Wednesday, November 29, 2006

Οι δολοφόνοι των "Μοναχικών Καρδιών" (IV)

Η σύλληψη
Μετά τη σύλληψή τους, στις 28 Φεβρουαρίου 1949, η Beck και ο Fernandez μεταφέρθηκαν στο γραφείο του εισαγγελέα της κομητείας του Kent, όπου ανακρίθηκαν από τον ίδιο και την αστυνομία. Ίσως επειδή είχαν ήδη υποταχθεί στη μοίρα τους, κανείς από τους δύο δεν ζήτησε δικηγόρο, ούτε απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις. «Δεν είμαι ένας μέσος δολοφόνος», είπε ο Fernandez στους ανακριτές του. Και οι δύο διηγήθηκαν μια ιστορία γεμάτη σεξ, απάτες και φόνους. Υπέγραψαν μιαν ομολογία 73 σελίδων, παρουσία του Εισαγγελέα της Κομητείας του Kent, Roger McMahon, ο οποίος τους διαβεβαίωσε πως δεν θα τους παρέδιδε στην αστυνομία της Νέας Υόρκης. Ο Fernandez και η Beck γνώριζαν πως στο Michigan δεν υπήρχε η θανατική ποινή και προτιμούσαν να παραμείνουν στο Kent παρά να οδηγηθούν στη Νέα Υόρκη, όπου θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κατηγορία για τη δολοφονία της Fay.

«Η ηλεκτρική καρέκλα με τρομάζει», είπε η Martha. Με την υπόσχεση ότι αν έλεγαν την αλήθεια ο Fernandez θα ήταν ελεύθερος σε έξι χρόνια, δείχνοντας καλή διαγωγή, συνεργάστηκαν πλήρως με τους ανακριτές.

Την επόμενη μέρα η υπόθεση των δολοφόνων των Μοναχικών Καρδιών, υπήρχε πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες της Αμερικής. Όποτε εμφανίζονταν ο Fernandez και η Beck, συνοδεία αστυνομικών, οι φωτογράφοι ήταν εκεί, ελπίζοντας να απαθανατίσουν το πιο φρικτό ζευγάρι της Αμερικής. Σύντομα άρχισαν οι αναφορές για το παρουσιαστικό της Martha. Μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που της απέδωσαν ήταν: χοντρή, ναζού, Big Martha, 200 κιλά οργής, η ζωντοχήρα που χαχανίζει, άσχημη, διαταραγμένη. Όλες η αναφορές στο όνομά της συνοδεύονταν από εκτίμηση των κιλών της με, σχεδόν πάντα, μεγάλη δόση υπερβολής (την εποχή της σύλληψής της ζύγιζε 106 κιλά). Ο τύπος της Νέας Υόρκης είχε, δυστυχώς, μια μακρά παράδοση σε τέτοιου είδους αναφορές, σε περιπτώσεις δολοφονιών, ιδίως αν ο δράστης ήταν γυναίκα. Από την εποχή της Ruth Snyder το 1927, μέχρι σήμερα, τα tabloids της πόλης, χάνουν συχνά κάθε αίσθηση αντικειμενικότητας, όταν περιγράφουν δίκες κατά τις οποίες ο κατηγορούμενος είναι γυναίκα.

Τα άρθρα στις εφημερίδες είχαν δημιουργήσει την εντύπωση πως οι κατηγορούμενοι ήταν αναμφίβολα ένοχοι και πως η δίκη δεν ήταν παρά μια τυπικότητα που έπρεπε να ακολουθηθεί. Και παντού ήταν διάχυτη η άποψη ότι στον Fernandez και στη Beck δεν άξιζε τίποτα λιγότερο από την θανατική ποινή. Η πίεση προς αυτή την κατεύθυνση ήταν τεράστια.

Την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου του 1949, μετά από αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα του Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Thomas Dewey στην πολιτεία του Michigan, έγινε συμφωνία μεταξύ των εισαγγελέων: η πολιτεία του Michigan απέσυρε τις κατηγορίες για τους φόνους των Downing και εξέδωσε τους κατηγορούμενους στην πολιτεία της Νέας Υόρκης να δικαστούν για τη δολοφονία της Janet Fay.

Ο λόγος ήταν απλός: το Michigan δεν είχε ηλεκτρική καρέκλα.

Το τσίρκο της δίκης
Η δίκη της Martha Beck και του Raymond Fernandez, άρχισε στις 28 Ιουνίου του 1949, με έναν πρωτοφανή καύσωνα να ταλαιπωρεί την πόλη της Νέας Υόρκης και τους κατοίκους της. Ένας νεαρός δικηγόρος του Manhattan, o Herbert E. Rosenberg, επιλέχθηκε για να εκπροσωπήσει τη Martha και τον Raymond. Φυσικά, η επιλογή ενός μόνο δικηγόρου και για τους δύο κατηγορούμενους ήταν αντιδεοντολογική και άδικη για τους κατηγορούμενους. Λόγω του καύσωνα η δίκη αποφασίστηκε να διεξαχθεί στο μεγαλύτερο και πιο ευρύχωρο Ανώτατο Δικαστήριο του Bronx, κοντά στο περίφημο στάδιο του baseball των Yankees. Τίποτα, όμως, δεν μπορούσε να σώσει τους θεατές της από τις συνέπειες του καύσωνα, που ήταν ο χειρότερος στην ιστορία της πόλης μέχρι σήμερα. Μόνο κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου 4-5 Ιουλίου του 1949, πέθαναν τουλάχιστον 881 άτομα.

Δικαστής ορίστηκε ο Ferdinand Pecora, αυστηρός αλλά δίκαιος. Δημόσιος κατήγορος ήταν ο Edward Robinson Jr., που ήταν στην υπόθεση από την αρχή της και ήταν ο διαμεσολαβητής για την έκδοση των Fernandez και Beck στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Η κατηγορούσα αρχή άρχισε την παρουσίαση της υπόθεσης με ένα μπαράζ ενοχοποιητικών καταθέσεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών του ιατροδικαστή, φίλων της Janet Fay καθώς και του σπιτονοικοκύρη της. Ακολούθησαν οι αστυνομικοί του Michigan που είχαν κάνει τη σύλληψη καθώς και ντετέκτιβς που παρουσίασαν στο δικαστήριο τα πειστήρια του εγκλήματος.

Ο Raymond Fernandez κατέθεσε στις 11 Ιουλίου του 1949. Αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμιξη στη δολοφονία της Fay και είπε ότι είχε γνωρίσει τη Martha λίγο καιρό πριν, γράφοντας στα κλαμπς των Μοναχικών Καρδιών. Παραδέχτηκε πως είχε ομολογήσει στις αρχές του Michigan, αλλά ισχυρίστηκε πως το έκανε μόνο για να σώσει την αγαπημένη του Martha, και πως επιθυμούσε να πάρει πίσω την ομολογία του. Με απαλή φωνή και συχνά χαμογελώντας προς τη Martha, η οποία συγκατένευε στα λεγόμενά του, ο Fernandez παρουσίαζε την εικόνα του διανοούμενου ισπανού τζέντλεμαν. «Όλες μου οι καταθέσεις έγιναν με σκοπό να βοηθήσω τη Martha», είπε. «Την αγαπούσα, δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά».

Αλλά ο εισαγγελέας Edward Robinson κατέρριψε τους ισχυρισμούς του Fernandez αναφέροντας τα ονόματα των Jane Thompson, Delphine Downing, Rainelle Downing και Myrtle Young. Όλες ήταν νεκρές μετά τη συνάντησή τους με τον Raymond Fernandez. Και όλα αυτά τα είπε φωνάζοντας στον Fernandez. «Ο κύριος Fernandez δεν είναι κουφός», του είπε σε κάποια στιγμή η Martha από το κάθισμά της. Αλλά και ο Fernadez κέρδισε «πόντους» όταν μίλησε για τις συνθήκες της ανάκρισής του στο Michigan. «Ο οποιοσδήποτε είχε δικαίωμα να μου κάνει ερωτήσεις» είπε, «ακόμα και οι δημοσιογράφοι. Δεν ήξερα που πατούσα και που βρισκόμουν. Και ο εισαγγελέας είπε πως οτιδήποτε και να έλεγα δεν θα το χρησιμοποιούσαν εναντίον μου». Ο Fernandez ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του και συνέχισε, καθώς κατάλαβε πως αυτό το σημείο ήταν πολύ σημαντικό. «Είπαν πως θα με δίκαζαν για δολοφόνο στη Νέα Υόρκη και θα άφηναν τη Martha ελεύθερη. Εγώ σαν άντρας, μπορούσα πιο εύκολα να αντέξω. Είπαν πως αν συνεργαζόμουν θα έβγαινα από τη φυλακή σε έξι χρόνια. Εάν δεν συνεργαζόμουν θα έτρωγα ισόβια».

Αλλά η κατηγορούσα αρχή είχε πολλά εναντίον τους. Η μακροσκελής ομολογία τους, με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, ήλθε πολλές φορές στο προσκήνιο για να τους στοιχειώσει. Το ακροατήριο κρατούσε την ανάσα του, όσο διαβάζονταν οι φρικιαστικές αφηγήσεις. «Μπορώ ακόμα να το ακούσω. Το αίμα στάζει, στάζει, στάζει και ο ήχος του νομίζεις πως ακούγεται σε ολόκληρο το σπίτι», είχε πει η Martha στους ανακριτές της. Όταν ο Fernandez στραγγάλισε τη Fay, η μασέλα της πετάχτηκε έξω από το στόμα της. Φρόντισαν να την εξαφανίσουν γιατί, όπως κατέθεσε η Martha «αν έβρισκαν το πτώμα της η μασέλα θα διευκόλυνε την αναγνώρισή του». Στη συνέχεια ο Robinsonρώτησε τον Fernandez αν πυροβόλησε και σκότωσε τη Delphine Downing. «Αυτό είναι αλήθεια», απάντησε. Αλλά όταν τον ρώτησε αν σκότωσε τη Janet Fay το αρνήθηκε. Σε εκείνο το σημείο η Martha σηκώθηκε από τη θέση της. «Νομίζω, κ. Πρόεδρε πως τώρα πρέπει να καταθέσω εγώ!», είπε. Ο δικαστής την επέπληξε ενώ ο δικηγόρος της την τραβούσε στη θέση της. Η ομολογία τους, σελίδα με τη σελίδα, και η κάθε μια πιο επιβαρυντική από την προηγούμενη, διαβάστηκε ολόκληρη στο ακροατήριο. Το ταξίδι του ζευγαριού στην απάτη, το σεξ και το φόνο περιγράφηκε με κάθε λεπτομέρεια.

Η κατάθεση του Raymond Fernandez περιείχε εκτενείς περιγραφές των σεξουαλικών του σχέσεων με τα θύματά του. Πολύς λόγος έγινε για τρεις παρτίδες strip poker, που έπαιξαν η Martha και η Esther Henne, ένα από τα θύματά του. Όποια κέρδιζε την τελευταία παρτίδα θα είχε ως έπαθλο τον Fernandez στο κρεβάτι της. Κέρδισε η Martha. Αυτός ο τύπος κατάθεσης συνεχίστηκε για όλο το πρωϊνό της 21ης Ιουλίου και ήταν τόσο «περιγραφικός» που «οι μη έχοντες εργασία απαγορευόταν να παρευρίσκονται έξω από την αίθουσα στην οποία διεξαγόταν η δίκη». Οι New York Times έγραψαν πως «πολλοί από τους θεατές, κυρίως γυναίκες, δεν βγήκαν για το μεσημεριανό τους γεύμα για να μην χάσουν τις θέσεις τους».

Η κατάθεση της Martha
Οι προβλέψεις για την κατάθεση της Martha είχαν αρχίσει αρκετές εβδομάδες πριν. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από ιστορίες για το πώς θα κατέθετε η Martha. Θα κατέδιδε τον Raymond? Θα αναλάμβανε μόνη της όλη την ευθύνη? Θα έκλαιγε? Όταν άκουσε το όνομά της το πρωί της 25ης Ιουλίου 1949, σηκώθηκε από τα έδρανα της υπεράσπισης και προχώρησε αργά στη θέση του μάρτυρα. Ανέβηκε τα δύο σκαλιά που οδηγούσαν στο έδρανο και κάθισε στη θέση της. Φορούσε ένα γκρίζο καλοκαιρινό φόρεμα με άσπρες βούλες, πράσινες γόβες-στιλέτο και είχε περασμένες δυο σειρές μαργαριτάρια γύρω από το λαιμό της. Ήταν μια εμφάνιση ακατάλληλη για αίθουσα δικαστηρίου. Μετά τις περιγραφές του Raymond για τις «ανώμαλες σεξουαλικές» προτιμήσεις τους, η αίθουσα ήταν κατάμεστη από περίεργους ακροατές και δημοσιογράφους.

Όσο η Martha έλεγε την ιστορία της στο κατάμεστο και σιωπηλό δικαστήριο, ο Fernandez παρέμενε αλύγιστος στη θέση του, μην ξέροντας τι να περιμένει. Η Martha άρχισε από την παιδική της ηλικία, εξιστορώντας όλα της τα προβλήματα. Μίλησε για δυο σεξουαλικές επιθέσεις που δέχτηκε στα 13 της, η μία εκ των οποίων την άφησε έγκυο. Ανέφερε ότι έκτοτε παρέμενε φοβισμένη και ντροπαλή απέναντι στους άντρες και ότι πάντα ονειρευόταν να ερωτευτεί. «Η ζωή που ζούσα δεν άξιζε» είπε. «Προτιμούσα να πεθάνω, παρά να συνεχίζω να καυγαδίζω με τη μητέρα μου για το υπόλοιπο της ζωής μου». Είπε ότι η μητέρα της ήταν αφόρητα καταπιεστική ώστε εκείνη «ήταν υποχρεωμένη να της δίνει λεπτομερέστατη αναφορά για τον ποιον συναντούσε και τι έκανε μαζί του». Είχε κάνει αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας. Η τύχη της με τους άντρες ήταν εξίσου κακή. Κάθε φορά που έκανε κάποιον δεσμό, δεν οδηγούσε πουθενά. Ο πρώτος της γάμος τελείωσε άδοξα, όταν ο σύζυγός της την εγκατέλειψε έγκυο. «Μου είχε δώσει την εντύπωση πως ήμουν η μόνη γυναίκα που είχε αγαπήσει», είπε με δάκρυα στα μάτια. Όλες της οι σχέσεις μετά το γάμο της ήταν καταστροφικές. Είχε ήδη δυο παιδιά, αλλά όχι σύντροφο. Έκανε άλλη μια απόπειρα αυτοκτονίας. Όταν εξήγησε στο δικαστήριο γιατί εγκατέλειψε τα παιδιά της, το Γενάρη του 1948 στο Στρατό της Σωτηρίας, ξέσπασε σε λυγμούς.

Αναφορικά με τον Fernandez, η Martha ισχυρίστηκε πως γνώριζε ότι ήταν δολοφόνος και πως τον βοηθούσε να βρίσκει τα θύματά του ανάμεσα στις μοναχικές γυναίκες. «Ο Raymond είχε πολλές φωτογραφίες από αυτές τις γριές μέγαιρες, που του έστελναν γράμματα και ήθελαν να αλληλογραφήσουν μαζί του», είπε. Μερικές φορές η Martha γέλασε όταν θυμόταν πόσο εύκολο ήταν για τον Raymond να εξαπατά τα θύματά του. Όταν έγινε η ερώτηση για τη Fay, η Martha είπε ότι το μόνο που θυμάται ήταν ότι ο Fernandez της ζήτησε να την κάνει να σωπάσει. Μετά βρέθηκε να στέκεται πάνω από το άψυχο κορμί της με τον Fernandez να την ταρακουνάει από τους ώμους φωνάζοντας «Για όνομα του Θεού, Martha, τι έκανες?».

Όταν ο εισαγγελέας τη ρώτησε για την αγάπη της προς τον Fernandez, η Martha τον υπερασπίστηκε. «Αγαπούσαμε πολύ ο ένας τον άλλο και θεωρούσα τη σχέση μας ιερή. Αναφερθήκατε στον τρόπο που κάναμε έρωτα και τον χαρακτηρίσατε ανώμαλο, αλλά τίποτα δεν είναι ανώμαλο μπροστά στην αγάπη που είχα για τον Fernandez», είπε. Η Martha κουνιόταν νευρικά στη θέση της, σε μια ξύλινη καρεκλίτσα φτιαγμένη για πολύ πιο μικρόσωμους ανθρώπους. Είπε πως κάθε παράκληση του Fernandez για εκείνη ήταν εντολή. Τον αγαπούσε τόσο, ώστε να κάνει οτιδήποτε της ζητούσε. Επέμενε πως δεν θυμόταν τίποτα από το φόνο της Fay, μέχρι που την είδε να αιμορραγεί στα πόδια της. Σύμφωνα με τις οδηγίες της ο Fernandez έδεσε ένα φουλάρι γύρω από το λαιμό του θύματος και το έσφιξε για να λειτουργήσει, υποτίθεται, ως αιμοστατικός επίδεσμος. Η Martha υποστήριξε ότι γνώριζε, από την εμπειρία της ως νοσοκόμα, πως ένας αιμοστατικός επίδεσμος στο λαιμό σταματά την αιμορραγία του κεφαλιού.

Η κατάθεση της Martha κράτησε τρεις μέρες. Με μεταπτώσεις στις αντιδράσεις (άλλοτε εριστική, άλλοτε δακρυσμένη και άλλοτε θυμωμένη), η Martha έδωσε τέτοιες λεπτομέρειες για τη σεξουαλική της ζωή με τον Fernandez, ώστε πολλές γυναίκες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την αίθουσα. Όταν άρχισε να περιγράφει διάφορες σεξουαλικές πράξεις που συνδέονταν με την πρακτική του βουντού, χρειάστηκε η παρέμβαση δύο δωδεκάδων αστυνομικών για να συγκρατήσουν τα πλήθη που ήθελαν να μπουν στο δικαστήριο.

Η ετυμηγορία
Στις 18 Αυγούστου του 1949, μετά από 44 μέρες καταθέσεων και μια πεντάωρη ομιλία του δικαστή Pecora, οι ένορκοι αποσύρθηκαν για να συνεδριάσουν. Η συνεδρίαση άρχισε στις 21.45 μ.μ. Σε κάποιο σημείο ζήτησαν να ξαναδιαβάσουν την ομολογία του Fernandez, ενώ ζήτησαν διευκρινήσεις για τον όρο «προμελέτη». Αρκετοί πίστευαν πως ο Fernandez θα χρεώνονταν με το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης και πως η Martha θα αντιμετώπιζε ελαφρύτερη ποινή. Οι ένορκοι συνέχισαν άυπνοι τη συνεδρίασή τους και στις 08.30 π.μ. το επόμενο πρωί είχαν καταλήξει σε ετυμηγορία. Η ειρωνεία είναι πως πολλοί από τους «θαμώνες» της δίκης είχαν αποχωρήσει, νομίζοντας πως οι ένορκοι θα συνεδρίαζαν την επόμενη ημέρα. Έτσι, όταν ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους, στην αίθουσα δεν ήταν σχεδόν κανείς.

Το σώμα των ενόρκων, αποτελούμενο από δέκα άντρες και δύο γυναίκες, κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση: ο Fernandez και η Beck κρίθηκαν ένοχοι για φόνο πρώτου βαθμού. Οι κατηγορούμενοι δεν έδειξαν καμία συγκίνηση ή έκπληξη, αν και η Daily News έγραψε πως «η κ. Beck, όπως τόσες φορές είχε κάνει κατά τη διάρκεια της δίκης, πήρε μια ξεδιάντροπη έκφραση». Δεν υπήρχε καμία έκκληση για έλεος για κανέναν από τους κατηγορουμένους.

Οδηγήθηκαν στις φυλακές. Σε ερώτηση ενός φρουρού τι τους οδήγησε στο έγκλημα, η Martha απάντησε: «Έμπλεξα. Δεν είχα έλεγχο», ο δε Fernandez «ένα ατύχημα». Χωρίστηκαν και οδηγήθηκαν ο καθένας στο κελί του, στην Πτέρυγα των Μελλοθανάτων. Η Martha, κατά ειρωνική σύμπτωση, οδηγήθηκε στο ίδιο κελί που το 1927 είχε «φιλοξενήσει» τη Ruth Snyder και αργότερα, το 1936, την Eva Coo. Και οι δύο πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα. Το κελί είχε έναν πάγκο που χρησίμευε για κρεβάτι, έναν νιπτήρα και μια λεκάνη. Η μόνη παρέα της Martha ήταν οι δεσμοφύλακες. Πα΄ρεδωσε μια λίστα με τους ανθρώπους που θα δεχόταν ως επισκέπτες. Αυτή περιελάμβανε τον πρώην σύζυγό της, Alfred Beck, τον αδελφό της και τρεις αδελφές της. Επίσης συμπεριέλαβε τα παιδιά της που είχε εγκαταλείψει: την πεντάχρονη Carmen και τον τετράχρονο Anthony.


Συνεχίζεται

2 comments:

Goudaki! said...

Θα τελειώσει ποτέ αυτή η υπόθεση? Πόσες συνέχειες έχει ακόμα? Την ψυχή μας έχεις βγάλει!!!

Σταυρούλα said...

Υπομονή διαθέτω ευτυχώς! Εκείνο που με τρώει είναι το τι θα γίνει όταν συναντηθεί με τα παιδιά της! Μαστόρισσα Νίνα! ;)