Οι δίκες
Το φθινόπωρο του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε η δίκη για την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τρεις ψυχίατροι, οι οποίοι είχαν εξετάσει την Ν. Μπέικερ, κατέθεσαν πως η κατηγορουμένη σκότωσε τα παιδιά της υπό το κράτος ψυχογενούς μελαγχολίας σοβαρής μορφής. Με τον στραγγαλισμό τους πίστευε πως διέπραττε μια «κατ’ επέκταση αυτοκτονία», ευεργετώντας τόσο τον εαυτό της όσο κι αυτά. Οι ένορκοι αποδέχτηκαν ότι η Ν. Μπέικερ εγκλημάτησε υπό το κράτος πλήρους σύγχυσης και το δικαστήριο αποφάσισε τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρείο και όχι στις φυλακές.
Όμως, ο εισαγγελέας ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση πεπλανημένη και λίγο αργότερα ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωσε πως η πρότασή του είχε γίνει δεκτή και η δίκη θα επαναλαμβανόταν. Στο διάστημα που μεσολάβησε, η Ν. Μπέικερ μελετούσε στο κελί την Βίβλο, δεν έδειχνε σημάδια μεταμέλειας, ενώ εμφανιζόταν αδιάφορη για τη ζωή της. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν, λίγες μέρες πριν από την εναρκτήρια ημέρα της δεύτερης δίκης, την επισκέφθηκε ο συνήγορός της Στ. Τριανταφύλλου και την ρώτησε με ποια ποινή φυλάκισης θα ήταν ικανοποιημένη, εκείνη απάντησε κυνικά: «Θέλω να πεθάνω».
Ο πατέρας της Ν. Μπέικερ (αριστερά) με τους συνηγόρους υπεράσπισής της Στ. Τριανταφύλλου (στο μέσον) και Τ. Θεοφανόπουλο, λίγο πριν από την πρώτη δίκη
Την άνοιξη του 1962, η Ν. Μπέικερ κάθισε ξανά στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αυτή τη φορά στο Κακουργιοδικείο Πειραιά. Στις καταθέσεις τους, τόσο ο Τζ. Μπέικερ όσο και η Β. Σιταρά αρνήθηκαν πως διατηρούσαν ερωτικό δεσμό και έκαναν λόγο για φιλική σχέση. Πάντως, ο Τζ. Μπέικερ στην κατάθεσή του παραδέχτηκε πως την ημέρα του εγκλήματος «είχα πάει με την Σιταρά μια εκδρομή στην Πεντέλη και μετά πήγαμε στον κινηματογράφο». Από την πλευρά της, η οικιακή βοηθός του ζευγαριού Μαρία Βλάχου περιέγραψε την Ν. Μπέικερ ως «υπόδειγμα μητέρας και συζύγου».
Έντονο προβληματισμό προκάλεσαν οι τοποθετήσεις τεσσάρων ψυχιάτρων, που συγκρούσθηκαν ως προς το εάν η κατηγορουμένη είχε συνείδηση ή όχι των πράξεών της. Ο καθηγητής Ψυχιατρικής Κ. Κωνσταντινίδης, ο οποίος είχε εξετάσει την Ν. Μπέικερ τέσσερις φορές κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι «κατά την διάπραξη του εγκλήματος, η κατηγορουμένη έπασχε από σοβαρή ψυχική πάθηση μετά μελαγχολίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να δημιουργηθεί μια νοσηρά κατάσταση. (…) Την ώρα που διέπραττε το έγκλημα δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς της και ήταν σε τέτοια κατάσταση συγχύσεως, ώστε να έχει καταργηθεί εντελώς ο καταλογισμός της. Πιστεύω ακράδαντα ότι λίγες ημέρες πριν από το έγκλημα η κατάστασή της χειροτέρευσε και εγκλημάτησε κάτω από το κράτος μιας αγχώδους μελαγχολίας».
Ο ψυχίατρος Κ. Μπούκης υποστήριξε πως «η κατάθλιψη υπήρχε δύο ή τρεις ημέρες πριν από το έγκλημα. (…) Αν δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την πρόθεσή της να αυτοκτονήσει οφείλεται στο γεγονός ότι το ψυχικό της σθένος είχε εξασθενήσει από τους αλλεπάλληλους στραγγαλισμούς», ενώ παρόμοια ήταν και η τοποθέτηση του υφηγητή Ψυχιατρικής Μ. Στριγγάρη, ο οποίος σημείωσε ότι η κατηγορουμένη «εγκλημάτησε κάτω από το κράτος μιας νοσηράς καταστάσεως».
Καθοριστική, ωστόσο, για την έκβαση της δίκης στάθηκε η κατάθεση του ψυχιάτρου Χ. Μικρόπουλου, ο οποίος την είχε εξετάσει μόλις δύο ημέρες μετά το έγκλημα: «Νομίζω ότι η κατηγορουμένη είχε αντίληψη του τι έκανε, αλλά διέπραξε το έγκλημα ακριβώς επειδή είχε ανώριμη προσωπικότητα και δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στη ζωή μαζί με τον σύζυγό της» τόνισε χαρακτηριστικά. «Ήταν τύπος σχιζοειδής. Η Μπέικερ ήταν κλειστός χαρακτήρας. (…) Δεν μπορούσε να εκφρασθεί και να αντιδράσει σε ό,τι έκανε ο άντρας της, (…) να του πει να αλλάξει τρόπο ζωής, ούτε καν να εξωτερικεύσει τον πόνο της. (…) Θα μπορούσε να σκοτώσει τον σύζυγό της, αλλά θεωρούσε ότι δεν άξιζε αυτός μια τέτοια τιμωρία. Ήθελε να αυτοκτονήσει. Αυτή ήταν η βαθύτερη επιθυμία της. (…) Αλλά θα άφηνε έτσι πίσω της τα παιδιά. Θα έπεφταν στα χέρια του συζύγου της. Θέλησε λοιπόν να τα λυτρώσει (…). Με την πράξη της αυτή ήθελε να εκδικηθεί και τον άπιστο σύζυγό της».
Η Ν. Μπέικερ, σε δύο χαρακτηριστικές στιγμές από τη δεύτερη δίκη
Στην απολογία της, η Ν. Μπέικερ δεν έδειξε καμιά μεταμέλεια για τα εγκλήματά της, υποστήριξε (αλλά χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία) ότι ο σύζυγός της ήταν βίαιος και πως η ίδια ήθελε να επιστρέψει στις Η.Π.Α. με τα παιδιά, αλλά δεν την άφηνε. «Τον φοβόμουν τον άντρα μου. Με κτυπούσε» είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε: «Σκότωσα τα παιδιά μου γιατί ήθελα να αναγκάσω τον άντρα μου να μην με κτυπά».
Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε το έγκλημα «αποτρόπαιο», τόνισε πως «η κατηγορουμένη την ώρα που διέπραττε το έγκλημα είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς της» και ζήτησε να κηρυχθεί ένοχη ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, με το ελαφρυντικό της μέτριας σύγχυσης. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και οι συνήγοροι Πολιτικής Αγωγής, ενώ από την πλευρά τους, οι συνήγοροι υπεράσπισης προσπάθησαν να πείσουν τους ενόρκους να επαναλάβουν την ετυμηγορία της πρώτης δίκης (πλήρη σύγχυση της Ν. Μπέικερ).
Τελικώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ν. Μπέικερ διέπραξε τους φόνους σε βρασμό ψυχικής ορμής και με το ελαφρυντικό της μέτριας σύγχυσης, της επέβαλε ποινή κάθειρξης 16 ετών.
Στιγμιότυπο από τη δεύτερη δίκη: όρθιος διακρίνεται ο συνήγορος υπεράσπισης Στ. Τριανταφύλλου. Στο βάθος, σκυφτή, η Ν. Μπέικερ με τα χέρια στο πρόσωπό της.
Δύο χρόνια αργότερα, έλαβε χάρη και επέστρεψε στις Η.Π.Α. Σύμφωνα με τους δημοσιογράφους Ν. Κακαουνάκη και Ερρ. Μπαρτζινόπουλο, λίγα χρόνια μετά, έστειλε μια επιτολή στο δικηγόρο της Στ. Τριανταφύλλου στην οποία ανέφερε πως ήταν πια καλά, ότι νοσταλγεί την Ελλάδα και επιθυμούσε να την επισκεφθεί ξανά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο γράφων την εντόπισε τηλεφωνικώς στις Η.Π.Α., αλλά η ίδια, επιμόνως, αρνήθηκε να μιλήσει για την υπόθεση και για τη ζωή της εκεί.
Μια ταινία
Το 1978, ο διάσημος σκηνοθέτης Ζυλ Ντασέν, εμπνευσμένος από την υπόθεση της Ν. Μπέικερ, γύρισε την ταινία «A dream of passion» (ελληνικός τίτλος «Κραυγή γυναικών» ή «Η άλλη Μήδεια»). Η Μάγια (Μελίνα Μερκούρη) μια μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιός, που πρόκειται να πρωταγωνιστήσει σε παράσταση της «Μήδειας» του Ευριπίδη, έρχεται αντιμέτωπη με την Ν. Μπέικερ (Μπρέντα στην ταινία, το ρόλο ερμήνευσε η Έλεν Μπερνστιν), η οποία βρίσκεται στις φυλακές Κορυδαλλού, για το φόνο των τριών παιδιών της. Η Μάγια κερδίζει σιγά-σιγά την εμπιστοσύνη της Μπρέντα και αναπτύσσει μαζί της μια ουσιαστική σχέση, περισσότερο ψυχολογική.
Η αφίσα της ταινίας
«Η ταυτόχρονη κραυγή των δύο γυναικών -της Μάγιας, την ώρα που σηκώνει το μαχαίρι για να σκοτώσει τα παιδιά της στη θεατρική παράσταση, και της Μάγιας, που προσεύχεται μέσα στη φυλακή- παίρνει μια σημασία συμβολική και γίνεται η κραυγή της σύγχρονης γυναίκας, που βρίσκεται σ’ έναν κόσμο καταπιεστικό» θα γράψει για την ταινία ο Ν. Φενέκ-Μικελίδης (εφ. «Ελευθεροτυπία», 30/10/1978), ενώ η κριτικός Μαριάν Μακντόναλντ θα σημειώσει πως στην ταινία αυτή το κοινό «δεν αναγνωρίζει τη σύγχρονη εποχή που κρύβεται πίσω από τον αρχαίο μύθο, αλλά αντίθετα βλέπει τον αρχαίο μύθο στη σύγχρονη εποχή».
Μια σκηνή από την ταινία. Αριστερά, η Μελίνα Μερκούρη και δεξιά, η Έλεν Μπέρνστιν
Η ταινία, μια ελληνοελβετική συμπαραγωγή, εκπροσώπησε επίσημα την Ελλάδα στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ Κανών του 1978.
Το γράμμα της Ν. Μπέικερ προς τον άντρα της
Βαρέθηκα πια να ακούω κάθε βράδυ και από ένα ψέμα από το στόμα σου. Τώρα πληρώνουν και αυτά για τη φοβερή τακτική σου, πληρώνεις και εσύ. Θα έπρεπε, βέβαια, να τα σκεφτείς όλα αυτά πιο μπροστά. Θα έπρεπε να το φανταστείς πως μια μέρα ίσως τα πράγματα να έφθαναν σε αυτό το τραγικό τέλος. Δεν φταίω εγώ, αλλά εσύ που είχες υποχρέωση να τα σκεφθείς πριν αρχίσεις τα όργιά σου. Θα μου πεις πως μπορούσα να έχω λύσει και εγώ πιο μπροστά αυτό το ζήτημα εδώ και εννέα χρόνια. Τότε θα ήταν πολύ εύκολο και δεν θα έφθανα να αφαιρέσω τη ζωή τόσων πλασμάτων που δεν έφταιξαν. Το ήξερα πως θα μου άρχιζες το γυναικοκυνήγι κάποτε και πως δεν θα το άντεχα. Το πιοτό μπορώ να το αντέξω, ποτέ όμως τα όργιά σου που τόσο με είχαν πληγώσει. Τώρα, αν εκείνη είναι τόσο πιο ελκυστική από μένα και σου χαρίζει ωραιότερες στιγμές, ας σε κρατήσει. Ας υποχρεωθεί να πλένει εκείνη τα κοκκινάδια από το πουκάμισό σου. Εγώ βαρέθηκα πια, δεν είναι δυνατόν να αντέξω σε αυτή τη ζωή. Γι αυτό θέλησα να της θέσω τέρμα, παίρνοντας μαζί μου αυτά που είχε φέρει στον κόσμο. Θα μπορούσα, βέβαια, να τα αφήσω να ζήσουν γυρίζοντας μαζί τους στην Αμερική, όπου είχε μέρος να μείνω και να τα μεγαλώσω μακριά από τα καμώματά σου, αλλά δεν τα κατάφερνα και πάλι να φύγω γιατί θα άρχιζες τις υποσχέσεις σου και θα μου γύριζες τα μυαλά. Είσαι τόσο παράξενος, όμως, που δεν μπορεί κανείς να βασισθεί σε σένα. Δεν θα ωφελούσε, λοιπόν, μια τέτοια απόφασή μου επιστροφής στην Αμερική γιατί θα ναυαγούσε με την επέμβασή σου. Ξέρεις να τα κανονίζεις όλα με το μαλακό, πάντοτε όμως για τον εαυτό σου, χωρίς να λαμβάνεις και τον άλλο υπ’ όψη σου.
Έκανα υπομονή χρόνια ολόκληρα. Πίστευα στα λόγια σου, πως δεν ήταν τίποτα και ότι εξακολουθούσες να μου είσαι πιστός. Με γελούσες με τα γλυκόλογά σου, τώρα όμως πάνε τα ψέματα. Είναι καιρός που τα ξέρω όλα, δεν με γελάς. Ξέρω τι έκανες κάθε βράδυ με εκείνη ή εκείνες. Τώρα που δεν έχεις πια κανένα να ασχοληθείς μπορείς χα! χα! να συνεχίσεις τα όργιά σου. Κανείς δεν θα σε γκρινιάζει. Γλέντα όσο θέλεις και όπως θέλεις. Εγώ και τα παιδιά θα είμαστε μακριά και δεν θα βλέπουμε το κατάντημά σου».
(επίσημη μετάφραση της επιστολής, όπως περιλήφθηκε στη δικογραφία της υπόθεσης - από το αρχείο του γράφοντα).
ΠΗΓΕΣ
-εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»
-εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»
-Ν. Κακαουνάκη – Ερρ. Μπαρτζινόπουλου: «Μεγάλες δίκες στην Ελλάδα», Αθήνα 1971
-Ευριπίδη: «Μήδεια» (εκδόσεις Κάκτος, 1992), μετάφραση Τ. Ρούσσου
-«Jules Dassin» (έκδοση του 34ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης), επιμέλεια Αχ. Κυριακίδη
-Δημήτρη Κολιοδήμου: «Λεξικό ελληνικών ταινιών – από το 1914 μέχρι το 2000» (εκδόσεις Γένους, 2001)
-φωτογραφίες: αρχείο Πρακτορείου «Ηνωμένοι Φωτορεπόρτερ»
No comments:
Post a Comment