Thursday, February 22, 2007

ΝΕΟΣ ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ!




Από εδώ και πέρα, τα εγκλήματα θα διαπράττονται στη νέα μας διεύθυνση:



Monday, February 19, 2007

Albert Fish: Η επιτομή της διαστροφής (I)


Υπάρχουν λίγοι δολοφόνοι στην αμερικανική ιστορία, που μνημονεύονται σήμερα ως τόσο διαταραγμένοι και δαιμονικοί, όσο ο φαινομενικά ευγενής και άκακος Albert Fish. Έμοιαζε με τον αγαπημένο παππού κάθε παιδιού, αλλά πίσω από την ευγενική του όψη και τα ασημένια του μαλλιά και μουστάκι, παραφύλαγε ένα ειδεχθές τέρας, που κυνηγούσε τα μικρά και αθώα θύματά του με τα τρομακτικά «εργαλεία» του: έναν μπαλτά, ένα χασαπομάχαιρο και ένα πριόνι. Όπως ο ίδιος ομολόγησε, είχε κακοποιήσει πάνω από 400 παιδιά σε περίοδο 20 χρόνων και, όπως το διατύπωσε ένας από τους σοκαρισμένους ψυχιάτρους που το εξέτασαν «έζησε μια ζωή απαράμιλλης διαστροφής». Ο Albert Fish παραμένει ο γηραιότερος άνθρωπος που πέθανε στην ηλεκτρική καρέκλα, αν και το τέλος του ήρθε πολύ αργότερα από αυτό πολλών θυμάτων του.

Μετά τη σύλληψή του, ο Fish θα έριχνε το φταίξιμο για τα εγκλήματά του στις συνθήκες της παιδικής του ηλικίας. Αν και οι πρόγονοί του είχαν αγωνιστεί στην Αμερικανική Επανάσταση, ο Fish εγκαταλείφθηκε από τους γονείς του σε μικρή ηλικία και κλείστηκε σε ορφανοτροφείο, όπου είχε και τις πρώτες του εμπειρίες από βίαιες και σαδιστικές πράξεις. Γεννήθηκε το 1870 στη Washington και αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε έξι παιδιά. Απέκτησε τη βασική εκπαίδευση και κυρίως εργαζόταν σε χειρωνακτικές δουλειές. Είναι πιθανό η ψύχωσή του να είχε εκδηλωθεί νωρίτερα, αν και σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός από τα παιδιά του, η περίεργη και απρόβλεπτη συμπεριφορά του δεν είχε βγει στην επιφάνεια, μέχρι τον Ιανουάριο του 1917. Εκείνη την εποχή η σύζυγός του τον εγκατέλειψε για έναν εργάτη, τον John Straube, ο οποίος νοίκιαζε ένα δωμάτιο στο σπίτι των Fish. Ο Fish επέστρεψε σπίτι του από τη δουλειά μια μέρα, και βρήκε τη γυναίκα του φευγάτη και το σπίτι άδειο από έπιπλα.

Η κ. Fish ήταν και η ίδια κάπως περίεργη. Κάποια στιγμή επέστρεψε στον Fish, μαζί με τον Straube, και ρώτησε τον Fish αν μπορούσαν να μείνουν όλοι μαζί. Εκείνος της απάντησε ότι η ίδια ήταν ευπρόσδεκτη, όχι όμως και ο εραστής της. Εκείνη συμφώνησε και έδιωξε τον Straube, για να αποκαλυφθεί από τον Fish αργότερα ότι τον είχε εγκαταστήσει στη σοφίτα του σπιτιού!! Ο Fish της είπε ξανά ότι εκείνη μπορούσε να μείνει στο σπίτι αλλά ο Straube έπρεπε να φύγει. Τελικά έφυγαν και οι δύο και κανείς στην οικογένεια δεν ξανάκουσε γι’ αυτούς.

Wisteria Cottage

Λίγο καιρό μετά, ο Fish άρχισε να συμπεριφέρεται πολύ περίεργα. Πήγαινε συχνά με τα παιδιά του στο εξοχικό της οικογένειας, το Wisteria Cottage, στην κομητεία του Westchester στη Νέα Υόρκη, όπου τον έβλεπαν έντρομα να σκαρφαλώνει στην κορφή ενός κοντινού λόφου, να σηκώνει οργισμένος τη γροθιά του στον ουρανό και να ουρλιάζει ακατάπαυστα: «Είμαι ο Χριστός!». Ο πόνος έδειχνε να τον ευχαριστεί, είτε τον αισθανόταν ο ίδιος, είτε τον προκαλούσε σε άλλους. Εύρισκε ευχαρίστηση στο να μαστιγώνεται και να χτυπιέται με ένα κουπί. Ενθάρρυνε τόσο τα δικά του, όσο και τα παιδιά των γειτόνων να τον χτυπούν με το κουπί στους γλουτούς μέχρι να ματώσουν. Αρκετές φορές πάνω στο πλατύ μέρος του κουπιού υπήρχαν καρφιά. Επίσης είχε χώσει στο σώμα του έναν μεγάλο αριθμό από βελόνες, τις περισσότερες από αυτές στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, και έκαιγε συνεχώς τον εαυτό του με πυρωμένα σίδερα και τσιμπίδες. Συνήθιζε να απαντά σε αγγελίες χήρων γυναικών που αναζητούσαν σύζυγο. Οι επιστολές του –46 από τις οποίες προσκομίστηκαν στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία- ήταν τόσο αρρωστημένες και χυδαίες, που η κατηγορούσα αρχή αρνήθηκε να τις δώσει στη δημοσιότητα. Βασικά ο Fish έγραφε στις κυρίες ότι δεν τον ενδιέφερε ο γάμος, αλλά η θέλησή τους να τον χτυπούν. Καμία από τις γυναίκες δεν δέχτηκε τις προτάσεις του.

Ακτινογραφία της περιοχής των γεννητικών οργάνων του Fish. Φαίνονται καθαρά οι βελόνες .

Τις νύχτες με πανσέληνο ο Fish, όπως κατέθεσαν αργότερα τα παιδιά του, κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες ωμού κρέατος. Με την πάροδο των χρόνων συγκέντρωσε άφθονο υλικό σχετικό με τον κανιβαλισμό και κουβαλούσε τα πιο μακάβρια άρθρα επάνω του, όπου και αν πήγαινε. Πριν ακόμα στραφεί στο φόνο, ο Fish είχε εξεταστεί από τους ψυχιάτρους του Bellevue και είχε αφεθεί ελεύθερος με τη διάγνωση «διαταραγμένος αλλά με σώας τας φρένας».

Το πότε και που ο Fish έγινε δολοφόνος για πρώτη φορά είναι άγνωστο. Ομολόγησε έξι φόνους και αναφέρθηκε αόριστα σε δεκάδες άλλους, αν και τα θύματά του, όπως και οι ημερομηνίες και οι τοποθεσίες θανάτου τους, είχαν χαθεί στην συγκεχυμένη μνήμη του. Ομολόγησε τη δολοφονία ενός άντρα στο Wilmington του Delaware, τον ακρωτηριασμό και το βασανισμό έως θανάτου ενός διανοητικά καθυστερημένου αγοριού στη Νέα Υόρκη το 1910, τη δολοφονία ενός μαύρου αγοριού στη Washington το 1919, τη σεξουαλική κακοποίηση και τη δολοφονία του τετράχρονου William Gaffney το 1929 και τον στραγγαλισμό της πεντάχρονης Francis McDonnell στο Long Island το 1934. Από τους φόνους που πραγματοποίησε ο Fish, αυτός που έκανε τη μεγαλύτερη αίσθηση ήταν η απαγωγή και η φρικιαστική σφαγή της Grace Budd, το 1928. Η απαγωγή της οδήγησε σε ανθρωποκυνηγητό έξι χρόνων. Η αστυνομία είχε χάσει κάθε ελπίδα ότι θα διαλεύκανε ποτέ την υπόθεση, μέχρι που ένα ισχνό ίχνος, το οποίο προέκυψε από ανώνυμο γράμμα που στάλθηκε στους γονείς του θύματος, οδήγησε τους ντετέκτιβς στον Albert Fish.

Ο Fish παρουσιάστηκε στην οικογένεια Budd με έναν τρόπο που ποτέ δεν δημιούργησε υποψίες στην οικογένεια των βιοπαλαιστών. Ο Albert Budd, ο πατέρας της Grace, κέρδιζε τα προς το ζην εργαζόμενος ως θυρωρός, αλλά αυτά που έβγαζε δεν έφθαναν για να συντηρηθεί η οικογένειά του, η οποία αποτελούταν από τον ίδιο, τη σύζυγό του Delia, τον δεκαοχτάχρονο γιο τους Edward, τον Albert Junior, τη Grace και τη μικρότερη όλων, την πεντάχρονη Beatrice. Για να βοηθήσει τον πατέρα του, ο Edward δημοσίευσε μιαν αγγελία για δουλειά, στις 27 Μαΐου του 1928, στην εφημερίδα New York World Telegram. Η αγγελία του έλεγε: «Νέος άνδρας, 18 ετών, ζητά εργασία στην περιοχή της κομητείας» και ακολουθούσε το όνομα και η διεύθυνσή του.

Το ίδιο απόγευμα, ένας καλοντυμένος Albert Fish απάντησε στην αγγελία και εμφανίστηκε στο σπίτι των Budd, στην περιοχή Chelsea του Manhattan. Συστήθηκε ως κ. Frank Howard, αγρότης από το Long Island, ο οποίος ήταν πρόθυμος να πληρώνει $15 την εβδομάδα σε έναν φιλότιμο νεαρό εργάτη. Η οικογένεια δεν μπορούσε να πιστέψει την καλή τύχη του Edward και προσκάλεσε τον κ. Howard σπίτι της. Αφού άκουσε την περιγραφή της φάρμας, ο Edward αποδέχτηκε τη θέση και ο κ. Howard υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε την επόμενη εβδομάδα για να πάρει μαζί του, όχι μόνο τον Edward αλλά και το φίλο του Willie. Υπερθεμάτισε λέγοντας ότι υπήρχε αρκετή δουλειά και για τα δύο αγόρια.

Ο Fish δεν επέστρεψε το επόμενο Σάββατο, στις 2 Ιούνη, όπως είχε υποσχεθεί, αλλά έστειλε ένα τηλεγράφημα με τη συγγνώμη του, και τελικά έφτασε τη Δευτέρα. Η οικογένεια εντυπωσιάστηκε από τους τρόπους του και τον προσκάλεσε να μείνει για φαγητό, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Fish συμπεριφέρθηκε ως παππούς στα παιδιά των Budd, μοιράζοντάς τους δωράκια και χαρτζιλίκι. Έδωσε λίγα χρήματα στον Edward και στον Willie και τους είπε ότι, αφού τακτοποιούσε μιαν υποχρέωση που είχε, θα περνούσε το βραδάκι να τους πάρει να πάνε στη φάρμα. Ύστερα είπε στους εύπιστους Budd ότι είχε μιαν έκπληξη για το μεγαλύτερο κοριτσάκι τους, τη Grace: θα την έπαιρνε μαζί του σε ένα παιδικό πάρτυ γενεθλίων, στο σπίτι της αδελφής του στη γωνία της137ης Οδού και Colombus Avenue. Οι Budd συμφώνησαν και ξεπροβόδισαν τον Fish και τη Grace, η οποία φόρεσε το άσπρο Κυριακάτικο φορεματάκι της. Τους παρακολούθησαν να ξεμακραίνουν στο δρομάκι, με τον Fish να κρατάει στοργικά την κόρη τους από το χέρι. Δεν τους πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπαν ζωντανή.

Η Grace Budd, με τη μητέρα της και συγγενείς, την εποχή της εξαφάνισής της.

Όταν η Grace δεν επέστρεψε σπίτι το βράδυ, οι Budd ανησύχησαν, αλλά υπέθεσαν πως το πάρτυ είχε τραβήξει σε μάκρος και η κόρη τους κοιμόταν ασφαλής στο σπίτι της αδελφής του κ. Howard. Προσπάθησαν σκληρά να πείσουν τους εαυτούς τους γι’ αυτό, ακόμα και το επόμενο πρωί, όταν δεν εμφανίστηκε η Grace. Τελικά ο Albert Budd αποφάσισε να πάει ο ίδιος στη διεύθυνση που τους είχε αφήσει ο κ. Howard και να αναζητήσει την κόρη του. Σύντομα ανακάλυψε πως η διεύθυνση ήταν ανύπαρκτη: η Colombus έφθανε μόνο μέχρι την 109η Οδό. Έτρεξε στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, απ’ όπου τον έστειλαν στον Γραφείο Εξαφανισθέντων Προσώπων και στον βετεράνο ντετέκτιβ William King. Οι αστυνομικοί βρήκαν την υπόθεση παράξενη και ενδιαφέρουσα ήδη από την αρχή. Δεν τους πήρε πολύ να εξακριβώσουν ότι Frank Howard, αγρότης στο Long Island δεν υπήρχε. Επίσης συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν κανένα στοιχείο για την πραγματική ταυτότητα του απαγωγέα. Ο άντρας είχε φροντίσει να καλύψει καλά τα ίχνη του, προνοώντας ακόμη να πάρει πίσω από τους Budd το τηλεγράφημα που τους είχε στείλει. Προφασίστηκε μια δικαιολογία για διαμαρτυρία στην Τηλεγραφική Υπηρεσία.

Παρ’ όλα αυτά ο King και άλλα μέλη του Γραφείου άρχισαν μια μακρά και δύσκολη έρευνα για το αντίγραφο του τηλεγραφήματος. Ήταν ο μόνος σύνδεσμος που είχαν με τον απαγωγέα της Grace και τρεις υπάλληλοι του Τηλεγραφείου πέρασαν περισσότερες από 15 ώρες ψάχνοντας δεκάδες χιλιάδες αντίγραφα τηλεγραφημάτων, μαζί με τον King, πριν βρουν αυτό που είχε στείλει ο Howard. Το μόνο στοιχείο που ανακάλυψαν ήταν πως είχε σταλεί από ένα γραφείο στο Ανατολικό Χάρλεμ. Η πρώτη τους ιδέα ήταν να ψάξουν κάθε σπίτι στην περιοχή, την εγκατέλειψαν όμως ως ανεφάρμοστη. Ο King εστίασε στη συνέχεια σε έναν άλλο αδύναμο σύνδεσμο, ένα μικρό κεφάλι τυρί και ένα καφασάκι φράουλες που ο Howard είχε αγοράσει για την κ. Budd. Της είχε πει ότι ήταν φρέσκιες από τη φάρμα του. Οι αστυνομικοί χτένισαν το Ανατολικό Χάρλεμ, μέχρι που ανακάλυψαν το delicatessen απ’ όπου ο Howard είχε αγοράσει το τυρί και στη συνέχεια έναν πλανόδιο μανάβη που του είχε πουλήσει τις φράουλες. Ο μανάβης θυμόταν τον άντρα και τον περιέγραψε με λεπτομέρεια, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτε άλλο σημαντικό γι αυτόν. Και αυτό το ίχνος δεν απέδωσε περισσότερα.


Συνεχίζεται

Monday, February 12, 2007

Το "σιδέρωμα" της Σπυριδούλας II



Λαϊκό ίνδαλμα
Η αποκάλυψη των λεπτομερειών του γεγονότος συγκίνησε έντονα την κοινή γνώμη και ο Τύπος δεν άφησε την ευκαιρία χαμένη για να αυξήσει θεαματικά τις πωλήσεις του, απευθυνόμενος εύστοχα στο θυμικό των αναγνωστών. Για περίπου έναν μήνα, οι αθηναϊκές εφημερίδες δημοσίευαν μακροσκελή ρεπορτάζ με αναλυτικές πληροφορίες και πλούσιο φωτογραφικό υλικό για τη ζωή της Σπυριδούλας στο χωριό της και στο σπίτι του ζεύγους Βεϊζαδέ, αφηγήσεις των γονιών, του αδελφού και των γειτόνων της και αναλυτικές περιγραφές από το σύνολο, σχεδόν, των καθημερινών δραστηριοτήτων της στο νοσοκομείο.

Ενδεικτικό του τεράστιου και πρωτοφανούς κοινωνικού ενδιαφέροντος που προκάλεσε η περίπτωσή της, ήταν το γεγονός πως ήδη από τις πρώτες ημέρες χρειάστηκαν να επέμβουν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις για να διαλύσουν τα πλήθη των προσερχόμενων στο νοσοκομείο, ενώ την ίδια στιγμή μεγάλες ποσότητες από δώρα, σοκολάτες και γλυκά πάσης φύσεως, ακόμα και καλλυντικά είχαν συγκεντρωθεί στο θάλαμο όπου νοσηλευόταν η Σπυριδούλα.


Εκδηλώσεις ενθουσιασμού και θερμής συμπαράστασης στο πρόσωπο της Σπυριδούλας,
η οποία σε λίγες ημέρες είχε γίνει το κύριο θέμα της επικαιρότητας…

Επίσης, κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο νοσοκομείο την επισκέφθηκαν βουλευτές, ο δήμαρχος Πειραιά, ο Μητροπολίτης Λάρισας, ηθοποιοί και άλλοι καλλιτέχνες, καθώς και εκπρόσωποι κοινωνικών ιδρυμάτων και φιλανθρωπικών οργανώσεων. Ο πλαστικός χειρουργός Β. Οικονόμου εξέφρασε την επιθυμία να πραγματοποιήσει δωρεάν πλαστική εγχείρηση στα τραύματα της Σπυριδούλας, ενώ και ο γιατρός της βασιλικής οικογένειας, καθηγητής Θ. Δοξιάδης, «επισκέφθηκε στο Τζάνειο την Σπυριδούλα Ράπτη και αφού ενημερώθηκε για την πορεία της υγείας της, την επισκέφθηκε και της εξέφρασε το ενδιαφέρον, τόσο του ιδίου, όσο και των Βασιλέων. Ο καθηγητής μετέφερε στην Σπυριδούλα το ενδιαφέρον του Βασιλιά για ταχεία και πλήρη ανάρρωση και της υποσχέθηκε ότι θα της παρασχεθεί πλήρης ιατροφαρμακευτική περίθαλψη» (εφημερίδα «Η Απογευματινή» - Σάββατο 13 Αυγούστου 1955).

Κινηματογραφιστές πρότειναν να πρωταγωνιστήσει σε ταινία, λόγω της δημοτικότητάς της, ενώ παράλληλα διενεργήθηκαν αλλεπάλληλοι έρανοι για τη συγκέντρωση χρημάτων που θα συνέβαλαν στην αποκατάσταση της υγείας της. Ανάμεσά τους ήταν οι αξιωματικοί και οι ναύτες της 6ης Μοίρας του αμερικανικού Ναυτικού, οι οποίοι πρόσφεραν στην Σπυριδούλα περισσότερα από 1.000 δολ. ώστε να τη βοηθήσουν «να κάνει την προίκα της» (εφημερίδα «Ακρόπολις» - Τετάρτη 17 Αυγούστου 1955).

Ο Γενικός Γραμματέας της Γ.Σ.Ε.Ε. Κ. Μακρής ζήτησε από οικοδόμους, τεχνίτες, ξυλουργούς και άλλες σχετικές ειδικότητες να προσφέρουν δωρεάν εργασία για την ταχεία ανέγερση ενός σπιτιού το οποίο θα δωριζόταν στην Σπυριδούλα. «Με ενθουσιασμό θα αποκαταστήσουμε το κορίτσι που είναι σύμβολο της βιοπάλης» δήλωσε στις 18 Αυγούστου.

Εξάλλου, ένας πολίτης πρότεινε την καθιέρωση του όρου «βεϊζαδισμός» ως συνώνυμου της ωμότητας και της βαρβαρότητας, κάποιος άλλος πρόσφερε μέρος του σώματός του για να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση που θα απαιτούταν πλαστική επέμβαση, ενώ πολλοί πολίτες, με επιστολές τους στις εφημερίδες, ζητούσαν από τους δικαστές να εξαντλήσουν όλη την αυστηρότητά τους και να επιβληθεί στους εγκληματίες η ίδια τιμωρία: κάψιμο με σίδερο! Ακόμα, ένας 17χρονος μαθητής από την Καλαμάτα έκανε, μέσω του Τύπου, πρόταση γάμου στην Σπυριδούλα, με τη συναίνεση μάλιστα της οικογένειάς του (η είδηση δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Απογευματινή» στις 23 Αυγούστου 1955).


Μία ακόμη (σκηνοθετημένη;) φωτογραφία της Σπυριδούλας, που εκείνη την
εποχή είχε εξελιχθεί σε ένα από πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα στην Ελλάδα

Επίσης, η περιπέτεια της Σπυριδούλας, ενέπνευσε τον Αντ. Παπαδημητρίου (κάτοικο του Πειραιά) να γράψει και να δημοσιεύσει το παρακάτω ποίημα, που θυμίζει έντονα το περίφημο τραγούδι «Η Κακούργα Πεθερά» του Ι. Μοντανάρη, που είχε γραφτεί με αφορμή τη δολοφονία του Δ. Αθανασόπουλου (βλέπε σχετικό θέμα στο «Έγκλημα και Τιμωρία» - 18 Σεπτεμβρίου 2006):
«Ακούσατε τι έγινε κοντά στην Παναγίτσα;
Η Αντιγόνη έβαλε το σίδερο στην πρίζα
αφού το ζέστανε καλά, πιάνει την Σπυριδούλα
όπου την πήρε από μικρή για να την έχει δούλα
αφού τη ζέστανε καλά, τη δένει στο κρεβάτι
την σιδερώνει άσπλαχνα στα μούτρα και την πλάτη.
Ολόγυμνη τη γδύσανε επάνω στο κρεβάτι
Και ρίχτηκαν επάνω της σα μανιασμένοι δράκοι.
Ο άντρας της την κράταγε σα λυσσασμένος λύκος
κι εκείνη της σιδέρωνε τα μούτρα και το στήθος.
Άσπλαχνη, δε λυπήθηκες, δεν πόνεσες λιγάκι
σαν άκουσες το δύστυχο κι άτυχο κοριτσάκι
που το εμπιστεύθηκε η μάνα του σ’ εσένα
τ’ αποχωρίστηκε και ήρθε εδώ στα ξένα.
Πολλά καλά της έταζες, πως θα την προστατεύσεις
Και συ, κακούργα, βάλθηκες για να την ξεμπερδέψεις
ήθελα να ‘μουν δικαστής, για να σας δικάσω
τους δυο σας χειροπόδαρα, μαζί να σας κρεμάσω»

Κυκλοφόρησαν ακόμα και σπιρτόκουτα με τη φωτογραφία της Σπυριδούλας στην μπροστινή όψη!…



Χαρακτηριστικό δημοσίευμα της εφημερίδας
«Ελευθερία» στις 14/8/1955




Εξαγνισμός…
Στις αρχές Σεπτεμβρίου και μετά από ένα μήνα παραμονής στο νοσοκομείο, η Σπυριδούλα Ράπτη πήρε εξιτήριο και επέστρεψε στο χωριό της. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, όλοι οι εργαζόμενοι του Τζάνειου την «ξεπροβόδησαν και της ευχήθηκαν κάθε ευτυχία στη ζωή της, ενώ κόσμος που ήταν συγκεντρωμένος την επευφημούσε και της ευχόταν να έχει καλή τύχη».

Η Σπυριδούλα, με τη βοήθεια των νοσοκόμων, κάνει τις πρώτες βόλτες της στους διαδρόμους
του νοσοκομείου, καθώς η κατάσταση της υγείας της σημείωσε γρήγορα θεαματική βελτίωση



Περίπου πέντε μήνες αργότερα, στις 30 και 31 Ιανουαρίου 1956 πραγματοποιήθηκε η δίκη για την υπόθεση, στο Κακουργιοδικείο Λαμίας, που επιλέχθηκε ώστε να μην οξυνθούν περαιτέρω τα πνεύματα στον Πειραιά.

Εντούτοις, και τις δύο ημέρες που κράτησε η ακροαματική διαδικασία, πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο έξω από το δικαστικό μέγαρο και απειλούσε με λιντσάρισμα τον Γιώργο και την Αντιγόνη Βεϊζαδέ. Οι αστυνομικοί τους μετέφεραν με ιδιαίτερη προσοχή και αυξημένα μέτρα προστασίας προς και από την αίθουσα του δικαστηρίου, ενώ οι δικαστικές αρχές απέφευγαν να κοινοποιήσουν την ακριβή ώρα έλευσης των κατηγορουμένων, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν δυσάρεστα επεισόδια.

Πρώτη μάρτυρας ήταν η ίδια η Σπυριδούλα, η οποία στην κατάθεσή της εξιστόρησε τη ζωή της με το ζεύγος Βεϊζαδέ και περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο την έκαψαν με το πυρακτωμένο σίδερο την 1η και 2η Αυγούστου 1955.


Η Σπυριδούλα καταθέτει στο Κακουργιοδικείο Λαμίας
(φωτοτυπία φωτογραφίας, που δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα «Ελευθερία» στις 31/1/1956)

Ακολούθως, ο μάρτυρας κατηγορίας Ν. Ρώτας, γείτονας του ζεύγους Βεϊζαδέ, κατέθεσε ότι «την Τρίτη πριν από την αποκάλυψη του εγκλήματος, κατά τις 9 το βράδυ, ήμουνα στην αυλή του σπιτιού μου και (…) άκουσα τον ήχο ενός χαστουκιού και μετά μια αντρική φωνή να ρωτάει σε ένατονο ύφος που είναι τα λεφτά. Δεν άκουσα κλάματα παιδιού κι έτσι φαντάστηκα πως οι Βεϊζαδέ είχαν κάποιο συζυγικό καυγαδάκι».

Γιατροί και νοσοκόμες του Τζάνειου Νοσοκομείου κατέθεσαν για την κατάσταση στην οποία ήταν η Σπυριδούλα όταν έφτασε στο νοσοκομείο και περιέγραψαν τις προσπάθειες που κατέβαλαν για να σωθεί. Ο ιατροδικαστής Συλλάνταβος επικαλέστηκε την έκθεσή του σχετικά με τα εγκαύματα στο σώμα της Σπυριδούλας και επέμεινε στην άποψή του πως η Σπυριδούλα συγκρατιόταν με τη βία στο τραπέζι την ώρα που οι Βεϊζαδέ της προκαλούσαν τα εγκαύματα με το σίδερο.

Στις απολογίες τους και οι δύο επέμειναν στους αρχικούς τους ισχυρισμούς ότι επρόκειτο για ατύχημα και ο πως ο Γ. Βεϊζαδές δεν συμμετείχε στην πράξη. Η αντ. Βεϊζεδέ, μάλιστα, υποστήριξε ότι η έκταση των εγκαυμάτων στο σώμα της Σπυριδούλας οφειλόταν στο γεγονός ότι «εκύλησε στα σκαλοπάτια, μπερδεύτηκε με το σίδερο και εκάη».

Τελικώς, το δικαστήριο επέβαλε στην Αντιγόνη και τον Γιώργο Βεϊζαδέ ποινή φυλάκισης 5 και 4,5 ετών, αντιστοίχως, για «πρόκληση βαρειών σωματικών βλαβών σε βαθμό κακουργήματος», ενώ επιδίκασε και ποσό 20.000 δρχ. για τη ψυχική οδύνη της Σπυριδούλας. Οι ένορκοι αναγνώρισαν ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν πρόθεση να οδηγήσουν την 12χρονη στην κατάσταση αυτή. Ωστόσο, η (μικρή) διαφορά της ποινής μεταξύ των δύο κατηγορουμένων οφείλεται στο γεγονός πως, σύμφωνα με την ετυμηγορία τους, ο Γ. Βεϊζαδές πριν από την τέλεση του αδικήματος είχε «βίον ηθικόν και έντιμον», ενώ μετά επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια, κάτι που δεν δέχθηκαν για τη σύζυγό του Αντιγόνη. Σημειώνεται, πως σύμφωνα με δημοσίευμα εφημερίδας του Αγρινίου, η Αντ. Βεϊζαδέ, κατά τη διάρκεια της κατοχής είχε εργασθεί για τα SS, κάτι που, αν και δεν διευκρινίστηκε στη δίκη, ίσως βάρυνε στην τελική απόφαση.



Η αναγγελία των ποινών, που επιβλήθηκαν στο ζεύγος Βεϊζαδέ,
στην εφημερίδα «Ελευθερία» της 1ης Φεβρουαρίου 1956


Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν αποσαφηνίστηκε, επίσης, αν πράγματι είχαν αφαιρεθεί τα 50 δολάρια από τη ντουλάπα του ζεύγους και έτσι κάποιες (μη διασταυρωμένες) πληροφορίες, που είδαν το φως της δημοσιότητας εκείνες τις ημέρες, ενίσχυσαν μια άλλη, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, εκδοχή της υπόθεσης: σύμφωνα με αυτές, η Αντ. Βεϊζαδέ είχε εξομολογηθεί ότι γνώριζε πως η Σπυριδούλα δεν είχε κλέψει το χαρτονόμισμα, αλλά την έκαψε για να την… εξαγνίσει από τις αμαρτίες της! Επρόκειτο, δηλαδή, για μια ιδιότυπη μορφή σύγχρονου καθαρτηρίου…

Μετά την έκδοση της απόφασης, οι συνήγοροι υπεράσπισης των Βεϊζαδέ κατέθεσαν αίτηση αναίρεσης της απόφασης στον Άρειο Πάγο, η οποία ωστόσο δεν έγινε δεκτή.

Ο Γιώργος και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ πέθαναν μερικά χρόνια αργότερα, ενώ είναι άγνωστο τι απέγινε η κόρη τους. Η Σπυριδούλα Ράπτη παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου διατηρεί εμπορικό κατάστημα. Τα σημάδια στο σώμα της επουλώθηκαν πλήρως, αλλά μόνο η ίδια γνωρίζει αν έμειναν σημάδια στη ψυχή της!

Η ιστορία, η οποία συντάραξε τη χώρα πριν από μισό αιώνα, δεν έχει ξεχαστεί μέχρι σήμερα και δεν είναι λίγοι εκείνοι που ακόμα μιλούν για το «σιδέρωμα της Σπυριδούλας»…

Σημειώνεται, τέλος, ότι η υπόθεση έχει παρουσιαστεί τόσο στην εκπομπή «Πρώτη Σελίδα» (με συνέντευξη της ίδιας της Σπυριδούλας) του δημοσιογράφου και συγγραφέα Φρέντυ Γερμανού, που προβαλλόταν στην Ε.Ρ.Τ. την περίοδο 1979 – 1988, όσο και στην εκπομπή του «Αντέννα» «Ανατομία ενός εγκλήματος» (την τηλεοπτική περίοδο 1992 – 1993), με τίτλο επεισοδίου «Καθαρτήριο». Ακόμα, σύμφωνα με μία εκδοχή, από την ιστορία αυτή ο Παύλος Σιδηρόπουλος εμπνεύστηκε το όνομα του θρυλικού συγκροτήματος «Σπυριδούλα», που δημιούργησε το 1976.


ΠΗΓΕΣ
-Αρχείο εφημερίδων «Ακρόπολις», «Η Απογευματινή» και «Ελευθερία»
-Πρακτικά δίκης Γιώργου και Αντιγόνης Βεϊζαδέ, Κακουργιοδικείο Λαμίας, 30 και 31 Ιανουαρίου 1956
-Στάθη Βαλούκου: «Η ελληνική τηλεόραση (1967-1998)», εκδόσεις «Αιγόκερως» 1998

Saturday, February 03, 2007

Το "σιδέρωμα" της Σπυριδούλας I






Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η ιστορία της Σπυριδούλας Ράπτη συγκλόνισε την Ελλάδα, προκάλεσε πρωτοφανές ενδιαφέρον σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και ανέδειξε ένα… λαϊκό ίνδαλμα. Η υπόθεση αυτή, μολονότι δεν αφορούσε σε κάποια στυγερή δολοφονία, παραμένει μία από τις χαρακτηριστικότερες στα ποινικά χρονικά της μετεμφυλιακής περιόδου -εμβληματική, επίσης, σχετικά με τα ήθη και τις συνήθειες της εποχής, αλλά και την «ιδιοσυγκρασία» του κοινωνικού σώματος- ενώ μισό αιώνα αργότερα δεν είναι λίγοι εκείνοι που εξακολουθούν να θυμούνται την περιπέτειά της…

Οι γιατροί του Τζάνειου Νοσοκομείου στον Πειραιά έμειναν άναυδοι με το θέαμα που αντιμετώπισαν στις 8 το πρωί της Πέμπτης 4 Αυγούστου 1955. Μπροστά τους στεκόταν, τυλιγμένη σε μια μπλε κουβέρτα, η 12χρονη Σπυριδούλα Ράπτη, με περίεργα σημάδια στο πρόσωπο και τρομαγμένη έκφραση στα μάτια. Η Σπυριδούλα εργαζόταν, τα τελευταία δύο χρόνια, ως υπηρέτρια στο σπίτι του ζεύγους Γιώργου και Αντιγόνης Βεϊζαδέ, στην Καλλίπολη του Πειραιά. Η Αντ. Βεϊζαδέ, μια έντονα θρησκευόμενη γυναίκα και μητέρα ενός κοριτσιού 2,5 ετών, που συνόδευε την Σπυριδούλα, εξήγησε πως η μικρή κάηκε όταν έπεσε πάνω της μια κατσαρόλα με καυτό νερό.

Οι γιατροί αφαίρεσαν την κουβέρτα και διαπίστωσαν πως πολλά σημεία του σώματός της έφεραν εκτεταμένα εγκαύματα, τα οποία είχαν «ζωή» τουλάχιστον δύο ημερών και υπήρχε κίνδυνος να μολυνθούν. Επιπλέον, η Σπυριδούλα παρουσίαζε υψηλό πυρετό και είχε έντονους πόνους. Αμέσως, την τοποθέτησαν γυμνή σε ειδικό κρεβάτι με ξύλινο σκελετό σκεπασμένο με κουβέρτες, καθώς τα σεντόνια κολλούσαν στις πληγές της, ενώ παράλληλα της παρείχαν διαρκώς ορούς. Η Αντ. Βεϊζαδέ ρώτησε τους γιατρούς αν θα μπορούσε να μείνει κοντά στην 12χρονη και τις δύο επόμενες ημέρες την επισκεπτόταν τακτικά στο δωμάτιό της, φέρνοντας φαγητά, φρούτα και φάρμακα.

Το βράδυ της Παρασκευής, όταν η κατάσταση της Σπυριδούλας είχε βελτιωθεί και η ίδια ήταν σε θέση να μιλήσει, η νοσοκόμος Φ. Λέκκα ζήτησε το ιστορικό της. Η Σπυριδούλα, αρχικώς, επανέλαβε την ιστορία με το καυτό νερό αλλά λίγο αργότερα, απαλλαγμένη και από το φόβο της παρουσίας της Αντ. Βεϊζαδέ, αποκάλυψε την αλήθεια, που γέμισε φρίκη τόσο την Φ. Λέκκα, όσο και τους γιατρούς οι οποίοι ενημερώθηκαν αμέσως μετά.

Με το σίδερο…

Ο Γ. Βεϊζαδές, συνιδιοκτήτης του νυκτερινού κέντρου (καμπαρέ) «Τζων Μπουλ» στην περιοχή της Τρούμπας του Πειραιά, συναλλασσόταν τακτικά με αξιωματικούς και ναύτες από τα αμερικανικά πλοία που, κατά καιρούς, προσόρμιζαν στο Φάληρο και το λιμάνι της πόλης, οι οποίοι σύχναζαν το μαγαζί του. Το βράδυ της 31ης Ιουλίου, διαπίστωσε πως έλειπε από την ντουλάπα του σπιτιού ένα χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων, σημαντικό ποσό εκείνη την εποχή.

Υπέθεσε πως υπεύθυνη για την απώλεια αυτή ήταν η Σπυριδούλα. Αυτή το αρνήθηκε, αλλά οι Βεϊζαδέ επέμειναν και μάλιστα άρχισαν να την κτυπούν με τα χέρια και ένα ξύλινο αντικείμενο.

Το επόμενο πρωί, επανήλθαν στις απαιτήσεις τους, αλλά η Σπυριδούλα απαντούσε σταθερά πως δεν είχε ιδέα. Τότε, ο Γ. Βεϊζαδές την απείλησε πως αν δεν ομολογήσει με τη θέλησή της «έχει ένα μέσο που θα την κάνει να μιλήσει». Το βλέμμα της Σπυριδούλας έπεσε πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, το οποίο αν και δεν ήταν στρωμένο για σιδέρωμα, εντούτοις το ηλεκτρικό σίδερο ήταν στην πρίζα και ζεσταινόταν.



Ο Γιώργος και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ

Μαζί με τη σύζυγό του την έγδυσαν και με τη βία την έδεσαν ανάσκελα, πάνω στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού. Η Αντ. Βεϊζαδέ την κράτησε από τους ώμους, ενώ ο άντρας της πήρε το πυρακτωμένο σίδερο και το ακούμπησε στα γυμνά πόδια της Σπυριδούλας. Αυτή ούρλιαξε από τον πόνο και η Αντ. Βεϊζαδέ, για να μην ακούγεται, της έβαλε ένα πανί στο στόμα. Ο Γ. Βεϊζαδές ζήτησε ξανά να του αποκαλύψει πού είχε κρύψει τα χρήματα, αλλά η Σπυριδούλα προσπαθούσε να τους πείσει πως δεν ήξερε για τί πράγμα της μιλούσαν.

Κατόπιν, της έκαψαν τα χέρια, ενώ ο Γ. Βεϊζαδές επαναλάμβανε πως θα την έκαιγαν ολόκληρη αν δεν τους έλεγε το σημείο όπου βρίσκονταν τα λεφτά. Επί 36 ώρες, ο Γ. Βεϊζαδές με τη βοήθεια της γυναίκας του, έκαιγε διαδοχικά με το καυτό σίδερο, το σώμα και την πλάτη της Σπυριδούλας. Όταν η Σπυριδούλα λιποθυμούσε από τους πόνους, η κακοποίηση σταματούσε, αλλά μόλις η μικρή συνερχόταν, άρχιζε ξανά. Το βράδυ της Τρίτης, η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Το ζεύγος Βεϊζαδέ σταμάτησε και κλείδωσε την Σπυριδούλα στο δωμάτιό της, χωρίς να της δώσει όλο αυτό το διάστημα φαΐ και νερό.

Η Σπυριδούλα έμεινε σ’ αυτή την κατάσταση όλη την Τετάρτη. Τα εγκαύματά της ήταν τρομερά και η ίδια σφάδαζε από τους πόνους. Το ζεύγος Βεϊζαδέ φοβήθηκε πως υπήρχε κίνδυνος να πεθάνει στο σπίτι και έτσι, το πρωί της Πέμπτης, την μετέφεραν στο νοσοκομείο, «εφευρίσκοντας» την εκδοχή του καυτού νερού. Επιπλέον, την απείλησαν να μην μιλήσει γιατί «θα την έκαιγαν με βενζίνη». Σημειώνεται πως, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής «από ημερών κατά τις μεσημβρινές ώρες ακούγονταν από ένα σπίτι στο τέρμα της οδού Αλικαρνασσού πνιγμένα ουρλιάσματα πόνου. Ήταν οι σπαρακτικές φωνές ενός παιδιού. Μετά ακούγονταν ένα κλάμα και στη συνέχεια και πάλι υπόκωφες σπαρακτικές κραυγές. Οι περίοικοι, όπως ήταν φυσικό, άρχισαν να ανησυχούν και να αναρωτιούνται τι συνέβαινε μέσα σ’ αυτό το σπίτι (…). Ωστόσο, κανείς από τους γείτονες δεν σκέφτηκε κάτι κακό, γιατί τόσο η σύζυγος του Βεϊζαδέ όσο και ο ίδιος δεν έδειχναν καμία ανησυχία και νευρικότητα. (…)» (εφημερίδα «Ακρόπολις» - Κυριακή 7 Αυγούστου 1955). Εξάλλου, ο Γιώργος και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ «στη γειτονιά έδιναν την εντύπωση ενός αρμονικού ζευγαριού, που ήταν αφοσιωμένο στην ανατροφή του μικρού κοριτσιού του. Το έπαιρναν διαρκώς μαζί, συνεχώς έβγαιναν και διασκέδαζαν και ο Βεϊζαδές έδειχνε ότι λάτρευε τη σύζυγό του» (εφημερίδα «Η Απογευματινή» - Πέμπτη 11 Αυγούστου 1955).



Η Σπυριδούλα με εμφανή τα σημάδια από τα εγκαύματα που της προκάλεσαν οι Βεϊζαδέ

Μόλις οι γιατροί πληροφορήθηκαν όσα είχε αποκαλύψει η Σπυριδούλα ειδοποίησαν, με απόλυτη μυστικότητα, την αστυνομία. Στο νοσοκομείο στάλθηκε ένας αστυνομικός, με πολιτική περιβολή, ο οποίος την επόμενη ημέρα συνέλαβε την Αντ. Βεϊζαδέ, όταν αυτή έφτασε στο νοσοκομείο, φέρνοντας φαγητό για την Σπυριδούλα. Αρχικώς, επέμεινε στην εκδοχή του καυτού νερού, αλλά αργότερα ομολόγησε την πράξη της, υποστηρίζοντας ωστόσο πως επρόκειτο για ατύχημα. Επιπλέον, προσπάθησε να απαλλάξει τον άντρα της από τις κατηγορίες, λέγοντας πως την ώρα του περιστατικού έλειπε από το σπίτι. «Ήμουν μόνη στο σπίτι και ενώ σιδέρωνα το απόγευμα της Τετάρτης μπήκε στο δωμάτιο η Σπυριδούλα» υποστήριξε ενώπιον του ανακριτή. «Μόλις την είδα εκνευρίστηκα γιατί επί μέρες με παίδευε για να μου υποδείξη το σημείο που είχε κρύψει το χαρτονόμισμα. (…) Μέσα στον εκνευρισμό μου την έπιασα από το χέρι, την τράβηξα κοντά μου, σήκωσα το ηλεκτρικό σίδερο πάνω της και τη φοβέρισα. Της είπα να μου πει που είχε το χαρτονόμισμα γιατί θα την έκαιγα. Αυτή έβαλε τα κλάματα και τις φωνές και χύθηκε πάνω μου για να μου πάρει το σίδερο (…). Ακολούθησε πάλη και σε μια στιγμή, η μικρή έπεσε κάτω και πάνω της το σίδερο. Έτσι έγιναν τα εγκαύματα που έχει στο κορμί της. Εγώ δεν της ακούμπησα το σίδερο. Και εγώ και ο άνδρας μου πάντοτε την κοιτάζαμε. Δεν της έλειπε τίποτα και φροντίζαμε να μην την κουράζουμε με πολλές δουλειές. (…) Η Σπυριδούλα είναι ένα πονηρό και ευφάνταστο κορίτσι. Όλα αυτά που λέει είναι ψέματα, φανταστικά».

Από την πλευρά του, και ο Γ. Βεϊζαδές ισχυρίστηκε ότι ήταν εντελώς αμέτοχος στον βασανισμό της Σπυριδούλας. Στον ανακριτή δήλωσε πως «όταν έγινε το κακό, δεν ήμουνα σπίτι. Όταν γύρισα έμαθα από τη γυναίκα μου τα συμβάντα. Φαίνεται ότι η γυναίκα μου είχε εκνευρισθεί διότι η μικρή την κορόιδευε επί μέρες και ενώ ομολόγησε ότι αυτή είχε κλέψει το χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων, δεν της υπεδείκνυε το μέρος που το είχε κρύψει. Μόλις είδα σε τι κατάσταση βρισκόταν η μικρή, έσπευσα να την μεταφέρω στο νοσοκομείο. Αν είχα κάνει κακό, θα την πήγαινα σε κλινική ή θα την νοσήλευα στο σπίτι;» (και οι δύο απολογίες, που δόθηκαν το πρωί της Τρίτης 9 Αυγούστου, δημοσιεύτηκαν στις αθηναϊκές εφημερίδες την επόμενη ημέρα).




Ο Γιώργος Βεϊζαδές (αριστερά) και η σύζυγός του Αντιγόνη προσάγονται
στον ανακριτή για να απολογηθούν για τις πράξεις τους


Ωστόσο, ο ιατροδικαστής Συλλάνταβος, ο οποίος εξέτασε τα τραύματα, διέψευσε τους ισχυρισμούς του ζεύγους Βεϊζαδέ. Σε δηλώσεις τους προς τους δημοσιογράφους το απόγευμα της 9ης Αυγούστου ανέφερε ότι η Σπυριδούλα έφερε εγκαύματα 1ου, 2ου και 3ου βαθμού στο πρόσωπο, τον τράχηλο, το θώρακα, την κοιλιά και τα άνω και κάτω άκρα, καθώς και εκχυμώσεις στο μέτωπο, τα βλέφαρα, τους μηρούς και τις κνήμες, ενώ στην έκθεση που συνέταξε τις επόμενες μέρες και υπέβαλε στην εισαγγελία Πειραιά κατέληγε χαρακτηριστικά: «Τα εγκαύματα έχουν επάλληλον διάταξιν κλιμακοειδούς τύπου και καλύπτουν το 60-65% της επιφανείας του σώματός της. Ίνα προξενηθούν τα εγκαύματα τούτα, το θύμα καθηλώθη υπό δύο αλληλοβοηθουμένων προσώπων».

Ο Γιώργος και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της πρόκλησης «βαριών σωματικών βλαβών» και προφυλακίστηκαν στις φυλακές των Βούρλων και Αβέρωφ, αντιστοίχως. Επισημαίνεται πως, περίπου, ένα μήνα νωρίτερα -στις 17 Ιουλίου- από τις φυλακές των Βούρλων είχαν αποδράσει 27 στελέχη του, παράνομου τότε, Κ.Κ.Ε., απόδραση η οποία έκτοτε θεωρείται η θρυλικότερη στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας.




Η ιστορία της Σπυριδούλας
Το Σάββατο 6 Αυγούστου, η Σπυριδούλα είχε μια ολιγόλεπτη συνομιλία με τους δημοσιογράφους, στους οποίους μεταξύ άλλων είπε: «Είμαι από την Ματαράγκα του Αγρινίου. Οι γονείς μου έχουν ακόμα άλλα επτά παιδιά. Ήρθε η Αντιγόνη Βεϊζαδέ στην Ματαράγκα και ζητούσε να πάρει ένα μικρό κοριτσάκι για να προσέχει το μωρό της και να την βοηθάει λίγο στο σπίτι. Δήλωνε ότι το κοριτσάκι που θα την ακολουθήσει θα κάνει την τύχη του και δεν θα το ξεχωρίζει από το δικό της παιδί. Οι γονείς μου είναι φτωχοί άνθρωποι και έτσι ξεγελάσθηκαν και με έδωσαν. Έμεινα μαζί τους δύο χρόνια. Φρόντιζα το παιδί, καθάριζα, σφουγγάριζα, έπλενα, κουβάλαγα τα ψώνια του σπιτιού (…). Έκανα υπομονή και δε μιλούσα. Το αφεντικό μου, ο Γιώργος Βεϊζαδές δούλευε σε μπαρ. Περνούσαν καλά στο σπίτι. (…)» (εφημερίδα «Ακρόπολις» - Κυριακή 7 Αυγούστου 1955).



Η Σπυριδούλα και (δεξιά) η μητέρα της

Τις επόμενες ημέρες, έφτασαν στον Πειραιά οι συντετριμμένοι γονείς της Σπυριδούλας, καθώς και μερικά από τα αδέλφια της για να της συμπαρασταθούν. Το Σάββατο 13 Αυγούστου, ο πατέρας της Κώστας, θα μιλήσει στους δημοσιογράφους για τη γνωριμία της οικογένειας Ράπτη με το ζεύγος Βεϊζαδέ και θα δώσει την εκδοχή του για τα γεγονότα που μεσολάβησαν ως τον Αύγουστο του 1955:

«(…) Τους Βεϊζαδέ τους ξέραμε. Είχαν μείνει σε φιλικά σπίτια (σ.σ.: στο χωριό Ματαράγκα). Έπειτα, μου μίλησαν και οι δύο πάρα πολύ. Μου υποσχέθηκαν ότι θα ευτυχήσει το παιδί μου. Εμείς είμαστε φτωχοί άνθρωποι, εγώ συνταξιούχος χωροφύλακας. Με ξεγέλασαν. Μου είπαν ότι και οι δύο είναι τραπεζικοί υπάλληλοι και ότι κοντά στο δικό τους παιδί θα έχουν και το δικό μας, σαν πιο μεγάλη αδελφούλα του. Μάλιστα, εκείνη μας έδωσε και 80 δρχ. για τα έξοδα του παιδιού. Μου είπαν ότι, αν έρθω στον Πειραιά, δεν θα το γνωρίσω…

»Όταν έφυγε η Σπυριδούλα, είχαμε τακτική αλληλογραφία. Μου γράφανε και οι δυο τους πως το παιδί είναι μια χαρά. Μα έπρεπε, λίγο, να το αφήσουμε μόνο του για να συνηθίσει στα ξένα χέρια. Έκανα ένα χρόνο να το δω. Πήγα, τέλος, και κτύπησα την πόρτα τους. Άνοιξε το μικρό και πήδηξε με λαχτάρα στην αγκαλιά μου. Το είδα αδύνατο και χλωμό, αλλά η Βεϊζαδέ μου είπε πως φταίει η αλλαγή του κλίματος και ότι αγωνίζονται να το ταΐσουν αλλά αυτό δεν τρώει όσο ένα παιδί. Καμιά κακή σκέψη δεν πέρασε από το μυαλό μου…

»Αυτή η ίδια σκηνή επαναλαμβανόταν κάθε φορά που πήγαινα στο σπίτι των Βεϊζαδέ. Ποτέ δεν με άφηναν να δω μόνο του το παιδί. Κάθε φορά το έβλεπα πιο κουρασμένο, πιο αδύνατο.






Η Σπυριδούλα στο Τζάνειο Νοσοκομείο, με τον πατέρα
της (αριστερά) και ένα από τα αδέλφια της (δεξιά)

»Πριν από τρεις μήνες, ήρθα πάλι και το είδα σπίτι τους. Μου έδωσαν 80 δρχ., ένα παλιό πουκάμισο και ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια. Ήταν μεσημέρι και με κάλεσαν να φάω μαζί τους. Φώναξαν και την Σπυριδούλα. Έτρωγε με βουλιμία. Δεν προλάβαιναν να της γεμίζουν το πιάτο με φαΐ και αυτή το εξαφάνιζε. Η Βεϊζαδέ μου είπε πως τον τελευταίο καιρό της είχε ανοίξει η όρεξη. Ωστόσο, όπως μου είπε σήμερα το παιδί, αυτή ήταν η μοναδική φορά που έφαγε όσο ήθελε. Τις άλλες φορές σηκωνόταν από το τραπέζι πεινασμένη, αφού πρώτα έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού» (αθηναϊκές εφημερίδες – Κυριακή 14 Αυγούστου 1955).






Συνεχίζεται