Wednesday, November 08, 2006

Το βαμπίρ του Düsseldorf (II)


Ελεύθερος
Με την απελευθέρωσή του, το 1921, πηγαίνει να ζήσει με μια από τις αδελφές του, στη μικρή πόλη του Altenburg. Εκεί συνάντησε τη μελλοντική του σύζυγο, μια πρώην πόρνη, η οποία είχε επίσης κάνει τέσσερα χρόνια φυλακή, για το φόνο ενός άντρα που την παράτησε νύφη μέσα στην εκκλησία. Υπέφερε από τύψεις και ενοχές και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της πεισμένη ότι έπρεπε να υποταχθεί στη μοίρα της και να ανεχθεί τα πάντα, προκειμένου να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες της.

Παντρεύονται και ζουν στο Altenburg μέχρι το 1925, με τον Kurten να βρίσκει δουλειά σε ένα εργοστάσιο και, μάλιστα, να ασχολείται ενεργά με το συνδικαλισμό. Όταν χάνει τη δουλειά του μετακομίζουν στο Düsseldorf. Εκεί αρχίζει, σταδιακά, η διάβρωση του αυτοελέγχου του Kurten. Ανάμεσα στο 1925 και 1928, επιτίθεται σε τέσσερις γυναίκες στο Düsseldorf, και τις στραγγαλίζει ενώ κάνει σεξ μαζί τους.

Αρχίζει τους εμπρησμούς και ικανοποιείται σεξουαλικά με τη φαντασίωση ενός αλήτη που καίγεται ζωντανός μέσα σε έναν αχυρώνα, τον οποίο ο ίδιος είχε παραδώσει στις φλόγες. Στη συνέχεια, την 9η Φεβρουαρίου του 1929, παραμονεύει και αρπάζει ένα 9χρονο κοριτσάκι, τη Rosa Ohliger, ενώ περπατά σε έναν δρόμο του Düsseldorf. Το πτώμα της βρέθηκε μαχαιρωμένο τρεις φορές, πίσω από έναν φράκτη. Ο Kurten, ο οποίος είχε προσπαθήσει να κάψει το πτώμα της μικρής με πετρέλαιο, παραδέχτηκε αργότερα πως είχε οργασμό ενώ μαχαίρωνε το θύμα.

Η δολοφονία της Rosa Ohliger, δεν ήταν παρά η αρχή ενός ποταμού επιθέσεων σε γυναίκες, κορίτσια και, ευκαιριακά, άνδρες, μέσα και γύρω από το Düsseldorf. Μερικά από τα θύματά του επέζησαν, όπως η Maria Kuhn, αν και την είχε μαχαιρώσει 24 φορές.

Ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα συνέβη στις 23 Αυγούστου του 1929, ενώ οι κάτοικοι της πόλης του Flehe, διασκέδαζαν στο ετήσιο πανηγύρι τους. Ο Κurten πλησίασε δύο θετές αδελφές καθώς έφευγαν από το πανηγύρι και ζήτησε από τη μεγαλύτερη, τη 14χρονη Louise Lenzen να του κάνει ένα θέλημα. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να πεταχτείς να μου πάρεις ένα πακέτο τσιγάρα? Θα προσέχω εγώ τη μικρή», της είπε. Η Louise συμφώνησε αλλά μόλις έφυγε ο Kurten στραγγάλισε την 5χρονη Gertrude Hamacker και της έκοψε το λαιμό. Ίδια τύχη περίμενε και τη Louise, όταν επέστρεψε με τα τσιγάρα.

Gertrude Hamacker

Οι επιθέσεις, πολλές από αυτές θανατηφόρες, συνεχίστηκαν όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1929. Στις 7 Νοεμβρίου, αφού είχε σκοτώσει την 5χρονη Gertrude Albermann, ο Kurten έστειλε ένα χάρτη σε μια τοπική εφημερίδα, υποδεικνύοντας το μέρος που βρισκόταν το πτώμα της. Το ανακάλυψαν κάτω από ένα σωρό μπάζων. Η μικρή είχε στραγγαλιστεί και μαχαιρωθεί 35 φορές.

Ο φόβος βασιλεύει όλο το 1929 και συνεχίζεται και το 1930, ο πανικός και ο τρόμος κυριαρχούν στο Düsseldorf, καθώς κάθε έγκλημα περιγράφεται ζοφερά στις γερμανικές εφημερίδες, με αναφορές σε «τέρατα» και «βρυκόλακες». Ο τελευταίος χαρακτηρισμός δεν αποδίδεται τυχαία. Ο Kurten, αναζητώντας νέες ηδονές, έχει ήδη αρχίσει να πίνει το αίμα των θυμάτων του.

Η αστυνομία έχει αρχίσει εξονυχιστικές έρευνες. Ανακρίνουν πάνω από 9.000 άτομα, συμβουλεύονται ακόμη και μέντιουμ. Τίποτα δεν βοηθά. Αυτό που έκανε τα πράγματα δύσκολα για την αστυνομία, ήταν το γεγονός ότι ποτέ δεν υποπτεύθηκαν ότι ένας και μόνο άνθρωπος ήταν υπεύθυνος για όλα τα φονικά. Πίστευαν πως τα εγκλήματα δεν συνδέονταν μεταξύ τους και πως ήταν έργο διαφορετικών δραστών. Ποιος θα μπορούσε να τους κατηγορήσει? Ο Kurten δεν ακολουθούσε μια συγκεκριμένη τακτική, κατά τα πρότυπα των κατά συρροή δολοφόνων. Το όπλο του εγκλήματος δεν ήταν πάντα το ίδιο. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία, από μαχαίρια και ψαλίδια μέχρι σφυριά και στραγγαλισμούς. Και αυτό που ενδυνάμωνε αυτή την άποψη της αστυνομίας, ήταν η συχνότητα των φόνων: παραήταν μεγάλη για να αποδοθούν αυτοί μόνο σε ένα άτομο. Υπήρχαν φορές που γίνονταν πάνω από δύο φόνοι την ημέρα.

Η μόνη ομοιότητα μεταξύ των φόνων, ήταν ότι σε αρκετούς από αυτούς, ο δολοφόνος έπινε το αίμα του θύματος. Αργότερα, ο Kurten είπε στις αρχές, ότι απολάμβανε να καταφέρει αλλεπάλληλα χτυπήματα με το μαχαίρι στα θύματά του και να πίνει το αίμα έτσι όπως ξεπηδούσε από τις πληγές.


Το τέλος
Ο Kurten συνέχισε τις επιθέσεις του όλο το χειμώνα και την άνοιξη του 1930, χωρίς, ευτυχώς να πάρει άλλες ζωές. Στις 14 Μαίου του 1930, μια άνεργη οικιακή βοηθός, η Maria Budlick, έφτασε στο Düsseldorf από την Κολωνία, ψάχνοντας για δουλειά. Η οικονομική ύφεση είχε χτυπήσει τη Γερμανία ιδιαίτερα σκληρά και υπήρχαν εκατομμύρια ανέργων.

Η Maria συνάντησε έναν άντρα ο οποίος προσφέρθηκε να της δείξει μια πανσιόν όπου θα μπορούσε να διανυκτερεύσει. Αλλά όταν προσπάθησε να την περάσει από ένα πάρκο για να «κόψουν δρόμο», η κοπέλα ανησύχησε, θυμήθηκε τις ιστορίες στις εφημερίδες για «το βαμπίρ του Düsseldorf, και άρχισε να αρνείται διαπληκτιζόμενη με τον άντρα. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας δεύτερος άντρας, έσπευσε σε βοήθειά της και την «έσωσε» από τον πρώτο.

Η Maria του είπε ότι ήταν χωρίς δουλειά και ότι δεν είχε πουθενά να μείνει κι εκείνος προσφέρθηκε να τη φιλοξενήσει στο σπίτι του, στην οδό Mettmanner. Δεν της συστήθηκε, αλλά ήταν ο Peter Kurten. Την πήρε στο διαμέρισμά του (η γυναίκα του έλειπε) και προσπάθησε να κάνει σεξ μαζί της. Η Maria αρνήθηκε κι εκείνος συμφώνησε να της βρει ένα άλλο μέρος για να περάσει τη νύχτα της.

Μπήκαν στο τραμ και την οδήγησε στο δάσος του Grafenberger. Την άρπαξε από το λαιμό, τη βίασε και στη συνέχεια την οδήγησε πίσω στη στάση του τραμ και την άφησε ελεύθερη! Όταν αργότερα ρωτήθηκε γιατί δεν την σκότωσε είπε: «Δεν είχα καμιά όρεξη να τη σκοτώσω, δεν υπέβαλε καμιά αντίσταση. Επίσης δεν φανταζόμουν ότι θα ήταν σε θέση να οδηγήσει την αστυνομία στο σπίτι μου, μια και ήταν καινούργια στην πόλη και την είχα οδηγήσει νύχτα σ’ αυτό».

Αλλά η Maria θυμόταν καθαρά, τόσο το όνομα του δρόμου, όσο και το διαμέρισμα του Kurten. Βαθιά σοκαρισμένη και ντροπιασμένη που έφερε το στίγμα ενός θύματος βιασμού, δεν παρουσιάστηκε στην αστυνομία αλλά έγραψε ένα γράμμα σε μια φίλη της, διηγούμενη την περιπέτειά της. Ευτυχώς το γράμμα παραδόθηκε σε λάθος διεύθυνση και ανοίχτηκε από μια γυναίκα, η οποία αμέσως το πήγε στην αστυνομία. Οι αστυνομικοί εντόπισαν εύκολα τη Maria Budlick και την έπεισαν να δώσει κατάθεση για το γεγονός.

Οδήγησε τους αστυνομικούς στον αριθμό 71 της οδού Mettmanner και είδε τον Kurten στα σκαλοπάτια. Ήταν απίστευτα τρομοκρατημένη για να τον υποδείξει ακόμη και με την παρουσία τόσων αστυνομικών γύρω της. Όταν, τελικά, αποφάσισε να μιλήσει, ο Kurten είχε ήδη πάρει μια τσάντα με είδη πρώτης ανάγκης και είχε διαφύγει. Μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα εκεί κοντά, και εξομολογήθηκε στη γυναίκα του τι είχε συμβεί με τη Maria Budlick. Της είπε ότι θα πήγαινε φυλακή για πολλά χρόνια και ότι εκείνη, χωρίς τα έσοδα από τη δουλειά του, θα έμενε πάμφτωχη.

Ο Kurten είπε αργότερα: «Έγινε έξαλλη, μου είπε ότι έπρεπε να αυτοκτονήσω και ότι θα έκανε κι εκείνη το ίδιο, καθώς το μέλλον της ήταν εντελώς ανέλπιδο πια». Αλλά κατέστρωσε ένα σχέδιο. Ομολόγησε στην απελπισμένη και έντρομη γυναίκα του ότι ήταν «το βαμπίρ του Düsseldorf και την έπεισε να τον καταδώσει στην αστυνομία και να εισπράξει τη μεγάλη αμοιβή που πρόσφεραν για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψή του.

Ο Kurten, είχε σχεδιάσει να πραγματοποιήσει άλλη μια θεαματική επίθεση, πριν συλληφθεί, αλλά η γυναίκα του πήγε αμέσως στην αστυνομία και όταν την ξανασυνάντησε, όπως είχαν συμφωνήσει, έξω από μια εκκλησία, βρέθηκε περικυκλωμένος από ένοπλους αστυνομικούς. Ήταν 24 Μαίου του 1930 και ο Kurten ομολόγησε αυτοβούλως όλα του τα εγκλήματα. Μάλιστα, τα περιέγραφε με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και διασκέδαζε παρατηρώντας τη φρίκη να απεικονίζεται στις εκφράσεις των προσώπων των αστυνομικών και των στενογράφων που κατέγραφαν την κατάθεσή του.

Ίσως η πιο εκπληκτική ιστορία από αυτές που διηγήθηκε ο Kurten, να ήταν αυτή που δεν είχε να κάνει με ανθρώπινο θύμα. Είπε στους αστυνομικούς ότι, νωρίς κάποιο πρωί, καθόταν στο παγκάκι ενός πάρκου, κοντά σε μια λίμνη. Στην όχθη της παρατήρησε έναν κύκνο να κοιμάται. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, έπιασε το πουλί από το λαιμό, του τον έκοψε και ήπιε το αίμα που ανάβλυζε από το αποκεφαλισμένο του σώμα.

Ο Kurten είχε «ξαναζήσει» τα εγκλήματά του πολλές φορές στο μυαλό του και είχε σχεδόν φωτογραφική μνήμη. Περιέγραψε απίστευτες λεπτομέρειες από το δωμάτιο της Christine Klein, 18 χρόνια μετά το φόνο της. Οδηγήθηκε σε δίκη τον Απρίλιο του 1931 και αρχικά, άλλαξε την κατάθεσή του και δήλωσε αθώος. Στη συνέχεια επικαλέστηκε παράνοια και ζήτησε από τους ενόρκους «να λυπηθούν την ψυχή του». Φυσικά, αυτό δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και καταδικάστηκε για εννέα φόνους. Του επεβλήθη η ποινή του θανάτου.

Τη νύχτα πριν την εκτέλεσή του, έφαγε ένα βιεννέζικο σνίτσελ με τηγανητές πατάτες και λευκό κρασί, και έκανε στον ψυχίατρό του την ερώτηση για το κατά πόσον θα μπορούσε να ακούσει το αίμα του να τρέχει.

Το πρωϊ της 2ας Ιουλίου του 1931, παρά της διαμαρτυρίες της Γερμανικής Ανθρωπιστικής Λεγεώνας, οδηγήθηκε στη γκιλοτίνα και αποκεφαλίστηκε. Ο εφιάλτης είχε τελειώσει.

Αν έπρεπε να περιγράψουμε με μια φράση τον Peter Kurten και την αιματοβαμμένη του διαδρομή, νομίζω πως η περιγραφή που του έδωσε ο ψυχίατρός του, και μετέπειτα πανεπιστημιακός δάσκαλος, Karl Berg, είναι η πλέον ενδεδειγμένη. O Berg τον χαρακτήρισε ως τον «βασιλιά των σεξουαλικών διαστροφών» και «νάρκισσο ψυχοπαθή»


Πηγές - Βιβλιογραφία
-The profile of Peter Kurten, Chris Summers.
-The murderer’s whose who, H.H.Gaute - Robin Odell
-World famous serial killers, Colin and Damon Wilson
-The Murder Almanac, Richard and Mary Whittington-Egan
-Peter Kurten in Crime Library, Alexander Gilbert

2 comments:

Goudaki! said...

Bravo bre mama! Polu kalh douleia...Se kanei na anarwtiesai bebaia...Pou pas kai tous briskeis olous autous tous anwmalous??? Telospadwn...paw na koimithw twra...an ta kataferw dhladh!!! Exw tromokratithei!!! Bouuuuu!!!

roidis said...

πολύ, μα πάρα πολύ ενδιαφέρον!
ειλικρινά.