθαν στο φως. Στις στάχτες, οι αστυνομικοί ανακάλυψαν μικρά κόκαλα, αναμφίβολα ανθρώπινα, καθώς και καμένα αλλά ακόμη αναγνωρίσιμα κουμπιά από γυναικεία φορέματα. Ο Λαντρύ εξαφάνιζε τα θύματά του καίγοντας τα πτώματά τους. Παρέμενε ακόμη μυστήριο το πώς τις είχε σκοτώσει, αλλά το τι είχε συμβεί στις Buisson και Colomb, καθώς και στις άλλες εννιά, ήταν φανερό.
Δύο χρόνια μετά τη σύλληψή του, ο Λαντρύ κατηγορήθηκε για 11 φόνους και παραπέμφθηκε σε δίκη.
Συνεχίζεται
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
5 comments:
Μια χαρά κάθαρμα ήταν ο Λαντρύ! Σκέφτηκα όμως και το άλλο: πόσοι εν δυνάμει Λαντρύ υπάρχουν, αλλά στο διαδίκτυο κι ανατρίχιασα πρωί πρωί!
Καλημέρα, Νίνα!
Αναρωτιέμαι.
Σε μια κοινωνία αναδιαστρωματωμένη και φυλετικά διαφοροποιημένη από το Παρίσι του Μεγάλου Πολέμου ή ακόμη και τη σημερινή εποχή, παρόμοια εγκλήματα θα μπορούσαν να έχουν γυναικείες αναφορές ή αποτελού μόνο ανδρικά 'προνόμια' ..?
Λοιπόν, *αυτό* ήταν ανατριχιαστικό ποστ!
Με αφορμή τον Λαντρύ ο Τσάπλιν έκανε μια υπέροχη ταινία, τον Monsieur Verdoux (1947). Η απολογία του στο τέλος είναι όλα τα λεφτά. Αν δεν την έχετε δει τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.
@Ρενάτα, δεν μας συμφέρει, αλλά υπάρχουν και θηλυκοί Λαντρύ!
@Suigenerisav, φυσικά και θα μπορούσαν! Όπως γράφω και στο IV μέρος της ιστορίας, ο Λαντρύ δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την ανθρώπινη, σερνική εκδοχή της αράχνης Μαύρη Χήρα. Και, Μαύρες Χήρες φόνισσες υπήρξαν πολλές. Θα έρθει και η σειρά τους στο βλογ τούτο!
@Μπαμπάκη, τα χειρότερα δεν τα έχεις δει ακόμα! :ppppppp
@E, την έχω δει την ταινία. Προσωπικά προτιμώ το Landru του Claude Chabrol σε σενάριο της Francoise Sagan. Νομίζω πως παραμένει πιο πιστή στα πραγματικά γεγονότα. Ο Λαντρύ, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, δεν απολογήθηκε ποτέ. Αρνήθηκε να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση. Αυτό μέτρησε πολύ εναντίον του για την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης των ενόρκων. Αλλά τα της δίκης θα τα διαβάσουμε στο ΙΙΙ μέρος της ιστορίας μας! :p
Post a Comment