
Είναι αναμφίβολο πως η δίκη του Λαντρύ συνεπήρε τους συμπατριώτες του. Ας εξετάσουμε λίγο την εποχή κατά την οποία συνέβη. Ο Λαντρύ συνελήφθη τον Απρίλιο του 1919 στο σπίτι του στο Παρίσι, όπου συζούσε με την 27χρονη ερωμένη του Fernande Segret, την οποία είχε «ψαρέψει» σε έναν σταθμό λεωφορείων της πόλης. Η Γαλλία ανάρρωνε ακόμη από τον αιματηρότερο πόλεμο στην ιστορία του πολιτισμού και οι ειρηνευτικές συνομιλίες στις Βερσαλλίες δεν πήγαιναν καλά. Οι διάφορες ελλείψεις αγαθών και η οικονομική ύφεση κυριαρχούσαν και μια υπόθεση που υποσχόταν σεξ, κουτσομπολιό και αποτρόπαιους φόνους, ήταν ευπρόσδεξτη από τις εφημερίδες, σαν εναλλαγή στην καθημερινή, δύσκολη ζωή της μεταπολεμικής Γαλλίας.

Η δίκη του Λαντρύ άρχισε τον Νοέμβρη του 1921 και διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα.

Εξακολουθώντας να πιστεύει λανθασμένα ότι δεν θα μπορούσαν να τον καταδικάσουν χωρίς τα πτώματα, ο Λαντρύ έστησε έναν τοίχο απέναντι στο δικαστήριο. Αρνιόταν να απαντήσει στις ερωτήσεις και έλεγε ότι το τι ήξερε για τις εξαφανίσεις ήταν μόνο δική του υπόθεση και κανενός άλλου!

Κατά τη διάρκεια της δίκης, η υγεία του Λαντρύ άρχισε να φθίνει. Άρχισε να απαντά στις ερωτήσεις, αλλά η κατηγορούσα αρχή εύκολα ανέτρεπε τους ισχυρισμούς του. Η στρατηγική του ήταν μια απόλυτη γκάφα, έγραψε ο Λόρδος Birkenhead. «Όπου χρειάζονται εξηγήσεις», έγραψε, «εκτός από την περίπτωση που θα αποβούν σε βάρος του κατηγορουμένου, η άρνηση ή η αποτυχία στο να της δώσεις, καταλήγουν σε βάρος του κατηγορουμένου τελικά».

Οι ένορκοι χρειάστηκαν μόνο δυο ώρες -μετά από σχεδόν 25 μέρες καταθέσεων- για να αποφασίσουν ότι ο Λαντρύ σκότωσε τις 11 γυναίκες. Η ποινή, για τέτοιο έγκλημα, ήταν θάνατος.
Οι τροχοί της γαλλικής δικαιοσύνης κινούνται γρήγορα. Μόλις δυο μήνες είχαν περάσει από την καταδίκη του και ο Λαντρύ ειδοποιήθηκε ότι επρόκειτο να εκτελεστεί άμεσα. Σε αντίθεση με το αμερικανικό σύστημα, όπου ο καταδικασμένος ξέρει από πολύ νωρίς την ημερομηνία της εκτέλεσής του, το γαλλικό σύστημα δεν τον ενημερώνει παρά μόνο όταν η ημερομηνία αυτή είναι πολύ κοντά.

Πάντως, τον Φεβρουάριο του 1922, ο Λαντρύ αποκεφαλίστηκε.
Αποχαιρέτισε τους δικηγόρους του και τους χάρισε κάποια έργα ζωγραφικής που είχε φτιάξει στη φυλακή. Εάν είχαν ψάξει στην κορνίζα, θα είχαν βρει ένα σημείωμα του Λαντρύ, στο οποίο παραδεχόταν τους φόνους και τον τρόπο που ξεφορτώνονταν τα πτώματα. Αυτό το σημείωμα, όμως, δεν ανακαλύφτηκε παρά πέντε δεκαετίες αργότερα. Αρνήθηκε να λειτουργηθεί και δεν δέχτηκε το τελευταίο, παραδοσιακό, ποτήρι κονιάκ που του πρόσφερε ένας από τους δεσμοφύλακές του. Ο Λαντύ αρνήθηκε αγανακτισμένος να προβεί σε κάποια δήλωση, απαντώντας ότι η ερώτηση και μόνο ήταν προσβολή!
Ο Λαντρύ στάθηκε μπροστά στη γκιλοτίνα, που αποτελούσε το προσφιλές μέσον εκτέλεσης των Γάλλων από την επανάστασή τους, λίγο περισσότερο από έναν αιώνα πριν. Γονάτισε και μέσα σε ελάχιστα λεπτά η λεπίδα έπεσε και ένας από τους ψυχρότερους μαζικούς δολοφόνους πέθανε, χωρίς να μετανοήσει για τα εγκλήματά του.

Συνεχίζεται
No comments:
Post a Comment