Sunday, September 03, 2006

Η Λίζυ Μπόρντεν πήρε ένα τσεκούρι (Ι)


"Lizzie Borden took an axe
And gave her mother forty whacks.
And when she saw what she had done,
She gave her father forty-one".


Το απομεσήμερο του Αυγούστου αναμενόταν ανυπόφορα ζεστό στη Μασαχουσέτη. Η θερμοκρασία έχει ξεπεράσει τους 38 βαθμούς, αν και δεν ήταν, ακόμη, μεσημέρι. Ο ηλικιωμένος άνδρας, φορώντας το πανωφόρι του, αισθάνθηκε αδιαθεσία και ξάπλωσε στον καναπέ του σπιτιού του. Ένας αναστεναγμός του ξέφυγε, καθώς έγειρε στο μπράτσο του καναπέ, προσέχοντας να ακουμπούν οι μπότες του στο πάτωμα, ώστε να μην λερώσουν το μάλλινο κάλυμμα του επίπλου. Σύντομα, βυθίζεται σε ύπνο, χωρίς να υποψιάζεται πως δεν θα ξυπνήσει ποτέ.

Επίσης δεν υποψιάζεται πως, πάνω από το κεφάλι του, σε ένα από τα δωμάτια των ξένων, η γυναίκα του βρίσκεται νεκρή, μέσα σε μια λίμνη από το αίμα της, στο πάτωμα. Έχει πεθάνει πριν, περίπου δύο ώρες και, σε λίγα λεπτά, το χέρι που αφαίρεσε τη ζωή της θα αφαιρέσει και τη δική του.

Ακόμα, όμως κι αν τα γνώριζε αυτά, δεν θα φανταζόταν ποτέ, ότι ο δολοφόνος τους θα έμενε ατιμώρητος.

Η υπόθεση της Λίζυ Μπόρντεν απασχόλησε την κοινή γνώμη και τους ερευνητές για πάνω από 100 χρόνια. Λίγες εγκληματικές υποθέσεις στην Αμερική, τράβηξαν πάνω τους την προσοχή τόσων πολλών για τόσο μεγάλο διάστημα, όσο οι δολοφονίες με τσεκούρι του Andrew Borden και της συζύγου του Abby. Αυτό οφείλονταν, κατά ένα μέρος, στην αγριότητα του εγκλήματος αλλά, κυρίως, στον χαρακτήρα του κύριου υπόπτου. Η Λίζυ Μπόρντεν δεν ήταν μια μανιακή δολοφόνος, αλλά μια σεμνότυφη και αξιοσέβαστη «γεροντοκόρη», δασκάλα στο Κατηχητικό. Εξαιτίας αυτού, ολόκληρη η πόλη συγκλονίστηκε όταν της απήγγειλαν κατηγορία για τη δολοφονία των γονιών της. Το γεγονός ότι απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες αυτές, δεν βοήθησε στο να ξεχαστεί η υπόθεση αλλά, αντίθετα, ενίσχυσε τις φήμες και τα κουτσομπολιά, όσο μάλιστα ο δολοφόνος παρέμενε άγνωστος και το μυστήριο άλυτο.
Andrew & Abby Borden



Ο Andrew Jackson Borden ήταν ένας από τους «προεστούς» της πόλης του Fall River, στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης, μια πόλη που ευημερούσε χάρη στο λιμάνι και στους μύλους της. Η οικογένεια Μπόρντεν είχε βαθιές ρίζες στην κοινότητα και αποτελούσε επί δεκαετίες, έναν από τους ισχυρούς παράγοντες. Σε ηλικία 70 ετών ο Andrew Borden ήταν, σαφέστατα, ένας από τους πιο πλούσιους άντρες της πόλης. Ήταν Πρόεδρος στα Διοικητικά Συμβούλια αρκετών τραπεζών και γαιοκτήμονας που κατείχε τεράστιες εκτάσεις. Ήταν ένας ψηλός, λεπτός και στρυφνός άνθρωπος που, αν και του αναγνώριζαν τις επιχειρηματικές του ικανότητες, εντούτοις δεν εκτιμούσαν τον χαρακτήρα του και τη γενικευμένη του σκληρότητα.

Ο Μπόρντεν ζούσε με τη δεύτερη σύζυγό του, Abby Durfee Gray και τις κόρες του από τον πρώτο του γάμο, Έμμα και Λίζυ, σε ένα τριώροφο ξύλινο σπίτι. Δεν βρισκόταν στην καλύτερη συνοικία της πόλης, αλλά ήταν κοντά στην περιοχή εργασίας του Μπόρντεν. Και οι δύο κόρες πίστευαν ότι το σπίτι δεν ήταν αντάξιο της κοινωνικής τους θέσης και ικέτευαν τον πατέρα τους να μετακομίσουν σε κάποια καλύτερη περιοχή. Ο Μπόρντεν, αρκετά σφιχτοχέρης, δεν συζητούσε καν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Παρόλα αυτά όμως, και πέρα από τον λιτοδίαιτη καθημερινή τους ζωή, ο Μπόρντεν ήταν σχετικά γενναιόδωρος και με τις δύο του κόρες.
Lizzie & Emma Borden


Τα γεγονότα που θα κατέληγαν σε τραγωδία άρχισαν στις 4 Αυγούστου του 1892. Το νοικοκυριό των Μπόρντεν ήταν, όπως κάθε μέρα, από νωρίς «στο πόδι». Η Έμμα δεν βρίσκονταν σπίτι, είχε πάει να επισκεφθεί φίλους στη γειτονική πόλη του Fairhaven, αλλά ο θείος των κοριτσιών John, είχε φτάσει απροσδόκητα να τις δει. Ο John Vinnicum Morse, αδελφός της πρώτης γυναίκας του Μπόρντεν, ήταν ένας από τους τακτικούς επισκέπτες της οικογένειας. Έμενε στο Darmouth της ίδιας Πολιτείας, και αρκετές φορές το χρόνο επισκεπτόταν τους συγγενείς του, συνδυάζοντας και επαγγελματικές επαφές στην πόλη.

Το πρώτο πρόσωπο που ξύπνησε στο σπίτι των Μπόρντεν, εκείνο το πρωί, ήταν η Bridget Sullivan, η οικονόμος. Η Μπρίτζετ ήταν μια αξιοσέβαστη Ιρλανδή, την οποία η Έμμα και η Λίζυ, αποκαλούσαν αγενώς «Μάγκυ», με το όνομα, δηλαδή, της προηγούμενης οικονόμου. Η Μπρίτζετ ήταν τότε 26 χρονών και βρισκόταν στην υπηρεσία των Μπόρντεν ήδη τρία χρόνια. Δεν υπάρχει τίποτα που να αμφισβητεί το γεγονός ότι ήταν μια υποδειγματική νεαρή γυναίκα, η οποία έφθασε στην Αμερική από την Ιρλανδία το 1886. Δεν διανυκτέρευσε στο σπίτι τη νύχτα μετά τους φόνους, αλλά επέστρεψε στο δωμάτιό της, στον τρίτο όροφο, την Παρασκευή το βράδυ. Το Σάββατο έφυγε από το σπίτι για να μην επιστρέψει ποτέ πια.
Bridget Sullivan & John Morse


Την ημέρα των φόνων, η Μπρίτετ κατέβηκε από το δωμάτιό της στη σοφίτα του σπιτιού, γύρω στις 06.00’, για να ανάψει τη φωτιά στην κουζίνα και να ετοιμάσει το πρωινό. Μια ώρα αργότερα ο κύριος και η κυρία Μπόρντεν, μαζί με τον Tζων Μορς, κατέβηκαν να προγευματίσουν και έμειναν κουβεντιάζοντας γύρω από το τραπέζι για μια ώρα περίπου. Η Λίζυ είχε κοιμηθεί αργά και, έτσι, δεν πήρε μαζί τους πρωινό.

Λίγο πριν τις 08.00’, ο Μορς έφυγε για να επισκεφτεί κάτι ανίψια του και ο Μπόρντεν κλείδωσε την εξώπορτα. Ήταν μια περίεργη συνήθεια στο σπίτι των Μπόρντεν, το κλείδωμα της πόρτας. Πάντα η εξώπορτα κλειδώνονταν, ακόμα και κάποιες πόρτες δωματίων μέσα στο σπίτι, στους πάνω ορόφους, έμεναν κλειδωμένες. Λίγα λεπτά μετά την αναχώρηση του Μορς, η Λίζυ κατέβηκε από το δωμάτιό της και είπε πως δεν πεινούσε. Πήρε μόνο καφέ και ένα μπισκότο. Ενδέχεται να είχε μια στομαχική δαταραχή, η οποία ταλαιπωρούσε όλους στο σπίτι. Η Μπρίτζετ είπε αργότερα ότι ένοιωσε την ανάγκη να βγει έξω και να κάνει εμετό, λίγο μετά το πρωινό. Πριν από δύο μέρες, ο κύριος και η κυρία Μπόρντεν, είχαν αισθανθεί αδιαθεσία κατά τη διάρκεια της νύχτας, και είχαν κάνει εμετό αρκετές φορές και οι δύο. Υπέθεσαν ότι επρόκειτο για τροφική δηλητηρίαση αν και κανείς άλλος από την οικογένεια δεν είχε επηρεαστεί. Θα μπορούσε να είναι, ακόμη, προοίμιο γρίπης ή και κάτι άλλο, πολύ πιο περίεργο.

Στις 08.45’ ο Μπόρντεν έφυγε από το σπίτι για το κέντρο της πόλης. Η γυναίκα του ανέβηκε να τακτοποιήσει τον ξενώνα, στον οποίο φιλοξενούσαν τον Μορς. Ζήτησε από την Μπρίτζετ να πλύνει τα παράθυρα. Στις 09.30’ κατέβηκε για λίγα λεπτά και μετά επέστρεψε στον ξενώνα, λέγοντας ότι έπρεπε να αλλάξει τις μαξιλαροθήκες. Η Μπρίτζετ ξεκίνησε τις καθημερινές της δουλειές, αρχίζοντας με το πλύσιμο των παραθύρων, μεταφέροντας κουβάδες και ενρό από τον αχυρώνα. Κουβέντιασε για λίγο με την υπηρέτρια του γειτονικού σπιτιού δίπλα στο φράχτη. Τελείωσε τα εξωτερικά των παραθύρων στις 10.30’ και μετά άρχισε τα εσωτερικά.


Ο δρόμος μπροστά στο σπίτι των Borden


Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ο Μπόρντεν επέστρεψε. Η Μπρίτζετ του άνοιξε και η Λίζυ κατέβηκε. Του είπε ότι η κυρία Μπόρντεν είχε βγει έξω, καθώς είχε λάβει ένα σημείωμα ότι κάποιος είχε αρρωστήσει. Η Λίζυ και η Έμμα, πάντα αποκαλούσαν τη μητριά τους «κυρία Μπόρντεν» και, το τελευταίο διάστημα, οι σχέσεις ανάμεσά τους ήταν τεταμένες.

Ο Μπόρντεν πήρε το κλειδί του δωματίου του από ένα ράφι και ανέβηκε σ’ αυτό από την πίσω σκάλα. Το σπίτι των Μπόρντεν είχε περίεργη διαρρύθμιση. Το δωμάτιο του Μπόρντεν ήταν προσβάσιμο μόνο από την πίσω σκάλα, καθώς δεν υπήρχε χωλ. Η μπροστινή σκάλα έδινε πρόσβαση μόνο στο δωμάτιο της Λίζυ (από το οποίο έμπαινε κανείς και στο δωμάτιο της Έμμα) και τον ξενώνα. Υπήρχαν πόρτες επικοινωνίας μεταξύ του δωματίου της Λίζυ και αυτού των Μπόρντεν, αλλά ήταν πάντα κλειδωμένες. Ο Μπόρντεν έμεινε στο δωμάτιό του μόνο για μερικά λεπτά και μετά επέστρεψε για να καθίσει στον καναπέ του σαλονιού. Η Λίζυ έβαλε το σίδερο να κάψει για να σιδερώσει μερικά μαντήλια. Η Μπρίτζετ, καταπονημένη από τη ζέστη, το πλύσιμο των παραθύρων και τη στομαχική της διαταραχή, ανέβηκε στο δωμάτιό της στη σοφίτα για να πάρει έναν υπνάκο. Η ώρα ήταν λίγα λεπτά πριν τις 11.00.

Το σπίτι των Borden


Από την ανήσυχο ύπνο της την έβγαλαν οι φωνές της Λίζυ. «Μάγκυ, έλα κάτω! Γρήγορα! Ο πατέρας είναι νεκρός! Κάποιος μπήκε σπίτι και τον σκότωσε!» Καθώς κατέβηκε την πίσω σκάλα, βρήκε τη Λίζυ να στέκεται στην πίσω πόρτα του σπιτιού. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό και σφιγμένο. Εμπόδισε τη Μπρίτζετ να μπει στο σαλόνι. «Μην πας μέσα. Πήγαινε να φέρεις το γιατρό. Τρέχα!»

Ο Dr. Bowen, οικογενειακός φίλος, ζούσε ακριβώς απέναντι από τους Μπόρντεν και η Μπρίτζετ έτρεξε σπίτι του. Ο γιατρός απουσίαζε αλλά η Μπρίτζετ είπε στη σύζυγό του ότι ο κύριος Μπόρντεν ήταν νεκρός. Επέστρεψε σπίτι. «Που ήσουν όταν συνέβη αυτό?», ρώτησε τη Λίζυ. «Έξω, στην αυλή. Άκουσα ένα βογκητό και μπήκα. Η εξώπορτα ήταν ορθάνοιχτη», απάντησε η Λίζυ και μετά έστειλε τη Μπρίτζετ να φωνάξει τη φίλη της Miss Alice Russell, η οποία έμενε μερικά τετράγωνα μακρύτερα.


Το πίσω μέρος του σπιτιού των Borden


Ο γείτονες είχαν, ήδη αρχίσει να μαζεύονται στην πρασιά του σπιτιού των Μπόρντεν. Η κυρία Adelaide Churchill, γειτόνισσα των Μπόρντεν, πλησίασε τη Λίζυ και τη ρώτησε τι συνέβαινε. Η Λίζυ απάντησε ότι ο πατέρας της ήταν νεκρός στο σαλόνι, σκοτωμ ένος από κάποιον άγνωστο. Σε αντίστοιχη ερώτηση απάντησε ότι η ίδια βρισκόταν στον αχυρώνα, όπου είχε πάει να πάρει ένα σίδερο. Όσο για τη μητριά της, δεν ήξερε που βρισκόταν, καθώς είχε λάβει νωρίτερα ένα σημείωμα για να επισκεφτεί κάποιον άρρωστο, αλλά υπέθετε ότι μπορεί και αυτή να ήταν σκοτωμένη, καθώς κάποια στιγμή νόμισε πως την άκουσε να επιστρέφει. Μετά, συμπλήρωσε πως ο πατέρας της είχε μάλλον κάποιον εχθρό, καθώς όλοι είχαν αρρωστήσει και πίστευαν πως κάποιος είχε δηλητηριάσει το γάλα.

Στο μεταξύ ο Dr. Bowen επέστρεψε και έφτασε στο σπίτι μαζί με τη Μπρίτζετ, που είχε πάει τα νέα στη φίλη της Λίζυ. Ο γιατρός εξέτασε το πτώμα και ζήτησε ένα σεντόνι για να το σκεπάσει. Ο Μπόρντεν είχε δεχτεί επίθεση με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο, πιθανότατα τσεκούρι, και η ζημιά στο κεφάλι και στο πρόσωπό του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο γιατρός, γείτονας και φίλος χρόνων, δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει. Το κεφάλι του Μπόρντεν ήτα ελαφρά στραμμένο προς τα δεξιά και μετρήθηκαν ένδεκα χτυπήματα στο πρόσωπό του. Ένα μάτι είχε κοπεί στη μέση και η μύτη του είχε αποκολληθεί. Τα περισσότερα χτυπήματα είχαν δοθεί στην περιοχή ανάμεσα στα μάτια και στη μύτη μέχρι τα αυτιά. Το αίμα ανάβλυζε ακόμα από τις πληγές και είχε πιτσιλίσει τον τοίχο, πάνω από τον καναπέ, το πάτωμα, καθώς και ένα κάδρο που κρεμόταν στον τοίχο. Ο Μπόρντεν είχε δεχτεί επίθεση από πάνω και πίσω του, καθώς κοιμόταν.


O Andrew Borden νεκρός


Πέρασαν αρκετά λεπτά πριν σκεφτεί κάποιος να πάνε επάνω να κοιτάξουν αν η κυρία Μπόρντεν είχε επιστρέψει. Η Λίζυ επέμενε ότι την είχε ακούσει να μπαίνει και έστειλε τη Μπρίτζετ να δει. Η κοπέλα αρνήθηκε να ανέβει μόνη της και τη συνόδευσε η Mrs. Churchill. Ανέβηκαν τη σκάλα και η Mrs. Churchill βρήκε την Άμπυ να κείται σε μια λίμνη αίματος στον ξενώνα. Έτρεξαν κάτω και ενημέρωσαν τους υπόλοιπους.

Ο γιατρός ανακάλυψε πως η κυρία Μπόρντεν είχε δεχτεί πάνω από δώδεκα χτυπήματα, όλα από πίσω. Η αυτοψία, αργότερα, μέτρησε δέκα εννέα, όλα στο κεφάλι, πιθανότατα από το ίδιο τσεκούρι που είχε σκοτώσει τον κύριο Μπόρντεν. Το αίμα στα τραύματα της ‘Αμπυ ήταν ήδη σκούρο και πηχτό, γεγονός που υποδείκνυε πως είχε πεθάνει πριν τον σύζυγό της.


H Abby Borden νεκρή


Ο Dr Bowen ενεπλάκη υπερβολικά στις δραστηριότητες του σπιτιού τη μέρα των φόνων. Ήταν ο πρώτος που εξέτασε τα πτώματα, έστειλε τηλεγράφημα στην Έμμα να την καλέσει να επιστρέψει σπίτι, βοήθησε τον Dr. Dolan με τις νεκροψίες, έδωσε μέχρι και ένα ηρεμιστικό στη Λίζυ. Ήταν μια διαρκής παρουσία στο σπίτι, και η ανάμιξή του με όλα τα πρόσωπα, ιδιαιτέρως στις 4 Αυγούστου, τον κατέστησε έναν από τους πρωταγωνιστές των συνομωσιών που αναπτύχθηκαν αργότερα γύρω από τους φόνους.

Το τηλεφώνημα στο αστυνομικό τμήμα του Fall River έγινε στις 11.15’. Καθώς, όμως, εκείνη τη μέρα ήταν το Ετήσιο Πίκνικ του Αστυνομικού Τμήματος του Fall River, στο Rocky Point, όλη η δύναμη ήταν εκεί και διασκέδαζε. Ο αξιωματικός υπηρεσίας που δέχτηκε το τηλεφώνημα, έτρεξε μέχρι το σπίτι, είδε τον Μπόρντεν νεκρό και επέστρεψε στο τμήμα για να ειδοποιήσει τον σερίφη της πόλης για τα γεγονότα. Δεν άφησε κανέναν υπεύθυνο να προσέχει τη σκηνή του εγκλήματος. Όταν έφυγε, οι γείτονες όρμησαν στο σπίτι, για να παρηγορήσουν τη Λίζυ, να δουν τα πτώματα και να καταστρέψουν, άθελά τους, οποιαδήποτε ίχνη και στοιχεία θα μπορούσαν να υπάρξουν.

Κατά τη διάρκεια της μισής ώρας που στο σπίτι, και στη σκηνή του εγκλήματος, δεν υπήρξε αστυνομική παρουσία, ένας επαρχιακός γιατρός, που ονομαζόταν Dolan, πέρασε τυχαία από το σπίτι. Ο γιατρός Bowen τον «αγκάρεψε» να εξετάσει κι αυτός τα πτώματα. Ο Dolan το έκανε, και όταν άκουσε τις υποψίες περί δηλητηριασμένου γάλακτος, πήρε δείγμα για να το αναλύσει. Αργότερα το ίδιο απόγευμα, έβαλε να φωτογραφήσουν τα πτώματα και στη συνέχεια αφαίρεσε τα στομάχια και τα έστειλε, μαζί με το γάλα, στην Ιατρική Σχολή του Harvard, για τοξικολογική εξέταση. Δεν βρέθηκε ούτε ίχνος δηλητηρίου.

Η έρευνα για τους φόνους που ακολούθησε ήταν χαοτική. Η αστυνομία ήταν εντελώς απρόθυμη να θεωρήσει τη Λίζυ ύποπτη για τις δολοφονίες, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με την επικρατούσα κοινωνική άποψη της εποχής, ότι δηλαδή, μια γυναίκα σαν αυτή δεν θα μπορούσε να έχει διαπράξει ένα τόσο ειδεχθές έγκλημα. Άλλες υποθέσεις που έγιναν, έπεσαν στο κενό ως ακόμη πιο απίθανες.

Μια σωρεία ενδείξεων που ανακαλύφθηκαν τις επόμενες ημέρες δεν οδήγησαν πουθενά. Ένα αγόρι ανέφερε πως είχε δει έναν άντρα να πηδάει τον πίσω φράχτη της ιδιοκτησίας των Μπόρντεν και, αν και βρέθηκε ένας άντρας ο οποίος ανταποκρινόταν στην περιγραφή του παιδιού, είχε ακλόητο άλλοθι. Ένα ματωμένο τσεκούρι ανακαλύφτηκε σε έναν αχυρώνα, αλλά αποδείχτηκε πως το αίμα ανήκε σε κοτόπουλο. Αν και η Μπρίτζετ θεωρήθηκε, για ένα διάστημα, ύποπτη, τελικά το ερευνητικό και ανακριτικό έργο επικεντρώθηκε στη Λίζυ. Άρχισε να στήνεται η υπόθεση εναντίον της, χωρίς όμως σαφείς ενοχοποιητικές ενδείξεις όπως, ματωμένα ρούχα, ουσιαστικό και αληθοφανές κίνητρο για τις δολοφονίες ή, έστω, μια πειστική αναπαράσταση για το πώς και πότε πραγματοποίησε τους φόνους.


Το υποτιθέμενο τσεκούρι των φόνων


Κατά τη διάρκεια των εβδομάδων που ακολούθησαν, όμως, οι αστυνομικοί κατάφεραν να συνθέσουν μια σειρά από γεγονότα τα οποία, σίγουρα, έριχναν τις υποψίες πάνω στην «γεροντοκόρη» δασκάλα του Κατηχητικού. Η χρονική περίοδος αυτών των γεγονότων εκτεινόταν ανάμεσα στις 3 Αυγούστου, παραμονή των φόνων, μέχρι τις 7 Αυγούστου, μέρα που η Alice Russell είδε τη φίλη της να καίει ένα φόρεμα το οποίο θα μπορούσε (ή όχι) να είναι λερωμένο με αίμα.




Συνεχίζεται

9 comments:

Anonymous said...

Άντε, Δευτέρα λέμε!
Θέλουμε την συνέχεια!

NinaC said...

@Disturbed καλώς όρισες!

@Μπαμπάκη, ήρεμα λέμε! Ξέρεις τι δουλειά έχουν αυτά τα γμμν????

Librofilo said...

Καταπληκτικο...Μπορείς να βάλεις αντίστοιχη βιβλιογραφία στο part II??

114ΛΕΞΕΙΣ said...

Δε παιζεσαι

NinaC said...

@Librofilo, χαίρομαι που σας βλέπω. Φυσικά και θα μπει βιβλιογραφία, αλλά στο τέλος. Τα κομμάτια θα βγουν 4 ή 5. Ελπίζω να διαβάζετε αγγλικά γιατί όλα τα βιβλία είναι σ' αυτή τη γλώσσα.

@Συμ, ευχαριστώ σας!

Unknown said...

α,θα σε πάρω συνένοχο και στα δικά μου κόλπα!

MåvяiÐåliå said...

Γιατί υπήρχε μητριά; ο πατέρας χώρισε ή πέθανε η πρώτη του γυναίκα;

ΠΟλύ καλό.

NinaC said...

@Cherryfairy, καλώς όρισες. Μέσα για τη συνενοχή :p

@Μαύρη Ντάλια, η μητέρα των κοριτσιών είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν.

Librofilo said...

Αγγλικά και βέβαια διαβάζω,θα περιμένω..Σ'ευχαριστώ