Monday, November 20, 2006

Οι δολοφόνοι των "Μοναχικών Καρδιών" (II)

Martha
Γεννήθηκε ως Martha Jule Seabrook το 1919, στην πόλη Milton στη βορειοδυτική Florida. Ως παιδάκι, η Martha παρουσίασε αδενικό πρόβλημα, με αποτέλεσμα να ωριμάσει σωματικά γρηγορότερα από τους συνομηλίκους της. Σε ηλικία 10 ετών είχε τη σωματική διάπλαση γυναίκας και τις σεξουαλικές ορμές ενήλικα. Δυστυχώς ήταν ήδη παχύσαρκη από αυτή την ηλικία και, εκτός από τις κοροϊδίες των συμμαθητών της, είχε να αντιμετωπίσει και την κυριαρχική μητέρα της. Κατά τη διάρκεια της δίκης της, το 1951, ισχυρίστηκε πως ο αδελφός της την είχε κακοποιήσει σεξουαλικά σε μικρή ηλικία. Όταν εξομολογήθηκε στη μητέρα της το συμβάν, εκείνη έριξε το φταίξιμο στη Martha και τη χτύπησε. Από τότε και μετά, η μητέρα της έγινε η σκιά της, την ακολουθούσε παντού. Εάν κάποιο αγόρι έδειχνε ενδιαφέρον για τη Martha, η μητέρα της το έδιωχνε με καταιγισμό προσβολών και απειλών. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας της η Martha έγινε στόχος ανηλεών αστεϊσμών και προσβολών, που είχαν ως αποτέλεσμα να την κάνουν να κλειστεί περισσότερο στον εαυτό της. Απομονώθηκε, αποξενώθηκε και έμεινε χωρίς συνομηλίκους φίλους.

Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα σε μια σχολή Νοσηλευτικής στην Pensacola, απ’ όπου αποφοίτησε το 1942, πρώτη στο έτος της. Λόγω, όμως, της εμφάνισής της, στάθηκε αδύνατον να βρει δουλειά ως νοσοκόμα. Έτσι, αναγκάστηκε να πάει να δουλέψει σε ένα τοπικό γραφείο τελετών. Δουλειά της ήταν να ετοιμάζει τα πτώματα των γυναικών για την ταφή. Ήταν ένα σουρεαλιστικό περιβάλλον για τη Martha, η οποία ήταν ήδη μοναχική και απόμακρη. Το να περιποιείται σώματα νεκρών, οποιαδήποτε ώρα ημέρας και νύχτας, ενδέχεται να την έκανε να απολαμβάνει τη συντροφιά εκείνων που δεν μπορούσαν να την πληγώσουν με την κριτική τους και να τη γελοιοποιήσουν. Ζούσε με τους νεκρούς.

Το 1943, και θέλοντας απελπισμένα να ξεκινήσει μια νέα ζωή, μετακόμισε στην California. Σύντομα, βρήκε δουλειά ως νοσοκόμα σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο. Τα βράδια, γύριζε στα μπαρς της περιοχής «ψωνίζοντας» φαντάρους που βρίσκονταν σε άδεια. Αποτέλεσμα αυτής της «δραστηριότητάς» της ήταν μια εγκυμοσύνη. Ο πατέρας ήταν ένας στρατιώτης, ο οποίος δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για τη Martha. Όταν πληροφορήθηκε την εγκυμοσύνη της, προσπάθησε να αυτοκτονήσει πηδώντας στη θάλασσα. Ανίκανη να τον πείσει να την παντρευτεί και βαθειά ντροπιασμένη που κάποιος προτιμούσε να πεθάνει παρά να την κάνει γυναίκα του, η Martha επέστρεψε στη Florida, καταθλιμμένη και μόνη.

Στο Milton, η Martha έπρεπε να εξηγήσει την εγκυμοσύνη. Έτσι εφηύρε ένα σύζυγο, αξιωματικό του Ναυτικού, με τον οποίο είχε παντρευτεί στην California και που όλοι θα γνώριζαν μόλις επέστρεφε από τον Ειρηνικό. Αγόρασε και μια βέρα και την φορούσε καμαρώνοντας. Στη συνέχεια έστειλε ένα τηλεγράφημα στον εαυτό της, πληροφορώντας τον για τον θάνατο του «συζύγου της εν ώρα υπηρεσίας». Έπαθε υστερία με την αναγγελία των «νέων», όλη η πόλη της συμπαραστάθηκε και, μάλιστα, το γεγονός πέρασε και στον τοπικό τύπο. Η Martha έγινε αποδέκτης μεγάλης προσοχής και συμπάθειας λόγω της «απώλειάς» της. Την άνοιξη του 1944 γέννησε την κόρη της, Willa Dean.

Λίγους μήνες αργότερα γνώρισε έναν οδηγό λεωφορείου από την Pensacola, τον Alfred Βeck και έμεινε πάλι έγκυος. Ο Alfred, νοιώθοντας ενοχές για την εγκυμοσύνη την παντρεύτηκε στα τέλη του 1944. Έξι μήνες αργότερα χώρισαν. Η Martha είχε χάσει τη δουλειά της από τον προηγούμενο χρόνο και τώρα βρισκόταν πάλι μόνη της, με δυο μικρά παιδιά και μηδενικό εισόδημα. Βυθίστηκε στον κόσμο της φαντασίας και των ρομαντικών μυθιστορημάτων και παρακολουθούσε ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο αγαπημένος της ηθοποιός Charles Boyer. Διάβαζε γλυκερά γυναικεία περιοδικά και ονειρευόταν τον άνδρα που θα την έσωζε από τη μοναξιά και την απελπισία της. Στις αρχές του 1946 βρήκε, επιτέλους, μια σταθερή δουλειά στο Νοσοκομείο Παίδων της Pensacola.

Η Martha ήταν μια εξαιρετική νοσοκόμα. Αντιμετώπιζε τη δουλειά και τις ευθύνες της με σοβαρότητα. «Διάλεξα αυτό το επάγγελμα», έγραψε, «χωρίς καμιά σκέψη για προσωπικό όφελος. Θέλησα να προετοιμάσω τον εαυτό μου για το επάγγελμα αυτό, μόνο και μόνο για να προσφέρω βοήθεια και υπηρεσία στους άλλους». Όντας δυστυχισμένη κοινωνικά, η Martha αφοσιώθηκε στη δουλειά της. Πριν περάσει χρόνος, πήρε προαγωγή και σύντομα έγινε Προϊσταμένη στο νοσοκομείο. Αλλά εξακολουθούσε να βασανίζεται από κατάθλιψη και να περιμένει τη μέρα που θα είχε έναν άντρα ολόδικό της, που θα την «γέμιζε» συντροφικά και σεξουαλικά και, κυρίως, θα βίωνε μαζί του τον έρωτα, έτσι όπως τον διάβαζε στα λαϊκά περιοδικά που υπήρχαν σε στοίβες στο διαμέρισμά της.

Μια μέρα, κάποια συνάδελφος θέλοντας να αστειευτεί μαζί της, της έστειλε με το ταχυδρομείο ένα φυλλάδιο με αγγελίες για «μοναχικές καρδιές», γυναίκες και άντρες που αναζητούσαν συντρόφους. Ενώ στην αρχή έκλαψε πικραμένη για την κοροϊδία, στη συνέχεια αποφάσισε να δημοσιεύσει κι αυτή μιαν αγγελία. Έτσι κι έκανε, αποκρύπτοντας το υπερβολικό της βάρος και τα δύο της παιδιά. Από εκεί και μετά, περίμενε τον Πρίγκιπα του Παραμυθιού να καταφθάσει με το καθημερινό ταχυδρομείο.



Ένα γράμμα από τη Νέα Υόρκη
Στην ηλιόλουστη Florida, όσο η Martha προόδευε επαγγελματικά, τόσο απελπιζόταν προσωπικά. Είχαν ήδη περάσει δυο εβδομάδες από τότε που είχε δημοσιεύσει την αγγελία της και δεν είχε λάβει καμία απάντηση. Αλλά λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1947, είχε την πρώτη και μοναδική ανταπόκριση.

Το γράμμα ήταν από κάποιον Raymond Fernandez από τη Δυτική 139η Οδό, στη Νέα Υόρκη. Έγραφε πως ήταν επιτυχημένος και αξιοσέβαστος επιχειρηματίας, ασχολούμενος με εισαγωγές και εξαγωγές. Η γραφή του ήταν περίτεχνη, υπερβολικά ευγενής και φαινόταν ειλικρινής. Έγραφε πως ήταν Ισπανός που πρόσφατα είχε έλθει από τη χώρα του στην Αμερική, όπου οι επαγγελματικές ευκαιρίες ήταν περισσότερες. Έγραφε πως ζούσε μόνος «σε αυτό το διαμέρισμα, το τόσο μεγάλο για έναν εργένη, αλλά που ήλπιζε, κάποια μέρα, να το μοιραστεί με μια σύζυγο». Ο Fernandez έγραψε στη Martha ότι γνώριζε πως ήταν νοσοκόμα και πως «ήταν σίγουρος πως είχε μια καρδιά γεμάτη με την ικανότητα να παρηγορεί και ν’ αγαπά».

Ήταν ήδη πολύ για την ονειροπαρμένη Martha. Κουβαλούσε το γράμμα πάντα μαζί της και το ξαναδιάβαζε σε κάθε ευκαιρία. Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο καλά έγραφε ο Ισπανός μετανάστης και πόσο εκφραστικός ήταν. Αγόρασε ακριβά είδη αλληλογραφίας και άρχισε μια επικοινωνία διάρκειας δύο εβδομάδων, με καθημερινά γράμματα και ανταλλαγή φωτογραφιών. Οι φωτογραφίες για τη Martha αποτέλεσαν ένα πρόβλημα. Δεν ήθελε να χάσει τον «Ρωμαίο» της εξαιτίας του βάρους της. Έτσι, του έστειλε μια ομαδική φωτογραφία με άλλες νοσοκόμες, στην οποία ήταν μισοκρυμμένη πίσω από άλλες.

Δεν μπορούσε να ξέρει ότι η εξωτερική εμφάνιση δεν απασχολούσε καθόλου τον Raymond Fernandez. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε εξαπατήσει πολλές δεκάδες γυναίκες απ’ όλη τη χώρα. Αδιαφορούσε αν τα θύματά του ήταν παχιά, αδύνατα, νεαρά ή ηλικιωμένα. Είχε μόνο ένα κριτήριο: έπρεπε να έχουν πόρους. Όταν έμαθε ότι η Martha ήταν νοσοκόμα, υπέθεσε ότι είχε χρήματα, ή ένα σπίτι ή, τέλος πάντων, οτιδήποτε αξίας. Ήξερε ότι έπρεπε να ανταλλάξει αρκετά γράμματα και τηλεφωνήματα πριν προτείνει μια προσωπική συνάντηση. Έπρεπε να «χτίσει» μια σχέση εμπιστοσύνης και σεξουαλικής επιθυμίας ανάμεσα σ’ αυτόν και το θύμα του. Μετά από αρκετές δοκιμές και λάθη, είχε καταλήξει σε ένα μοντέλο συμπεριφοράς και το ακολουθούσε ευλαβικά.

Όταν το θύμα συνειδητοποιούσε την εξαπάτησή του, απέφευγε, τις περισσότερες φορές, να καταφύγει στην αστυνομία. Αισθανόταν ταπεινωμένο, ντροπιασμένο και ένοχο και δεν ήθελε να συνδεθεί το όνομά του με τις «μοναχικές καρδιές», που έψαχναν άντρα μέσω αγγελιών. Από την άλλη, ο υπερφίαλος Fernandez, φανταζόταν πως οι γυναίκες έμεναν απίστευτα ικανοποιημένες από τις σεξουαλικές του επιδόσεις και πίστευε πως ο λόγος που δεν τον κατέδιδαν ήταν ότι αναγνώριζαν πως αυτά που τους είχε αφαιρέσει ήταν απλώς το τίμημα για τις «υπηρεσίες» του.

Μετά, λοιπόν, την ανταλλαγή των απαιτούμενων επιστολών, ο Fernandez προχώρησε στο απαιτούμενο, κατά τη γνώμη του, βήμα και ζήτησε από τη Martha μια τούφα από τα μαλλιά της. Του ήταν απαραίτητη για να κάνει τα μάγια του βουντού, προκειμένου να την έχει δέσμιό του. Ακολουθούσε τις οδηγίες από το βιβλίο «Magic Island» του William Seabrook, μια βίβλο με βουντού και ξόρκια. Θεώρησε ως καλό οιωνό το γεγονός ότι ο αγαπημένος του συγγραφέας και το τελευταίο θύμα του είχαν το ίδιο επώνυμο.

Η Martha ήταν συνεπαρμένη που κάποιος άντρας είχε ζητήσει μια τούφα από τα μαλλιά της. Του έστειλε μια πλούσια μπούκλα με το επόμενο γράμμα της, το οποίο είχε ψεκάσει με το άρωμά της. Σκέφτηκε πως, ίσως, είχε έρθει πια η σειρά της. Φαντάστηκε πως ο Raymond Fernandez ήταν ο ιππότης με την αστραφτερή πανοπλία, ο εραστής των ονείρων της, που θα την έπαιρνε μακριά από τη μιζέρια της καθημερινότητας.

Ίσως η τύχη της είχε αρχίσει να αλλάζει.

****

Αφού ο Fernandez είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της Martha και είχε τελέσει τη μυστική βουντού τελετουργία του, αποφάσισε πως είχε φτάσει η ώρα για την προσωπική συνάντηση. Κανόνισε να κατέβει με τραίνο στη Florida και να συναντηθεί με τη Martha στο σταθμό. Φυσικά, η Martha, καταλαβαίνοντας πως είχε έρθει η ώρα που θα αποκαλύπτονταν τα ψέματα που είχε πει για τον εαυτό της, ένοιωθε νευρική και ανήσυχη, αλλά η περιέργειά της και η επιθυμία της να τον συναντήσει γρήγορα παρέκαμψαν αυτό το πρόβλημα. Στις 28 Δεκέμβρη του 1947 ο Raymond Fernandez έφτασε στη Florida.

Στην αρχή ο Fernandez εξεπλάγη από το μέγεθος της Martha, αλλά δεν έδειξε σημάδια δυσαρέσκειας. Εκείνη, πάλι, ξετρελάθηκε μαζί του. Δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη της που της επεφύλασσε έναν τόσο όμορφο άντρα. Ήταν οτιδήποτε είχε ονειρευτεί, κι ακόμα περισσότερα. Μάλιστα, έβρισκε πως ο Fernandez έμοιαζε και στον αγαπημένο της ηθοποιό Charles Boyer. Πήγαν σπίτι της, όπου η Martha σύστησε στον Fernandez τα δυο της παιδιά και ετοίμασε γεύμα. Όταν τα παιδιά κοιμήθηκαν, ο Fernandez έκανε την κίνησή του. Η Martha, ήδη μαγεμένη από το γεγονός ότι της έδινε σημασία, παραδόθηκε άνευ όρων. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένοιωσε πλήρως ικανοποιημένη σεξουαλικά. Ήταν μια αποκάλυψη.

O Fenrnandez, από την άλλη, σκεφτόταν το σχέδιό του. Ανυπομονούσε να ανακαλύψει αν η Martha ήταν «αξιόλογο» θύμα, ή έχαν άδικα το χρόνο του μαζί της. Πέρασαν μαζί την επόμενη μέρα και νύχτα και έκαναν σεξ αρκετές φορές. Η Martha του ορκίστηκε αιώνια αγάπη και του ζήτησε να μείνει στη Florida και να παντρευτούν. Ο Fernandez, όμως, δεν ήθελε γάμο: ήθελε να συνεχίσει τη «δουλειά» του. Ξαφνικά είπε στη Martha ότι οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις τον καλούσαν πίσω στη Νέα Υόρκη. Η Martha αντέδρασε έντονα και, τότε, της υποσχέθηκε πως θα επιστρέψει σύντομα κοντά της ή θα της στείλει χρήματα για να πάει εκείνη να τον συναντήσει στη Νέα Υόρκη. Η Martha αυτό το ερμήνευσε ως πρόταση γάμου.Αφού τον ξεπροβόδισε στο σταθμό του Jacksonville, επέστρεψε στο Milton και είπε σε όλους ότι επρόκειτο να ξαναπαντρευτεί. Ήταν χαρούμενη όσο ποτέ και, μάλιστα, έγινε και ένα πάρτυ προς τιμήν της. Την ημέρα, όμως, του πάρτυ, έλαβε ένα γράμμα από τον Fernandez στο οποίο της έγραφε ότι είχε παρεξηγήσει τα αισθήματά του προς αυτήν και πως δεν θα επέστρεφε στη Florida. Η Martha κατέρρευσε. Μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας ο Fernandez υπαναχώρησε και συμφώνησε να της επιτρέψει να τον επισκεφτεί στη Νέα Υόρκη. Έτσι κι έγινε. Έμεινε μαζί του για δυο υπέροχες εβδομάδες.

Όταν επέστρεψε στη Florida, απολύθηκε από τη δουλειά της χωρίς καμία εξήγηση. Όταν προσπάθησε να μάθει το λόγο αρνήθηκαν να της πουν. Η Martha υπέθεσε πως ήταν επειδή είχε συνάψει ερωτική σχέση με έναν λατίνο από τη Νέα Υόρκη. Πήρε την τελευταία επιταγή με το μισθό της, ετοίμασε βαλίτσες, πήρε τα δυο της παιδιά, αποχαιρέτησε μερικούς φίλους και επιβιβάστηκε στο πρώτο λεωφορείο για Νέα Υόρκη.

Όταν ο Fernandez άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός του, το πρωί της 18ης Ιανουαρίου του 1948, είδε έκπληκτος τη Martha με τα παιδιά της να στέκονται εμπρός του. Αυτό ήταν κάτι χωρίς προηγούμενο στην καριέρα του ως κλέφτη και απατεώνα. Εντούτοις, δεν είχε αντίρρηση να έχει τη Martha μαζί του. Ένοιωθε καθησυχαστικά κοντά της, τον περιποιόταν και του μαγείρευε. Αλλά τα παιδιά έπρεπε να φύγουν και αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο. Η Martha θεώρησε ότι ο αποχωρισμός της από τα παιδιά της ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να έχει τον Fernandez. Στις 25 Ιανουαρίου του 1948 τα παρέδωσε στο Στρατό της Σωτηρίας και τα εγκατέλειψε. Για τα επόμενα τρία χρόνια δεν είχε κανενός είδους επαφή μαζί τους. Και μέχρι τον εγκλεισμό της στις φυλακές του Sing Sing το 1951, δεν τα ξανασκέφτηκε.

Συνεχίζεται

1 comment:

Goudaki! said...

Και μετα; Και μετά;