Sunday, October 01, 2006

Υπόθεση «Λυμπέρη» - Η τελευταία εκτέλεση στην Ελλάδα (II)


Φωτιά στο σπίτι!


Η πορεία του Βασίλη Λυμπέρη προς το εκτελεστικό απόσπασμα είχε αρχίσει 7,5 μήνες νωρίτερα. Ήταν 5.10΄ το πρωί της 5ης Ιανουαρίου 1972, όταν ο 30χρονος Αντώνης Στρογγυλούδης, περνώντας έξω από τη μονοκατοικία στο τέρμα της οδού 28ης Οκτωβρίου στα Βριλήσσια Αττικής (Μεταμόρφωση Χαλανδρίου), αντιλήφθηκε καπνούς να βγαίνουν από το εσωτερικό και τη στέγη της. Ήταν το σπίτι που διέμενε η 25χρονη νύφη του (αδελφή της γυναίκας του) Βασιλική Λυμπέρη και η μητέρα της Αντιγόνη Μάρκου, 48 ετών. Μαζί με έναν ξάδελφό του και έναν ακόμα γείτονα πλησίασαν το καμένο σπίτι. Έσπρωξαν ελαφρά την καμένη πόρτα και αντίκρισαν ένα φρικτό θέαμα. Πίσω από αυτήν βρίσκονταν τα απανθρακωμένα σώματα των δύο παιδιών της Β. Λυμπέρη, της 3χρονης Παναγιώτας και του ενός έτους Γιωργάκη, της Α. Μάρκου και της Β. Λυμπέρη. Κάνοντας έναν γρήγορο έλεγχο, διαπίστωσαν πως η Βασιλική ανέπνεε ακόμα, αλλά η κατάστασή της ήταν ιδιαιτέρως κρίσιμη. Το σώμα της ήταν παντού καμένο και μόνο στην περιοχή του στομαχιού διακρινόταν το δέρμα. Με γρήγορες κινήσεις τη μετέφεραν στο αυτοκίνητο του Αντ. Στρογγυλούδη και με αυτό στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο. Η πρώτη εντύπωση που σχηματίσθηκε ήταν πως το σπίτι είχε πιάσει φωτιά και τα τέσσερα θύματα είχαν εγκλωβιστεί στις φλόγες.


Τα πτώματα της Αντιγόνης Μάρκου(επάνω) και μικρού Γιώργου (κάτω)

Η Βασιλική πάλεψε για τη ζωή της περίπου 20 ώρες. Τα μεσάνυχτα της 5ης Ιανουαρίου εξέπνευσε. Όμως, στις 10 το πρωί, είχε προλάβει να αποκαλύψει την αλήθεια σε μία θεία της, την καλόγρια Φιλοθέη (Αθηνά Μάρκου), η οποία βρισκόταν δίπλα της από τις πρώτες ώρες που είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο. «Κοιμόμουνα και άκουσα θόρυβο» είπε στη συγγενή της η Βασιλική, που παρά την κατάστασή της διατηρούσε ακόμα τη διαύγειά της. «Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και είδα τον άνδρα μου να σκορπά με ένα δοχείο βενζίνη (…). Μόλις με είδε, μου φώναξε πως θα πληρώσω για όλα. Του φώναξα πως είναι κακούργος και έβαλα τις φωνές, αλλά κανείς δεν με άκουγε. Με άρπαξε και με πέταξε στις φλόγες και με κρατούσε να καώ ζωντανή. Έκλεισε και την πόρτα για να μην γλιτώσουμε». Η Αθ. Μάρκου ενημέρωσε αμέσως τον γιατρό Νικ. Σγούρδα, ο οποίος με τη σειρά του ειδοποίησε τους αστυνομικούς. Στους τελευταίους, η Βασιλική επανέλαβε όσα είχε πει στη θεία της. Η πληροφορία μεταδόθηκε αμέσως στους αξιωματικούς, που ήταν υπεύθυνοι για τις έρευνες και βρίσκονταν ήδη στην περιοχή του συμβάντος.

Η Βασιλική Λυμπέρη

Νωρίτερα το πρωί, ο Β. Λυμπέρης είχε πάει στο εργοστάσιο συσσωρευτών του συζύγου της αδελφής του, στην περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος, όπου εργαζόταν. Εκεί, ο πατέρας του Γιώργος τον πληροφόρησε για τα γεγονότα και εκείνος συντετριμμένος ξεκίνησε για τα Βριλήσσια μαζί με τον αδελφό του και τον σύζυγο της αδελφής του. Είχε ελαφρά εγκαύματα στο πρόσωπο και στο αριστερό πόδι, γεγονός που δικαιολόγησε με την ανάφλεξη καμινέτου το προηγούμενο βράδυ, όταν είχε επιχειρήσει να ψήσει έναν καφέ. Από καιρό ήταν σε διάσταση με τη γυναίκα του και διέμενε σε μία πανσιόν στην οδό Σωνιέρου 15, στο κέντρο της Αθήνας.

Μόλις ο Β. Λυμπέρης έφθασε στο σπίτι της οδού 28ης Οκτωβρίου, κάποιος από το συγκεντρωμένο πλήθος τον αναγνώρισε, φωνάζοντας προς τους αστυνομικούς: «Αυτός είναι ο πατέρας των παιδιών»! Η ατμόσφαιρα μονομιάς μεταβλήθηκε. Αστραπιαία, ο κόσμος που ήταν συγκεντρωμένος, κινήθηκε απειλητικά εναντίον του για να τον λυντσάρει. Ο Β. Λυμπέρης κοιτούσε σα χαμένος. Αμέσως παραδέχτηκε την ενοχή του. «Εγώ το έκανα» είπε στους αστυνομικούς «αλλά δεν ήθελα να κάνω κακό στα παιδιά μου. Αιτία ήταν η πεθερά μου». Ο αδελφός του Δημήτρης αδυνατούσε να το πιστέψει. Δύο αστυνομικοί τον έβαλαν βιαστικά στο αυτοκίνητο του διορισμένου από τη δικτατορία κοινοτάρχη Βριλησσίων (που βρισκόταν και αυτός στο σημείο) και τον φυγάδευσαν.



Ο Β. Λυμπέρης φτάνει στο χώρο της αναπαράστασης του εγκλήματος (φωτό επάνω).
Την ίδια στιγμή, συγγενείς των θυμάτων απειλούν να τον λυντσάρουν (φωτό κάτω)

Ο Β. Λυμπέρης μεταφέρθηκε αμέσως στο Τμήμα Χαλανδρίου, όπου αβίαστα ομολόγησε το έγκλημα και έκανε την πλήρη περιγραφή του, κατονομάζοντας παράλληλα και τους συνεργούς του: επρόκειτο για τον 17χρονο εργατοτεχνίτη Παύλο Αγγελόπουλο, τον 24χρονο εργάτη, ξάδελφο του προηγούμενου, Θόδωρο Καπρέτσο και τον 20χρονο Θανάση Σταμάτη. Όλοι ήταν συγκάτοικοι στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου. Τραγική λεπτομέρεια: ο Θ. Καπρέτσος είχε φτάσει στην Αθήνα πριν από λίγες μέρες, προκειμένου να συμπαρασταθεί στον παράλυτο αδελφό του, ο οποίος νοσηλευόταν στο Κέντρο Αποκατάστασης Τραυματιών, στο Ψυχικό.


Αμέσως, οι αστυνομικοί συνέλαβαν και τους τρεις, οι οποίοι ως το μεσημέρι της 6ης Ιανουαρίου επέμεναν πως δεν είχαν σχέση με την υπόθεση. Αλλά, μετά τις αναλυτικές πληροφορίες που είχε δώσει ο Β. Λυμπέρης, αναγκάστηκαν να παραδεχθούν την αλήθεια και να ομολογήσουν τη συμμετοχή τους στην τετραπλή δολοφονία. Από τις διαδοχικές (συχνά αλληλοσυγκρουόμενες) καταθέσεις τους, οι αστυνομικοί κατέληξαν, τελικά, στο «σενάριο» του εγκλήματος:

Ο Β. Λυμπέρης γνωρίστηκε με τον Π. Αγγελόπουλο και τον Θ. Καπρέτσο, τις ημέρες των Χριστουγέννων του 1971, παίζοντας μαζί τους χαρτιά στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου. Από καιρό, στο μυαλό του γυρόφερνε την ιδέα να βγάλει από τη μέση την πεθερά του Αντ. Μάρκου, την οποία θεωρούσε ως βασική υπαίτια για τον κλονισμό της σχέσης του με τη Βασιλική. Εκμυστηρεύτηκε τη σκέψη του στον Π. Αγγελόπουλο και ζήτησε να τον βοηθήσει με την υπόσχεση να του δωρίσει ένα αυτοκίνητο. Για να τον πείσει του έδειχνε σχεδιαγράμματα του σπιτιού και του επεσήμανε το γεγονός πως το σημείο στο οποίο αυτό βρισκόταν ήταν ερημικό, επομένως η δουλειά θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Ο Π. Αγγελόπουλος αν και αρχικώς στάθηκε επιφυλακτικός απέναντι στην πρόταση αυτή, αργότερα προσχώρησε στα σχέδια του Β. Λυμπέρη, ενημερώνοντας μάλιστα σχετικώς και τον Θ. Καπρέτσο. Επιπλέον, μερικές μέρες πριν από την 4η Ιανουαρίου, πήγε μαζί με το Β. Λυμπέρη στο σπίτι των Βριλησσίων, αλλά δεν υλοποίησαν το σχέδιο διότι, σύμφωνα με το Β. Λυμπέρη, «δεν έφτανε η βενζίνη» που είχαν μαζί τους.



Οι φωτογραφίες των (από αριστερά) Π. Αγγελόπουλου, Θ. Καπρέτσου
και Θ. Σταμάτη, όπως δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες της εποχής

Το βράδυ της Δευτέρας 4 Ιανουαρίου, ο Β. Λυμπέρης συνάντησε τον Π. Αγγελόπουλο και τον Θ. Καπρέτσο σε μία ταβέρνα και τους ξαναμίλησε για το σχέδιό του. Ήθελε να τρομοκρατήσει την Αντ. Μάρκου, ώστε να πάψει να δημιουργεί εμπόδια στην σχέση του με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Ο Β. Λυμπέρης επανέλαβε τις υποσχέσεις του για το αυτοκίνητο και χρήματα που θα τους έδινε αν τον βοηθούσαν. Και οι τρεις, ήπιαν πολύ εκείνο το βράδυ. Ο Π. Αγγελόπουλος θα πει αργότερα σε μία συνέντευξη πως «αν δεν υπήρχε το ποτό, δεν θα γινότανε αυτή η καταστροφή». Αποφασίσθηκε να δράσουν το ίδιο βράδυ. Αλλά ο Π. Αγγελόπουλος είχε έναν δισταγμό. Θυμάται ο ίδιος: «Πριν πάμε στο σπίτι, του λέω (σ.σ.: του Β. Λυμπέρη): ‘Και αν είναι μέσα η γυναίκα σου και τα παιδιά σου;’ Και με πήρε και με πήγε σε ένα περίπτερο και σήκωσε το τηλέφωνο η πεθερά του. Της λέει: ‘Θέλω να έρθω να δω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου’. Και του απαντάει: ‘Δεν είναι εδώ. Λείπουνε στο Πέραμα. Θα έρθουν μετά από πέντε μέρες. Και εγώ θα φύγω’». Αργότερα, έγινε γνωστό ότι ο Β. Λυμπέρης είχε τηλεφωνήσει ξανά στην πεθερά του την προηγούμενη ημέρα και εκείνη του είχε απαντήσει με τον ίδιο τρόπο.

Με το αυτοκίνητο του Β. Λυμπέρη, ξεκίνησαν και οι τρεις για την περιοχή των Βριλησσίων. Από το δρόμο, ο Θ. Καπρέτσος αγόρασε δύο κουτιά σπίρτα. Στο πορτ-παγκάζ του αυτοκινήτου υπήρχαν δύο ζευγάρια χοντρά γάντια και τρία μπιτόνια με βενζίνη, που ο Β. Λυμπέρης είχε προμηθευτεί νωρίτερα.

Λίγη ώρα μετά τα μεσάνυχτα, έφθασαν κοντά στο σπίτι. «Αθόρυβα σταμάτησε το μικρό αυτοκίνητο στο χέρσο χωράφι, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακρυά από το στόχο» θα γράψει η εφημερίδα «Απογευματινή» στις 7 Ιανουαρίου 1972. «(…) Γύρω επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Και μόλις που διέκρινες τα μικρά, φτωχικά σπιτάκια ριζωμένα στην πλαγιά. Οι πόρτες του αυτοκινήτου άνοιξαν και πετάχτηκαν από μέσα 3 πρόσωπα. Έβγαλαν έξω τρία μπιτόνια με βενζίνη και την άδειασαν σε ισάριθμους πλαστικούς κουβάδες: πράσινο, κόκκινο και λευκό. Οι κινήσεις ήταν πάντα αθόρυβες, προσεκτικές. Μέχρι την στιγμή που πλησίασαν στο στόχο, οι δύο από αυτούς άρπαξαν τα 3 δοχεία με τη βενζίνη και προχώρησαν προς το σπίτι. Ο ένας ψηλός και σωματώδης, ο άλλος κοντός και λεπτός. Πίσω τους άφησαν τον τρίτο της παρέας που περίμενε στο ΙΧ για να προσέχει, ίσως, τη γύρω περιοχή (…)».


Ένας από τους κουβάδες, που
χρησιμοποίησαν οι δράστες

Ο «ψηλός και σωματώδης» ήταν ο Β. Λυμπέρης, ο άλλος ο Π. Αγγελόπουλος. Στο αυτοκίνητο έμενε ο Θ. Καπρέτσος. Με αργά, αθόρυβα πατήματα προχώρησαν προς την είσοδο του σπιτιού. «Ξέραμε ότι ήταν ένας άνθρωπος μέσα» θα πει αργότερα ο Π. Αγγελόπουλος «αλλά πιστεύαμε ότι δεν θα πάθει τίποτα. Το μυαλό όλων μας δεν λειτουργούσε. Είχε σταματήσει. Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε. Επηρεασμένοι από το αλκοόλ δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε τι θα συμβεί». Πριν μπουν στο σπίτι, φόρεσαν τα γάντια για να μην αφήσουν ίχνη. Ο Β. Λυμπέρης άνοιξε την πόρτα με τα δικά του κλειδιά και αφουγκράστηκε. Μετά και οι δύο προχώρησαν στο εσωτερικό του σπιτιού κρατώντας από έναν κουβά στο χέρι. Τον τρίτο τον είχαν αφήσει έξω από την είσοδο.

Με την υπόδειξη του Β. Λυμπέρη, ο Π. Αγγελόπουλος κινήθηκε προς τα δεξιά όπου βρισκόταν το δωμάτιο της Αντ. Μάρκου. Στο δωμάτιο της, μέσα στην κούνια του, κοιμόταν το μικρό αγόρι του ζεύγους. Άδειασε τον κουβά με τη βενζίνη κάτω από το κρεβάτι της Αντ. Μάρκου. Δύο σπίρτα έσπασαν στα χέρια του, το τρίτο άναψε. Η φωτιά ξέσπασε ακαριαία και συνοδεύτηκε από έναν έντονο κρότο. Ήταν η στιγμή που ο Β. Λυμπέρης έμπαινε στο άλλο δωμάτιο, όπου κοιμόταν η Βασιλική με την κόρη τους. Η δυνατή λάμψη και ο ήχος της έκρηξης από την ανάφλεξη της βενζίνης στο διπλανό δωμάτιο, ξύπνησε την Βασιλική και την μικρή Παναγιώτα. Από το κρεβάτι της ακόμα, πρόλαβε να δει τον Β. Λυμπέρη να σκορπίζει τη βενζίνη στο πάτωμα και να ανάβει ένα σπίρτο. Η Παναγιώτα άρχισε να κλαίει. Η Βασιλική χίμηξε πάνω του ουρλιάζοντας. Ο Β. Λυμπέρης τα ‘χασε. Δεν φανταζόταν πως ήταν και τα παιδιά του μέσα στο σπίτι. Άκουσε γύρω του τον ήχο τζαμιών που έσπαγαν από τη θερμοκρασία και τις φωνές τρόμου της Αντ. Μάρκου και του γιου του. Είδε τα τρομαγμένα μάτια της κόρης του και τη Βασιλική να του επιτίθεται. Την έσπρωξε με δύναμη στο κρεβάτι. Είχε φτάσει στα όριά του και εκείνη τη στιγμή τα δρασκέλιζε!

Άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε στο υγρό, από τη βενζίνη, πάτωμα. Η Βασιλική και η κόρη του έκαναν μια απέλπιδα προσπάθεια να γλιτώσουν. Ο Β. Λυμπέρης δεν έλεγχε πια τις αντιδράσεις του και με μια καρέκλα έσπρωξε τα σώματά τους στις φλόγες. Στην προσπάθειά του αυτή, οι φλόγες τον έκαψαν ελαφρά στη μύτη, το μάγουλο, το λαιμό και καψάλισαν μερικές τρίχες από τα μαλλιά του. Η Βασιλική προσπάθησε να πλησιάσει τη τηλεφωνική συσκευή για να ζητήσει βοήθεια, αλλά ο Β. Λυμπέρης την έριξε ξανά μέσα στις φλόγες και με το πόδι του την πάτησε στο στήθος, ώστε αυτή να μην μπορεί να κινηθεί.

Δεν είχαν περάσει παρά ελάχιστα λεπτά, από τη στιγμή που οι δύο άνδρες είχαν εισέλθει στο σπίτι, όταν ο Π. Αγγελόπουλος αντιλήφθηκε μόλις τότε πως στο σπίτι βρίσκονταν και τα παιδιά. «Τι κάνεις; Είναι και τα παιδιά σου εδώ!» φώναξε προς τον Β. Λυμπέρη. Αλλά αυτός, πια, δεν άκουγε. Με την καρέκλα και το σώμα του απωθούσε τη σύζυγο και την κόρη του μέσα στο φλεγόμενο υπνοδωμάτιο. Ο Π. Αγγελόπουλος βρέθηκε σε απόγνωση. Οι φλόγες που έγλυφαν τους τοίχους, η μυρωδιά της καμένης σάρκας, ο σπαραγμός στις κραυγές των θυμάτων, άπλωναν παντού ένα ζοφερό, εφιαλτικό σκηνικό. Άρπαξε τον τρίτο κουβά και τον έριξε προς τον Β. Λυμπέρη, αλλά αυτός τραβήχτηκε γρήγορα και γλίτωσε, με ελαφρά εγκαύματα στην αριστερή κνήμη. «Δεν ήθελε ο Λυμπέρης να σταματήσουμε με τίποτα. Προσπάθησα να τον σταματήσω αλλά απέτυχα. Με έναν τρόπο που εκείνη τη στιγμή δεν ξέρω αν ήταν σωστός ή λάθος» εξομολογήθηκε αργότερα ο Π. Αγγελόπουλος.

Αμέσως μετά, ο Β. Λυμπέρης έτρεξε προς την έξοδο του σπιτιού, ακολουθούμενος από τον συνεργό του. Κάποιες πληροφορίες ανέφεραν πως βγαίνοντας από το σπίτι, κλείδωσε την εξωτερική πόρτα για να εγκλωβίσει στο εσωτερικό τα θύματα. Την ώρα που οι τρεις άνδρες απομακρύνονταν με το αυτοκίνητο, το σπίτι είχε τυλιχθεί στις φλόγες. Μέσα, τρεις άνθρωποι άφηναν την τελευταία τους πνοή, ενώ η Βασιλική ανέπνεε ακόμα, αλλά με βαριά εγκαύματα σε ολόκληρο το σώμα της …

Έφθασαν στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου, γύρω στις δύο τα ξημερώματα. Αμέσως, ανέβηκαν στο δωμάτιο του Θ. Σταμάτη. Εκεί του αφηγήθηκαν όσα είχαν συμβεί λίγη ώρα νωρίτερα και του ζήτησαν να τους βοηθήσει. Ο Β. Λυμπέρης του έδωσε τα καμένα ρούχα του και του είπε να τα πετάξει στα σκουπίδια. Μετά, όλοι συμφώνησαν να προβάλλουν ως άλλοθι πως την ώρα των φόνων έπαιζαν χαρτιά στο δωμάτιο του Β. Λυμπέρη, ενώ για τα εγκαύματά του επινοήθηκε η δικαιολογία με το καμινέτο. Μετά, ο Β. Λυμπέρης πήγε στο δωμάτιό του. Ξυρίστηκε, έβαλε λίγη βαζελίνη στα καμένα σημεία του προσώπου του και κοιμήθηκε.




Ο Β. Λυμπέρης, με τα σημάδια από τα ελαφρά
εγκαύματα στο πρόσωπο, μετά τη σύλληψή του


Στις 7.30 το πρωί πήγε στο εργοστάσιο μπαταριών του γαμπρού του, όπου εργαζόταν…





Συνεχίζεται

4 comments:

mamaloukas said...

Τρία σχόλια προς το παρόν:
1) όλο στο αλκοόλ ρίχνουν το φταίξιμο. νισάφι πια!
2)ο ρόλος των τριών συνεργών. αξίζει να προσεχτεί από τους ανυποψίαστους αναγνώστες για να καταλάβουν πόσο εύκολα μπορούν να βρεθούν συνεργοί (ευκολόπιστοι στα όρια της χαζομάρας; φτωχοί στα όρια της ανέχειας;) για να κάνουν τα πιο απίθανα πράγματα. έτσι να μην κατηγορούν τους συγγραφείς για απιθανότητες στην πλοκή των βιβλίων
3) Με τέτοια εγκαύματα στο πρόσωπο ο ένοχος δε γλίτωνε ούτε με Κούγια. (η σύμπτωση να καεί κι εκείνος από άλλο λόγο είναι μία στο εκατομμύριο)
περιμένουμε με αγωνία τη συνέχεια

Unknown said...

περιμένω κι εγώ τι συνέχεια.Το παράξενο είναι πως μένω στα Βριλήσσια κι εγώ εδώ και πολλά χρόνια και ποτέ δεν είχα ακούσει για την υπόθεση αυτή.Χαίρομαι που την έμαθα.

Anonymous said...

το είχα λινκάρει εδώ και καιρό το συγκεκριμένο άρθρο σου και τώρα που τα διάβασα οφείλω να σου αποδώσω τα εύσημα!

NinaC said...

@Άβατον, ευχαριστώ για την επίσκεψη και τα καλά λόγια, αλλά οφείλουμε να αποδώσουμε τα εύσημα εκεί που πραγματικά ανήκουν: στο Γιάννη Ράγκο, που είναι ο ερευνητής και συγγραφέας για το συγκεκριμένο άρθρο. Τον ευχαριστώ για άλλη μια φορά και ελπίζω να ξαναδούμε δουλειά του στο μπλογκ αυτό.