Αρχή και τέλος στο νοσοκομείο …
Ο Βασίλης Λυμπέρης και η Βασιλική Μάρκου είχαν γνωριστεί το Πάσχα του 1967, όταν ο πατέρας του πρώτου, Γιώργος, είχε υποστεί έμφραγμα και είχε εισαχθεί στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Στον ίδιο θάλαμο νοσηλευόταν και ο πατέρας της Βασιλικής.
Η αρχική γνωριμία εξελίχθηκε σε ερωτική σχέση η οποία τον Δεκέμβριο του ίδιου κατέληξε σε γάμο. Ο Γιώργος Λυμπέρης δεν αντιμετώπισε θετικά αυτόν το γάμο, αλλά αναγκάσθηκε να υποκύψει στην επιθυμία του γιου του όταν έμαθε πως η Βασιλική ήταν ήδη έγκυος. Λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζαν, εγκαταστάθηκαν στο σπίτι της οδού 28ης Οκτωβρίου στα Βριλήσσια, μαζί με τους γονείς της Βασιλικής. «Ο βίος μας στην αρχή ήταν ομαλός, τον δεύτερο προς τον τρίτο μήνα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Ο Βασίλης έγινε οξύθυμος, ώσπου τον τρίτο μήνα μου είπε πως τον έδιωξαν από τη δουλειά του και ότι δεν του έδωσαν αποζημίωση. (…) Όλο αυτό το διάστημα, είμαστε με τους γονείς μου που μας βοηθούσαν οικονομικά» έγραψε αργότερα η Βασιλική σε ένα τετράδιο που παρέδωσε στον δικηγόρο της Χρ. Καραχάλιο.
Η σύγκρουση δεν άργησε να έρθει. Ο Β. Λυμπέρης θα πει στην απολογία του ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθηνών: «Από την πρώτη στιγμή που παντρευτήκαμε με τη Βασιλική, η πεθερά μου έπαιρνε σε όλα τα θέματα το μέρος της κόρης της. Αντίθετα, ο πεθερός μου ήταν αμερόληπτος άνθρωπος και συχνά έλεγε στην πεθερά μου να μην ανακατεύεται. (…) Παντρεύτηκα πριν γνωρίσω καλά τη γυναίκα μου και μετά το γάμο μου διεπίστωσα ότι δεν τα κατάφερνε στο νοικοκυριό. Γι αυτό, δεν έφταιγε τόσο η γυναίκα μου, όσο η πεθερά μου που δεν της το είχε μάθει. Δεν είχαμε ακόμα παιδιά και είπα στη γυναίκα μου να χωρίσουμε τότε που ήταν πιο εύκολο, επειδή δεν ταιριάζαμε στον χαρακτήρα. Έφυγα και κατέβηκα στους γονείς μου που με συμβούλεψαν να γυρίσω στη γυναίκα μου. Κατάλαβα το λάθος μου και επέστρεψα (…)».
Μετά την επιστροφή του Β. Λυμπέρη στο σπίτι των Βριλησσίων, η κατάσταση εξομαλύνθηκε κάπως, ως τη στιγμή που ένα απρόοπτο γεγονός ανέτρεψε την εύθραυστη ισορροπία: η Βασιλική απέβαλε. Η αντίδραση του Β. Λυμπέρη απέναντι στο γεγονός αυτό ήταν ακαριαία. «Όταν έκανα αποβολή, αυτός αντί να κάθεται μαζί μου, έφευγε από το σπίτι και πήγαινε στο σινεμά ή βόλτες» θα περιγράψει αργότερα η Βασιλική.
Λίγο καιρό αργότερα, ο πατέρας της Βασιλικής πέθανε. «Μετά το θάνατο του πεθερού μου» θα υποστηρίξει στην απολογία του ο Β. Λυμπέρης «διηύθυνε το σπίτι η πεθερά μου και όχι η γυναίκα μου. Αυτή την κατάσταση δεν μπορούσα να τη δεχθώ και έτσι αποφάσισα να φύγουμε με τη γυναίκα μου από το σπίτι στα Βριλήσσια». Έτσι, το ζευγάρι εγκαταστάθηκε σε ένα διαμέρισμα επί της οδού Μιχ. Βόδα. Η Βασιλική έμεινε ξανά έγκυος. Στα τέλη του 1968, ο Β. Λυμπέρης, με χρήματα που εξασφάλισε από την πώληση ενός οικοπέδου, ιδιοκτησίας της Βασιλικής, άνοιξε ένα εργαστήριο μπαταριών στην οδό Ακομινάτου, στο κέντρο της Αθήνας. «Και πριν και μετά το γάμο, με πίεζε να πουλήσω κάτι οικόπεδα που μου είχε δώσει προίκα ο πατέρας μου, προκειμένου να ανοίξει εργαστήριο μπαταριών» ανέφερε στο ημερολόγιό της η Βασιλική. «Μάλιστα, όταν ήμουνα έγκυος, μου είπε ενώπιον των συγγενών μου ότι αν δεν πωλούσα θα με χώριζε κι ας ήμουν 9 μηνών και ότι δεν είχε λεφτά να με ξεγεννήσει και να τα πλήρωνε η μάνα μου».
Στο διάστημα αυτό, οι δουλειές του Β. Λυμπέρη δεν πήγαιναν καλά. Τα προβλήματα στις σχέσεις του ζευγαριού άρχισαν και πάλι να πυκνώνουν. Ο Β. Λυμπέρης έλειπε όλο και περισσότερο από το σπίτι. Κάποιες πληροφορίες ανέφεραν πως συνήθιζε να παίζει σε χαρτοπαικτικές λέσχες. Κάποιες φορές δεν επέστρεφε στο σπίτι του και κοιμόταν στο μαγαζί. Ταυτόχρονα, πίεζε τη Βασιλική να πουλήσει και τα άλλα περιουσιακά της στοιχεία για να βοηθηθούν οικονομικά.
Ένα, περίπου, χρόνο μετά, ο Β. Λυμπέρης αναγκάστηκε να κλείσει το μικρό εργοστάσιο μπαταριών, έχοντας ήδη σημαντικές οικονομικές απώλειες. Μαζί με τη Βασιλική και την μικρή κόρη τους επέστρέψαν στο σπίτι των Βριλησσίων, όπου έμενε μόνη, πλέον, η μητέρα της Βασιλικής, Αντιγόνη Μάρκου. Ο Β. Λυμπέρης άρχισε να εργάζεται σε διάφορες δουλειές, αλλά η οικονομική τους κατάσταση παρέμενε δυσχερής και πολλές φορές αναγκάζονταν να δανείζονται για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές ανάγκες. Η Βασιλική ήθελε να εργασθεί ώστε να συμβάλει στα οικογενειακά έξοδα ενώ, εν τω μεταξύ, περίμενε το δεύτερο παιδί της. Ο Β. Λυμπέρης αρνιόταν κάθε τέτοια σκέψη. Οι συγκρούσεις του με τη Βασιλική αλλά κυρίως με την Αντ. Μάρκου γίνονταν ολοένα και πιο πυκνές. Κάθε τόσο ζητούσε να πουλήσουν ένα ακόμα οικόπεδο. Συγγενείς των δύο γυναικών θα καταθέσουν αργότερα πως ο Β. Λυμπέρης έφτανε στο σημείο να τις απειλεί για να επιτύχει τον σκοπό του. Τελικώς, το οικόπεδο πουλήθηκε και με ένα μέρος από το ποσό ο Β. Λυμπέρης αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο με το οποίο πήγε το βράδυ της 4ης προς 5η Ιανουαρίου του 1972, στο σπίτι των Βριλησσίων…
Στις 5 Ιανουαρίου του 1971, λίγο πριν από το δεύτερο τοκετό της, η Βασιλική παρέδωσε στον δικηγόρο της μία ιδιόγραφη διαθήκη. «Μεταξύ άλλων» είπε αργότερα ο ίδιος «έγραφε ότι αποκλήρωνε από την περιουσία της τον σύζυγό της, λόγω της απαράδεκτης συμπεριφορά του και πως την άφηνε στα παιδιά της. Ίσως φοβόταν μήπως πάθει κάτι κακό στη γέννα, επειδή το πρώτο της παιδί το είχε κάνει με καισαρική».
Μετά τη γέννηση και του δεύτερου παιδιού, η ρήξη στις σχέσεις του ζευγαριού έγινε οριστική. Ο Β. Λυμπέρης θα πει στην απολογία του: «Οι σχέσεις μου με την πεθερά μου χειροτέρευαν και δεν μπορούσα να δω τα παιδιά μου. (…) Αιτία ήταν κάποια λεφτά που μου είχε δώσει και δεν τα είχα επιστρέψει. Έτσι, αναγκάστηκα να ξαναφύγω από τα Βριλήσσια. Αυτή τη φορά, η γυναίκα μου δεν με ακολούθησε. Η μάνα της και οι συγγενείς της την απειλούσαν πως αν με ακολουθούσε θα την αποκλήρωναν. Έτσι, όταν μου πρότεινε να χωρίσουμε δέχτηκα με τον όρο ότι το διαζύγιο θα έβγαινε για ασυμφωνία χαρακτήρων και θα έπαιρνα το αγοράκι μας, όταν μεγάλωνε. Μετά τα παιδιά μου δεν τα έβλεπα πια. Στο σπίτι δεν με άφηναν να μπω. Ήδη είχα αρχίσει να πληρώνω 2.000 δρχ. το μήνα για διατροφή. Τότε, η γυναίκα μου, επηρεασμένη από τη μητέρα της, θέλησε να βγάλει το διαζύγιο εις βάρος μου, ότι δήθεν είμαι βάναυσος και τέτοια (σ.σ.: η αίτηση διαζυγίου επρόκειτο να συζητηθεί στις 18 Ιανουαρίου 1972)». Όταν ο Β. Λυμπέρης έφυγε από το σπίτι των Βριλησσίων, κοιμόταν αρχικώς στο πατάρι του μαγαζιού όπου εργαζόταν και αργότερα νοίκιασε ένα δωμάτιο στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου. Την ίδια περίοδο, η Βασιλική έπιασε δουλειά ως εργάτρια στο εργοστάσιο ηλεκτρικών συσκευών «ΕΣΚΙΜΟ».
Την εποχή εκείνη, ο Β. Λυμπέρης γνώρισε τη 18χρονη Μαρία Γκίκα. Η ίδια θα δηλώσει αργότερα στους δημοσιογράφους: «Τέσσερις μήνες με γυρόφερνε ο Λυμπέρης. Με πρωτοείδε ένα πρωί στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς που είναι το εργοστάσιο μπαταριών που εργαζόταν. Ένοιωσε κάτι κεραυνοβόλο –όπως μου είπε αργότερα- και από εκείνη τη στιγμή δεν με άφησε από τα μάτια του ούτε λεπτό. Παρακολουθούσε τις κινήσεις μου, με περίμενε ώρες ολόκληρες έξω από το σπίτι και με φλερτάριζε επίμονα. Στο τέλος δεν άντεξα και δέχτηκα κάποιο απόγευμα να τον δω. Τον ρώτησα τι θέλει από μένα και εκείνος μου απάντησε ότι με αγαπάει. Μου φέρθηκε ευγενικά και συνεσταλμένα και πίστεψα τα λόγια του. Ήταν ευγενικός και μου ζήτησε να παντρευτούμε, μου έλεγε ότι θα με κάνει ευτυχισμένη και θα μου εξασφάλιζε μία άνετη ζωή. Μετά την πρώτη συνάντηση, πέρασαν αρκετές ημέρες μέχρι να τον ξαναδώ. Βγήκαμε, ύστερα μερικές φορές και πήγαμε βόλτα με το αυτοκίνητο. Ποτέ δεν μου μίλησε για τη ζωή του και ποτέ δεν μου έδειξε ότι, τον απασχολεί κάτι πολύ σοβαρό. Πίστεψα ότι, ήθελε πράγματι να με παντρευτεί και άρχισα να του έχω εμπιστοσύνη. Οι συναντήσεις μας ήταν λιγοστές γιατί δεν μπορούσα να λείψω από το σπίτι επειδή ο πατέρας μου ήταν αυστηρός και εγώ έβγαινα για πρώτη φορά με αγόρι. Αυτό, τον στεναχωρούσε και τότε του είπα να πιάσει τον πατέρα μου και να με ζητήσει και αφού πάρει τη συγκατάθεσή του θα μπορούσε να έρχεται να με βλέπει στο σπίτι. Λίγες μέρες μετά, έμαθα ότι είναι παντρεμένος και έχει δύο ανήλικα παιδιά. Του ζήτησα να μου πει γιατί τόσο καιρό με κορόιδευε και μου απάντησε πως με τη γυναίκα του είχε φιλικές σχέσεις και πως σε λίγο καιρό θα έπαιρνε διαζύγιο. Έφυγα αηδιασμένη και από τότε δεν θέλησα να τον ξαναδώ. Κάποια μέρα ήρθε στο σπίτι να με ζητήσει από τον πατέρα μου και αυτός τον έδιωξε λέγοντάς του πως δεν μπορεί να το κάνει αυτό αφού είναι παντρεμένος. Τρεις μήνες αργότερα (…) διάβασα για το περιστατικό (…)».
Τη σχέση του άντρα της με τη Μ. Γκίκα, η Βασιλική την έμαθε από ένα τυχαίο περιστατικό. Λίγο καιρό, μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της πήγε να βρει τον Β. Λυμπέρη στο μαγαζί του, με πρόθεση να συμφιλιωθούν και αυτός να επιστρέψει στο σπίτι. Η ίδια θα σημειώσει μετά στο ημερολόγιό της πως «την ώρα που ήμουνα εκεί, κτύπησε το τηλέφωνο και άκουσα το Βασίλη να αποκαλεί το συνομιλητή του με το όνομα Μαρία. Κατάλαβα ότι κάποια γυναίκα υπήρχε στη ζωή του. Του είπα ότι το διαζύγιο δεν επρόκειτο να του το δώσω. Έτσι, την άλλη μέρα, ήρθε και με βρήκε και, κλαίγοντας, μου είπε ότι, πράγματι συνδεόταν με τη Μαρία, ότι την αγαπούσε πολύ και ήθελε να την παντρευτεί. Μετά από λίγες ημέρες, όμως, ήρθε πάλι και μου ζήτησε να τον συγχωρέσω. Μου είπε επίσης ότι στο εξής θα ήταν καλός (…)».
Τους τελευταίους μήνες του 1971, στη ζωή του Β. Λυμπέρη επικρατούσε τρικυμία. Η αδιέξοδη σχέση του με τη Μ. Γκίκα και η κρίση στις σχέσεις του με τη Βασιλική και τα παιδιά του «ροκάνιζαν» όλα τα αποθέματα της ψυχικής του αντοχής. Πάλευε με τους δαίμονές του, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει τις αιτίες των όσων τού συνέβαιναν. Στο μυαλό του σωρεύονταν το μίσος και η επιθυμία εκδίκησης, που κυρίως στρέφονταν στο πρόσωπο της Αντ. Μάρκου. Ο ίδιος ήταν αποκαλυπτικός, κατά την απολογία του ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθηνών: «Στο μυαλό μου άρχισαν να περνούν διάφορες σκέψεις για το τι έπρεπε να κάνω για να ξανακερδίσω τη γυναίκα και τα παιδιά μου. (…) Ήθελα να αποφύγω την κακή σκέψη, αλλά ο σατανάς με εκμεταλλεύθηκε. Στο μυαλό μου στριφογύριζε η ιδέα της φωτιάς. Δεν ήθελα, όμως, να πάω φυλακή. Ήθελα να κάψω μόνο το σπίτι, χωρίς να με δει η πεθερά μου. Πίστευα ότι τότε η γυναίκα μου και τα παιδιά μου δεν θα είχαν που να μείνουν και θα ξαναγύριζαν κοντά μου. (…) Έφθασα σε αυτό το σημείο γιατί ήθελα να κερδίσω τα παιδιά μου. (…) Ήθελα να το αποφύγω, αν μπορούσα, αλλά η ιδέα αυτή δεν ξεκολλούσε από το μυαλό μου. (…) Στην αρχή σκεφτόμουν να το κάνω μόνος μου. Δεν είχα θάρρος, όμως. Ποτέ ως τότε δεν είχα παρανομήσει. Σεβόμουν τους νόμους της κοινωνίας. Έτσι, έκανα την πρόταση στον Αγγελόπουλο και τον Καπρέτσο (…)».
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1971, ο Β. Λυμπέρης αγόρασε μερικά δώρα και πήγε στα Βριλήσσια για να επισκεφθεί τη γυναίκα και τα παιδιά του. Όμως δεν του επέτρεψαν να μπει στο σπίτι και έτσι πήρε τα παιδιά, για λίγη ώρα, μέσα στο αυτοκίνητο. Ορισμένοι μάρτυρες ανέφεραν πως η ενέργεια αυτή του Β. Λυμπέρη ήταν ιδιοτελής, καθώς έτσι πίστευε πως θα μπορούσε να αμβλύνει τις αντιρρήσεις της Βασιλικής και να την πείσει να πουλήσει ένα ακόμα περιουσιακό της στοιχείο.
Τις πρώτες ημέρες του 1972, η ιδέα της φωτιάς πυράκτωνε, πλέον, το μυαλό του Β. Λυμπέρη. Και το βράδυ της 4ης προς 5η Ιανουαρίου, είχε εισέλθει πια σε μια αμετάκλητη διαδρομή. Αργότερα, ο ίδιος θα πει ότι, εκείνο το βράδυ η ιδέα της φωτιάς τον είχε κυριεύσει πλήρως. Προσπάθησε να τη διώξει και για το λόγο αυτό πήγε στον κινηματογράφο και είδε την ελληνική ταινία «Η κόρη του ήλιου» (σκην.: Ντ. Δημόπουλος).Τη στιγμή που το αναμμένο σπίρτο έπεφτε πάνω στη χυμένη βενζίνη, έκλεινε οριστικά ένας κύκλος.
Σχεδόν ένα 24ωρο αργότερα, η Βασιλική άφηνε την τελευταία της πνοή στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Ήταν ένα δωμάτιο όμοιο με αυτό στο οποίο είχε γνωρίσει τον Β. Λυμπέρη, πέντε χρόνια νωρίτερα…
Συνεχίζεται
2 comments:
Είχα την εντύπωση ότι η τελευταία εκτέλεση ήταν αυτή του Παγκρατίδη, γύρω στο 67. Κάνω λάθος;
Καλώς τον Διαστήματα!
Ναι, δεν ήταν ο Παγκρατίδης ο τελευταίος. Σε λίγο θα ανεβάσω το τέταρτο και τελευταίο μέρος αυτού του εγκλήματος, όπου ο Γιάννης Ράγκος έχει συμπεριλάβει και ένα παράρτημα με όλες τις εκτελέσεις από το 1960 και μετά. Ρίξε μια ματιά, έχει ενδιαφέρον.
Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Post a Comment