Monday, November 06, 2006

Το βαμπίρ του Düsseldorf (I)


Εισαγωγή
Λίγο πριν εκτελεστεί στη γκιλοτίνα, ο Peter Kurten, ο αποκαλούμενος «το βαμπίρ του Düsseldorf», ρώτησε τον ψυχίατρο της φυλακής: «Πες μου, αφού κοπεί το κεφάλι μου, θα μπορέσω ν’ ακούσω, έστω και για μια στιγμή, τον ήχο του αίματός μου να ξεπηδά απ’ τον κομμένο μου λαιμό?». Όταν ο γιατρός του απάντησε ότι πιθανότατα τ’ αυτιά του και ο εγκέφαλός του θα λειτουργούν για αρκετά δευτερόλεπτα μετά τον αποκεφαλισμό, ο Kurten απάντησε: «Αυτή θα είναι η τελευταία των απολαύσεων».

Ο Peter Kurten ήταν, σαφέστατα, ένας πολύ άρρωστος άνθρωπος και η εκτέλεσή του, τον Ιούλιο του 1931, γέμισε με ανακούφιση τους κατοίκους του Düsseldorf, που αγωνίζονταν να επιβιώσουν, στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης.

Δυο χρόνια αργότερα οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία και μια από τις δεσμεύσεις τους ήταν η επιβολή του νόμου και της τάξης, καθώς και η υπόσχεση να τσακίσουν «έκφυλους» σαν τον Kurten και έναν άλλο κατά συρροή δολοφόνο, τον Fritz Haarmann, ο οποίος είχε εκτελεστεί στο Ανόβερο το 1925. Η ειρωνεία είναι πως αν ο Kurten ήταν εν ζωή μια δεκαετία αργότερα, θα είχε, χωρίς αμφιβολία, συνταχθεί με τους Ναζί και οι σαδιστικές του ορέξεις θα είχαν εκφραστεί αχαλίνωτες. Πιθανότατα θα είχε καταλήξει αξιωματικός των SS.

Η δίψα του Kurten για αίμα ξέφυγε από κάθε έλεγχο το 1929, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να καταδικαστεί για εννέα φόνους (αν και τον βάραιναν υποψίες για 68), και να εκτελεστεί. Η πλειοψηφία των θυμάτων του ήταν γυναίκες και παιδιά, χωρίς να αποκλείονται και οι άνδρες. Το κίνητρό του ήταν ο σεξουαλικός σαδισμός και η απόλαυση του φόνου για το φόνο, και μπορεί να ανιχνευθεί στην παιδική του ηλικία.



Ζοφερή παιδική ηλικία
Ο Kurten γεννήθηκε στην Κολωνία, στις 26 Μαϊου του 1883, το μεγαλύτερο παιδί μιας οικογένειας με άλλα 12, και η παιδική του ηλικία ήταν βουτηγμένη σε αδιάκοπη φτώχεια και βία, σε όλες της τις εκφάνσεις. Η οικογένεια νοίκιαζε ένα διαμέρισμα του ενός δωματίου και ζούσε υπό την τρομοκρατία του πατέρα του Peter, καλουπατζή στο επάγγελμα και μέθυσου. Όταν γύριζε σπίτι από το παρακείμενο καπηλειό, έδερνε τα παιδιά του (ο Peter ως πρωτότοκος δεχόταν το μεγαλύτερο μέρος της «πατρικής αγάπης») και βίαζε τη γυναίκα του μπροστά στα μάτια τους. Αργότερα βίαζε και τις κόρες του.

Η Γερμανία του 19ου αιώνα δεν ήταν τόπος για να αναγνωριστούν τα δικαιώματα μιας κακοποιημένης γυναίκας και η μητέρα του Peter ήταν υποχρεωμένη να ανέχεται το μαρτυρικό και βίαιο γάμο της σιωπηρά. Όταν ο άντρας της άρχισε να βιάζει τις κόρες τους, μια από αυτές τον κατέδωσε στην αστυνομία, δικάστηκε, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Μια μικρή ελπίδα που υπήρχε να ξεφύγει από τον διεστραμμένο χαρακτήρα που ανέπτυσσε, εξαφανίστηκε όταν μετακόμισε στο κτήριο που έμενε με τη μητέρα και τα αδέλφια του, ένας μεσήλικας μπόγιας. Ο Peter ανέπτυξε μιαν αρρωστημένη φιλία μαζί του. Ο μπόγιας τον δίδαξε να βασανίζει και να αυνανίζει (!) σκυλιά. Έκαναν και οι δύο σεξ με τα ζώα και τα μαχαίρωναν μέχρι θανάτου την ώρα του οργασμού. Για τον Peter είχε ήδη γίνει η ταύτιση του αίματος με τη σεξουαλική ικανοποίηση.

Σε ηλικία εννέα ετών, ο Peter έσπρωξε έναν φίλο του από μια σχεδία, ενώ έπαιζαν στον ποταμό Ρήνο. Ένα άλλο αγοράκι, που προσπάθησε να βοηθήσει τον μικρό που πνιγόταν, κατέληξε με τον Peter να του κρατά το κεφάλι κάτω από το νερό, μέχρι που πνίγηκε κι αυτό. Ο θάνατος των δυο αγοριών αποδόθηκε σε ατύχημα. Δεν ήταν παρά μετά την αποκάλυψη των πάντων που θα μαθευόταν η αλήθεια γι αυτή την ιστορία.

Σε ηλικία 16 ετών ο Peter εγκαταλείπει το πατρικό του.


Αρχίζει η εγκληματική καριέρα
Ο νεαρός Peter τα καταφέρνει χάρη στην εξυπνάδα του και την πονηριά του. Ζει, κυριολεκτικά, στους δρόμους και συχνά αναγκάζεται να κλέψει τροφή και ρούχα για να επιβιώσει. Τα επόμενα 24 χρόνια μπαινοβγαίνει στις φυλακές και ισχυρίζεται πως είναι η κακομεταχείριση που υπέστη στις φυλακές η αιτία που στράφηκε κατά της κοινωνίας.

Γοητευτικός, όμορφος και (όταν η οικονομική του κατάσταση το επέτρεπε) κομψός, ο Kurten δεν αντιμετώπιζε προβλήματα στην προσέλκυση γυναικών, αλλά η βίαιη φύση του και ο σαδισμός τον εμπόδιζαν από το να νοιώσει ανθρώπινα συναισθήματα, όπως ο έρωτας.

Το Μάιο του 1913, λίγο μετά την –για άλλη μια φορά- αποφυλάκισή του, περιφέρεται στους δρόμους της Κολωνίας, αναζητώντας ένα σπίτι, εύκολα προσβάσιμο, για να μπει να κλέψει. Το εντοπίζει στη Wolfstrasse, πάνω από μια ταβέρνα. Είναι το σπίτι του ταβερνιάρη Peter Klein, ο οποίος, την ώρα εκείνη βρίσκεται στην ταβέρνα μαζί με τη σύζυγό του και εξυπηρετούν πελάτες. Στο σπίτι κοιμάται μόνη η δεκάχρονη κόρη τους Christine. Το πρωί ανακαλύπτεται το πτώμα της, κακοποιημένο σεξουαλικά και με κομμένο το λαιμό, από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Οι υποψίες πέφτουν πάνω στο θείο της, Οtto, αδελφό του πατέρα της, με τον οποίο είχε καυγαδίσει την προηγούμενη μέρα για χρήματα, και τον οποίο είχε απειλήσει, παρουσία μαρτύρων, ότι «θα του έκανε κάτι που θα το θυμόταν σε όλη του τη ζωή».

Ο Otto κατηγορήθηκε για φόνο, αλλά ευτυχώς οι ένορκοι τον απήλλαξαν λόγω μη ύπαρξης επαρκών αποδείξεων. Η ταυτότητα του δολοφόνου της Christine δεν θα αποκαλύπτονταν παρά 18 χρόνια αργότερα.

Το 1914, με τα σύννεφα του πολέμου να πυκνώνουν πάνω από την Ευρώπη, ο Kurten στρατολογείται στον στρατό του Kaiser. Αλλά η στρατιωτική ζωή δεν ταιριάζει στον εγωκεντρικό και απείθαρχο Peter και σύντομα λιποτακτεί.

Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Θα παραμείνει έγκλειστος για όλη τη διάρκεια του πολέμου καθώς και για μέρος του διαστήματος που ακολουθεί. Ο Kurten πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε απομόνωση, μέσα στις φυλακές. Συγκεκριμένα τα 27 από τα 47 χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα κελί. Ήταν κάτι που του άρεσε. Πολλές φορές έψαχνε αφορμή να καταπατήσει το νόμο και να συλληφθεί, για να του δοθεί η ευκαιρία να απομονωθεί και να επιδοθεί στις αχαλίνωτες και βίαιες φαντασιώσεις του. Φανταζόταν ότι επιτίθονταν σε ανθρώπους, έβαζε φωτιές, ανατίναζε τραίνα, με σκοπό να σκοτώσει όσο το δυνατόν περισσότερους.



Συνεχίζεται

1 comment:

allmylife said...

Συνέχισε "σκοτεινή " Νίνα....
Π'οσο καλογραμμένο είναι ξέρεις;