«Παρόλο που γνωρίζω
ποια φρίκη θα τολμήσω, πιο μεγάλος
είναι ο θυμός από τα λογικά μου»
Ευριπίδη: «Μήδεια» (στίχοι 1077-1079)
Το βράδυ του Σαββάτου 27 Μαΐου 1961 είναι μία ακόμα ζεστή, ανοιξιάτικη βραδιά και οι Αθηναίοι σπεύδουν να το εκμεταλλευτούν. Τα αυτοκίνητα πλημμυρίζουν την παραλιακή λεωφόρο Ποσειδώνος, τα νυκτερινά κέντρα γεμίζουν και η μουσική ξεχύνεται από παντού.
Όμως σε μια μονοκατοικία του Καλαμακίου Αττικής, η ατμόσφαιρα είναι εντελώς διαφορετική. Η 28χρονη Αμερικανίδα Νίτα Μπέικερ, σύζυγος του Αμερικανού λοχία στη βάση Ελληνικού Τζόελ Μπέικερ, φωνάζει τα τρία της παιδιά -δύο κορίτσια και ένα αγόρι- από τον κήπο, όπου παίζουν. Έχει αρχίσει να νυχτώνει. Τους δίνει από ένα κομμάτι πουτίγκα κι ύστερα τα οδηγεί στα δωμάτιά τους για να κοιμηθούν. «Κοιμηθείτε, γιατί αύριο θα πάμε πολύ μακριά» τους λέει. Μετά, επιστρέφει στην κουζίνα, κάθεται στο τραπέζι και ανοίγει τη Βίβλο. Τη ξεφυλλίζει και στέκεται στην «Επί του Όρους ομιλία». Υπογραμμίζει τα σημεία που αναφέρονται στη μοιχεία και μετά σε ένα λευκό χαρτί γράφει ένα σύντομο γράμμα προς τον άντρα της. Στο βλέμμα της είναι φανερό πως έχει πάρει τις αποφάσεις της…
Αφήνει στο τραπέζι το ιδιόχειρο κείμενο και την Βίβλο ανοιχτή στη σελίδα με το σημειωμένο απόσπασμα και κατευθύνεται στο υπνοδωμάτιο, όπου κοιμάται η μικρή της κόρη, ηλικίας μόλις 2,5 ετών. Στα χέρια της κρατά ένα κορδόνι. Πλησιάζει την κούνια, που βρίσκεται το κοριτσάκι, με αργές και ψύχραιμες κινήσεις τυλίγει το κορδόνι στο λαιμό του παιδιού και το σφίγγει. Όταν βεβαιώνεται πως το παιδί έχει πεθάνει, πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο, όπου τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της- το αγοράκι και το μεγαλύτερο κορίτσι- είναι βυθισμένα στον ύπνο. Για λίγα δευτερόλεπτα στέκεται πάνω τους και μετά παίρνει πάλι το κορδόνι. Στραγγαλίζει το κοριτσάκι και πλησιάζει στο μέρος του αγοριού. Εκείνο ξυπνά. Η γυναίκα το πιάνει από το λαιμό και τον σφίγγει. Το αγόρι προσπαθεί να αντιδράσει, αλλά η δύναμη της μητέρας του είναι ισχυρότερη. Ένας τελευταίος σπασμός και μετά το κορμί του παιδιού μένει ακίνητο.
Η Ν. Μπέικερ πηγαίνει στο σαλόνι. Με μια εφημερίδα φρακάρει την κεντρική πόρτα της μονοκατοικίας και ύστερα επιστρέφει στην κουζίνα. Παίρνει ένα μαχαίρι και επιχειρεί να το μπήξει στην καρωτίδα της, αλλά τα χέρια της τρέμουν από υπερένταση. Το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει στο πάτωμα. Η Ν. Μπέικερ έχει τραυματιστεί ελαφρά. Βλέπει το αίμα της να τρέχει και λιποθυμά…
Λίγη ώρα αργότερα, στο σπίτι επιστρέφει ο σύζυγός της Τζόελ συνοδευόμενος από έναν συνάδελφό του. Ανυποψίαστος, ανοίγει με δυσκολία την εξώπορτα, που είναι φρακαρισμένη με την εφημερίδα. «Βρήκα τη γυναίκα μου μέσα σε μια λίμνη αίματος» θα πει αργότερα ο ίδιος, καταθέτοντας στη δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πειραιά. «Προχώρησα στο δωμάτιο των παιδιών. Τα βρήκα σκοτωμένα. Στην αρχή νόμισα ότι κοιμόντουσαν. Το αγόρι μου ήταν μπρούμυτα. Το αναποδογύρισα και με τρόμο είδα τα αίματα. (…) Το πρόσωπο της Σουζάνας ήταν κάτασπρο. Βρήκα νεκρή και την Κίτυ».
Συντετριμμένος, ο Τζ. Μπέικερ μεταφέρεται με νευρικό κλονισμό στο νοσοκομείο της αμερικανικής βάσης. Σε διπλανό θάλαμο νοσηλεύεται η σύζυγός του, που έχει διαφύγει το θάνατο…
Όταν οι λεπτομέρειες της υπόθεσης γίνονται γνωστές, μέσω των ρεπορτάζ των εφημερίδων, η κοινή γνώμη συγκλονίζεται. Λόγω των προφανών αναλογιών με το μύθο της Μήδειας, οι εφημερίδες φιλοξενούν τα ρεπορτάζ τους στις πρώτες σελίδες, υπό τους πηχυαίους τίτλους: «Μήδεια στο Καλαμάκι», «Σύζυγος Αμερικανού λοχία στραγγαλίζει τα τρία παιδιά της», «Απέτυχε η απόπειρα της Μήδειας του Καλαμακίου να αυτοκτονήσει», «Γιατί σκότωσε η Μπέικερ τα παιδιά της; Πρόκειται περί φρενοβλαβούς;»
Τα ερωτήματα ζητούν απαντήσεις και οι αστυνομικοί επιχειρούν να τις βρουν. Στις 31 Μαΐου και αφού οι γιατροί εκτιμούν πως η ασθενής τους μπορεί πια να μιλήσει, η Ν. Μπέικερ απολογείται: «(…) Πριν έξι μήνες ήμουν η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου. Μετά, έμαθα ότι ο άντρας μου με απατούσε με μιαν άλλη. Δεν έπρεπε να ζήσουμε πια ούτε εγώ, ούτε τα παιδιά μου».
Το σπίτι της οικογένειας Μπέικερ στο Καλαμάκι,
όπου έγινε η τριπλή παιδοκτονία
όπου έγινε η τριπλή παιδοκτονία
«Η μοίρα μου με κυνηγούσε»
Ο Τζόελ Μπέικερ και η Νίτα γνωρίστηκαν το 1951 σε ένα φιλικό σπίτι στη Νότια Καρολίνα των Η.Π.Α.. Εκείνη εργαζόταν ως εμποροϋπάλληλος και εκείνος σε μια ιδιωτική επιχείρηση. Σύμφωνα με τον Τζ. Μπέικερ «το αίσθημά μας ήταν δυνατό και σχεδόν αμέσως παντρευτήκαμε». Η Ν. Μπέικερ ήταν μια έντονα θρησκευόμενη γυναίκα (Λουθηρανή) και ο Τζ. Μπέικερ θα καταθέσει χαρακτηριστικά ενώπιον της αστυνομίας: «Η διασκέδασή της δεν ήταν άλλη από το να διαβάζει θρησκευτικά βιβλία. Το σπίτι ήταν γεμάτο με τέτοια».
Η ζωή του ζευγαριού κυλούσε αρμονικά, θα επαναλάβει πολλές φορές η Ν. Μπέικερ αλλά ο σύζυγός της θα διατυπώσει διαφορετική γνώμη: «Μας χώριζε ένα μεγάλο και αγεφύρωτο ψυχικό τραύμα (…). Περνούσαμε μια ζωή ήσυχη κι αδιάφορη, χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη ανταπόκριση εκ μέρους της γυναίκας μου. Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά θα είχαμε χωρίσει. Εκείνη ήταν κλεισμένη στον εαυτό της κι εγώ την αντιμετώπιζα με αδιαφορία. (…) Οι συζυγικές μας υποχρεώσεις ήταν απόλυτα ομαλές, αλλά δεν συναντούσα ανταπόκριση εκ μέρους της. Πάντως, από αρκετά χρόνια κοιμόμασταν χωριστά!» (κατάθεση Τζ. Μπέικερ στο Κακουργιοδικείο Πειραιά).
Ως στρατιωτικός, πλέον, το καλοκαίρι 1960 ο Τζ. Μπέικερ πήρε μετάθεση για την Ελλάδα και μαζί με τη Νίτα και τα τρία τους παιδιά εγκαταστάθηκαν στη μονοκατοικία του Καλαμακίου. Στα τέλη του 1960, ο Τζ. Μπέικερ γνώρισε την Βενετία Σιταρά, που εργαζόταν κι αυτή στην αμερικανική βάση. Συμφώνησαν να του κάνει μαθήματα ελληνικών, αλλά όπως κατέθεσε αργότερα η γυναίκα στους αστυνομικούς «σιγά-σιγά, αυτός άρχισε να με πιέζει να κάνουμε σχέση και μου έλεγε πως θα έκανε καμιά παλαβομάρα αν δεν δεχόμουνα. Δεν ήθελα να φέρω δυστυχία σε ένα σπίτι που πριν από λίγο καιρό ήταν γεμάτο ευτυχία. (…) Όμως, ο Μπέικερ ήταν αθεράπευτος και τελικά δέχθηκα τις προτάσεις του γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Πάντως, με βεβαίωνε ότι δεν θα άφηνε τη γυναίκα και τα παιδιά του. (…) Κάποια στιγμή, πήρα την απόφαση να χωρίσουμε. Μάλιστα μια μέρα έφυγα από τη βάση χωρίς να τον ειδοποιήσω, (…) ήρθε στο σπίτι μου έξω φρενών και δημιούργησε μικροεπεισόδιο. Προσπάθησα να το ξανακάνω αλλά διαπίστωσα ότι αυτή η τακτική δεν έχει αποτέλεσμα» (εφ. «Ακρόπολις» - 2/6/1961).
Η ζωή του ζευγαριού κυλούσε αρμονικά, θα επαναλάβει πολλές φορές η Ν. Μπέικερ αλλά ο σύζυγός της θα διατυπώσει διαφορετική γνώμη: «Μας χώριζε ένα μεγάλο και αγεφύρωτο ψυχικό τραύμα (…). Περνούσαμε μια ζωή ήσυχη κι αδιάφορη, χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη ανταπόκριση εκ μέρους της γυναίκας μου. Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά θα είχαμε χωρίσει. Εκείνη ήταν κλεισμένη στον εαυτό της κι εγώ την αντιμετώπιζα με αδιαφορία. (…) Οι συζυγικές μας υποχρεώσεις ήταν απόλυτα ομαλές, αλλά δεν συναντούσα ανταπόκριση εκ μέρους της. Πάντως, από αρκετά χρόνια κοιμόμασταν χωριστά!» (κατάθεση Τζ. Μπέικερ στο Κακουργιοδικείο Πειραιά).
Ως στρατιωτικός, πλέον, το καλοκαίρι 1960 ο Τζ. Μπέικερ πήρε μετάθεση για την Ελλάδα και μαζί με τη Νίτα και τα τρία τους παιδιά εγκαταστάθηκαν στη μονοκατοικία του Καλαμακίου. Στα τέλη του 1960, ο Τζ. Μπέικερ γνώρισε την Βενετία Σιταρά, που εργαζόταν κι αυτή στην αμερικανική βάση. Συμφώνησαν να του κάνει μαθήματα ελληνικών, αλλά όπως κατέθεσε αργότερα η γυναίκα στους αστυνομικούς «σιγά-σιγά, αυτός άρχισε να με πιέζει να κάνουμε σχέση και μου έλεγε πως θα έκανε καμιά παλαβομάρα αν δεν δεχόμουνα. Δεν ήθελα να φέρω δυστυχία σε ένα σπίτι που πριν από λίγο καιρό ήταν γεμάτο ευτυχία. (…) Όμως, ο Μπέικερ ήταν αθεράπευτος και τελικά δέχθηκα τις προτάσεις του γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Πάντως, με βεβαίωνε ότι δεν θα άφηνε τη γυναίκα και τα παιδιά του. (…) Κάποια στιγμή, πήρα την απόφαση να χωρίσουμε. Μάλιστα μια μέρα έφυγα από τη βάση χωρίς να τον ειδοποιήσω, (…) ήρθε στο σπίτι μου έξω φρενών και δημιούργησε μικροεπεισόδιο. Προσπάθησα να το ξανακάνω αλλά διαπίστωσα ότι αυτή η τακτική δεν έχει αποτέλεσμα» (εφ. «Ακρόπολις» - 2/6/1961).
Η Ν. Μπέικερ προσάγεται στον ανακριτή
Η Ν. Μπέικερ άρχισε να υποψιάζεται πως κάποια άλλη γυναίκα είχε μπει στη ζωή του άντρα της. «Από τον Ιανουάριο τα πράγματα άλλαξαν» θα πει αργότερα η ίδια. «Η ζωή μου άρχισε να γίνεται μια κόλαση. Έχασα την ευτυχία μου, δεν ζούσα πια μέσα στα χάδια. Ο άνδρας μου άρχισε να μην με προσέχει πια, να μου φέρεται σκληρά και ψυχρά. Του ζητούσα εξηγήσεις για τη συμπεριφορά του, αλλά αυτός δεν μου απαντούσε. Φώναζε και με απειλούσε πως θα ζητήσει να ξαναγυρίσει στην Αμερική. Έλεγα: ‘Πρέπει να τον συγχωρέσω, να κάνω πως δεν βλέπω και να ζήσω για τα παιδιά μου’. Αυτή η σκέψη με ανακούφιζε λίγο. Μα, μετά με έπιανε ξανά απελπισία. Τα βιβλία, όμως, και πάλι με έκαναν να ηρεμώ και να σκέφτομαι λογικά. Όμως, η μοίρα μου φαίνεται πως με κυνηγούσε…»
Εντελώς τυχαία, στις 26 Μαΐου η Ν. Μπέικερ ανακάλυψε στα προσωπικά αντικείμενα του άντρα της μια φωτογραφία, όπου απεικονιζόταν ο ίδιος αγκαλιά με τη Β. Σιταρά. Ένοιωσε απόγνωση. «Σκέφθηκα πως ύστερα από όσα ανακάλυψα, δεν είχαμε θέση στον κόσμο ούτε εγώ, ούτε τα παιδιά μου» θα πει στους αστυνομικούς. Μερικές ώρες αργότερα, θα έμπαινε για τελευταία φορά στα παιδικά δωμάτια…
Συνεχίζεται
4 comments:
Μου σηκώθηκε η τρίχα βραδιάτικα, άντε να δούμε τη συνέχεια...
σπάνια η επιλογή θεμάτων στο μπλογκ σας, και τόσο καλογραμμένα όλα.
Ooooouuuuuuu...Spooky! Μαμά σε παρακαλώ να μη γράφεις για παιδοκτόνους και κυρίως να μη διαβάζεις...μπορεί να σου μπουν ιδέες!!!
Δεν ήτανε καλά! Μα τα παιδιά της; Ας τον χώριζε !Αν έπρεπε να διαπράξει φόνο, σώνει και καλά, καλύτερα να σκότωνε αυτόν.
Post a Comment