Tuesday, December 05, 2006

Οι φόνοι της πεταλούδας (I)


Εισαγωγή

Οι δολοφονίες της Dorothy King και της Louise Lawson στις αρχές της δεκαετίας του 1920, καταγράφηκαν ως «οι δολοφονίες της πεταλούδας», επειδή τα θύματα ήταν όμορφες, νεαρές γυναίκες, που τα φώτα του Broadway τις προσέλκυσαν, όπως το φως τις λάμπας τραβάει τις νυχτοπεταλούδες.

Οι ομοιότητες στους θανάτους τους οδήγησαν πολλούς να πιστέψουν πως οι δολοφονίες συνδέονταν, κατά κάποιον τρόπο. Και οι δύο κοπέλες προέρχονταν από φτωχές οικογένειες και γνώρισαν μια σχετική επιτυχία στα θέατρα της Νέας Υόρκης, όπου τις σύστησαν αμφότερες σε πλούσιους και ισχυρούς άνδρες, με έκδηλο ενδιαφέρον για τα άλλα προσόντα τους, πέραν των υποκριτικών. Αυτό που σίγουρα τις ενώνει είναι το γεγονός ότι έχουν περάσει περισσότερα από 80 χρόνια από τις δολοφονίες τους και το μυστήριο παραμένει άλυτο.

Υπάρχουν θεωρίες σε κάθε περίπτωση και ισχυρές ενδείξεις για την ταυτότητα ενός άνδρα που ήταν υπεύθυνος για τη σφαγή της Dorothy, αλλά κανείς δεν κατηγορήθηκε επίσημα ποτέ. Η ληστεία αναφέρθηκε ως κίνητρο για το θάνατο της Lou Lawson αλλά, και σε αυτή την περίπτωση, δεν έγιναν συλλήψεις.



Η δολοφονία της Dorothy King

Ήταν το Μάρτη του 1923 που ο όρος «Μπαμπάκας» (sugar daddy), πρωτομπήκε στο λεξιλόγιο των Αμερικανών, χάρη σε ένα φόνο στις παρυφές της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης, ο οποίος παραμένει άλυτος μέχρι σήμερα.

Η Dorothy «Dot» King (πραγματικό όνομα Keenan), εμφανίστηκε σε μία μόνο παραγωγή του Broadway, το «Broadway Brevities of 1920», η οποία ανέβηκε στο Winter Garden Theatre για 105 παραστάσεις, το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1920.

Η Dot μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, σε μια οικογένεια Ιρλανδών μεταναστών πρώτης γενεάς. Το σπίτι της ήταν στους φτωχομαχαλάδες του Harlem, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και να αρχίσει να εργάζεται ως μοντέλο σε καταστήματα υψηλής ραπτικής στο Manhattan. Ήταν μικροκαμωμένη και πανέμορφη. Εκεί άρχισε η γνωριμία της με τον κόσμο του Broadway και την υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης.

Παντρεύτηκε έναν οδηγό, και αυτός την εισήγαγε στην ιδιόμορφη κουλτούρα του Manhattan, που ήταν ένα αμάλγαμα παλαιών αριστοκρατών, νεόπλουτων και των νέων τύπων που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο προσκήνιο: των λαθρεμπόρων και των μελών συμμοριών. Ο γάμος έλαβε τέλος όταν ο σύζυγός της τη συνέλαβε να τον απατά, γεγονός που παραδέχονταν δημοσίως και η Dot.

Ενώ η, σκληρά εργαζόμενη, οικογένειά της πίστευε πως η Dot εργαζόταν ως μοντέλο και προσπαθούσε να κάνει καριέρα ως ηθοποιός στο Broadway, εκείνη είχε εγκαταλείψει και τα δύο και είχε μεταμορφωθεί σε πραγματική ξελογιάστρα. Είχε περισσότερες επιτυχίες κάτω από το ημίφως του μπουντουάρ της, παρά στα δυνατά φώτα του Broadway. Ο τύπος έγραφε γι’ αυτήν πως «η γοητεία της ήταν μεγαλύτερη από την αρετή της». Η Dot έγινε μια δημοφιλής φιγούρα της Νέας Υόρκης, ιδιαίτερα στα νυχτερινά μαγαζιά και σ’ εκείνα που πουλούσαν παράνομα ποτά. Μην ξεχνάμε πως μιλάμε για την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Εκεί γνώρισε αρκετούς πλούσιους και ισχυρούς άντρες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν ο γιος του νομικού συμβούλου του Προέδρου της Αμερικής και ο γαμπρός του πλουσιότερου άνδρα στη χώρα, του Stotesbury.

Γνωρίστηκε, επίσης, με έναν πορτορικανό μεγαλοπαράγοντα στη βιομηχανία του ατσαλιού, τον Albert Guimares, ο οποίος κατέληξε να ληστέψει την εταιρία του και να καταφύγει σε απάτες στο χρηματιστήριο, προκειμένου να μπορεί να συναγωνιστεί τους πιο πλούσιους «ανταγωνιστές» του, στην αγκαλιά της Dot.

Ο J. Kearsley Mitchell, ο γαμπρός του Sotesbury, ήταν ο άνδρας που η Dot αποκαλούσε «μπαμπάκα» της, και ήταν αυτός που άνοιξε δρόμο για όλους τους υπόλοιπους που θα ακολουθούσαν. Εγκατέστησε τη Dot σε ένα μικρό, αλλά υπερπολυτελές διαμέρισμα στην καρδιά της Νέας Υόρκης, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από το Central Park και το Carnegie Ηall. Τη φόρτωσε με κοσμήματα, γούνες και πανάκριβα ρούχα και, αν και δεν είχαν θεαθεί ποτέ μαζί δημοσίως, ήταν συχνότατος επισκέπτης στο διαμέρισμα.


Δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό για τον Mitchell, ο οποίος είχε περάσει τα 50, να τον δουν συντροφιά με την εικοσάχρονη Dot, όχι μόνο γιατί ήταν ο αδιαμφισβήτητος οικονομικός ηγέτης της Ανατολικής Ακτής, αλλά και γιατί ήταν, επίσης αδιαμφισβήτητα, παντρεμένος. Ο εκβιασμός ήταν μια συνήθης πρακτική της εποχής, και ο Mitchell κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να προστατευθεί από τον οποιονδήποτε θα σκεφτόταν να χρησιμοποιήσει τη σχέση του με τη Dot για να αποκομίσει οικονομικά οφέλη. Εντούτοις, δεν ήταν απόλυτα διακριτικός. Έγραφε στη Dot τρυφερά γράμματα, τα οποία εκείνη κρατούσε στο διαμέρισμα. Το αν του απαντούσε παραμένει μυστήριο.

Κατά τα λοιπά ο Mitchell ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός όταν επισκεπτόταν τη Dot. Συνοδευόταν πάντα από τον δικηγόρο του John Jackson και χρησιμοποιούσαν και οι δύο ψευδώνυμα: κ. Marshall και κ. Wilson αντίστοιχα. O Jackson κατόπτευε το χώρο ώστε να εξασφαλίσει πως το πεδίο ήταν ελεύθερο και ύστερα έκανε νόημα στον Mitchell. Ανέβαιναν και οι δύο στον τέταρτο όροφο, όπου ήταν το διαμέρισμα της Dot. O Jackson έπινε ένα-δυο ποτά με το παράνομο ζευγάρι και στη συνέχεια έφευγε, για να τους αφήσει μόνους να κάνουν ό,τι έκαναν. Μετά από λίγες ώρες έφευγε και ο Mitchell. Το παιδί του ασανσέρ κατέθεσε στην αστυνομία, μετά το φόνο της Dot, ότι ο Mitchell πάντα έδινε γενναιόδωρο φιλοδώρημα για να μην επιτρέψει σε άλλον να μπει στο ασανσέρ.

Ο Mitchel κι ο Guimares ήταν οι μόνοι άνδρες που επισκέπτονταν τη Dot στο διαμέρισμά της. Ενώ ο Mitchel της έκανε δώρα, ο Guimares της έκανε μελανιές και της χάριζε μαυρισμένα μάτια. Παρόλη τη βία του –ο Guimares ήταν προφανώς απίστευτα ζηλιάρης εραστής- ήταν πάντα ευπρόσδεκτος στην ερωτική φωλιά της Dot.

Η 14η Μαρτίου 1923, ήταν μια μέρα όπως όλες στη ζωή της Dorothy Keenan King. Σύμφωνα με την καμαριέρα της, συνάντησε τον Mitchell, στον οποίον αναφερόταν ως ο «Μπαμπάκας», για γεύμα. Ο Mitchell, που ως συνήθως συνοδευόταν από τον Jackson, της πρόσφερε ένα μπουκέτο ορχιδέες. Τυλιγμένο γύρω από τους μίσχους των λουλουδιών ήταν ένα διαμαντένιο βραχιόλι. Αυτό ήταν ένα μόνο από τα πολλά κοσμήματα που της είχε χαρίσει ο Mitchell στη διάρκεια της σχέσης τους. Υπολογίσθηκε ότι η αξία τους ξεπερνούσε τις 15.000 δολλάρια.

Η καμαριέρα και ο Jackson έφυγαν, και αφού δείπνησαν μόνοι, ο Mitchell και η Dot κατέβηκαν με το ασανσέρ, βγήκαν και επέστρεψαν γύρω στα μεσάνυχτα. Το παιδί του ασανσέρ κατέθεσε ότι ο Mitchell έφυγε οριστικά γύρω στις 2.30 το πρωί.

Κανένας άλλος δεν θεάθηκε να μπαίνει στο διαμέρισμα της Dot, αλλά δεν ήταν ανάγκη να χρησιμοποιήσει κανείς τον ανελκυστήρα, ή ακόμα την κεντρική σκάλα, για να αποκτήσει πρόσβαση στο διαμέρισμα. Τα διαμερίσματα του τετάρτου και πέμπτου ορόφου είχαν πρόσβαση σε μια ιδιωτική σκάλα, που επέτρεπε στους κατοίκους και τους επισκέπτες τους να έρχονται και να φεύγουν από μια πλαϊνή είσοδο.

Μεταξύ 2.30 και 11 το πρωί, κάποιος μπήκε στο διαμέρισμα, ενώ η Dot βρισκόταν μόνη εκεί. Όταν η καμαριέρα της έφτασε εκεί και μπήκε με τα κλειδιά της, βρέθηκε μπροστά σε ένα αναστατωμένο διαμέρισμα: οι πίνακες ήταν σκορπισμένοι στο πάτωμα, τα πάντα ήταν άνω-κάτω, και το διαμέρισμα έδινε την εντύπωση πως είχε ψαχτεί εξονυχιστικά από κάποιον που έψαχνε κάτι.

Δεν ήταν ασυνήθιστο για τη Dot να κοιμάται μέχρι αργά, γιατί ανήκε σ’ εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που έκαναν τη Νέα Υόρκη γνωστή ως την Πόλη Που Δεν Κοιμάται Ποτέ. Όταν, όμως, κάποια στιγμή η καμαριέρα πήγε να την ξυπνήσει, τη βρήκε νεκρή στο κρεβάτι της, ντυμένη μόνο με ένα μεταξωτό μπλε νυχτικό.

Αρχικά, η αστυνομία πίστεψε πως η Dot είχε αυτοκτονήσει, γιατί δεν υπήρχαν ορατές ενδείξεις πάλης. Το διαμέρισμα ήταν, βέβαια, άνω-κάτω αλλά, με την πρώτη ματιά τουλάχιστον, δεν υπήρχαν ενδείξεις για εξωτερική εισβολή και αποδείξεις για ανθρωποκτονία.

Εντούτοις, όταν ήρθε ο ιατροδικαστής, κατέληξε γρήγορα στο συμπέρασμα πως η Dot δεν είχε αυτοκτονήσει. Το σώμα της ήταν σε αφύσικη στάση, με τα πόδια της λυγισμένα κάτω από τον κορμό. Υπήρχαν μελανιές στο λαιμό της, γεγονός που οδήγησε τις αρχές να πιστέψουν πως είχε στραγγαλιστεί.

Ο χρόνος θανάτου υπολογίστηκε για κάποια στιγμή μετά τις 6 το πρωί, σύμφωνα με τη θερμοκρασία του σώματος και τη νεκρική ακαμψία. Μια έρευνα στα κλινοσκεπάσματα, αποκάλυψε το πραγματικό όπλο του εγκλήματος: ένα μπουκάλι χλωροφόρμιο. Δεν υπήρχε πουθενά μπαμπάκι ή γάζα, το οποίο θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει η Dot για να πάρει υπερβολική δόση του χημικού.

Η καμαριέρα ανακάλυψε δύο σημαντικά στοιχεία, αν και κανένα από αυτά δεν αποκάλυψε την ταυτότητα του δολοφόνου ή των δολοφόνων: έλειπαν τόσο τα κοσμήματα, όσο και τα γράμματα του Mitchell στην ερωμένη του. Η αστυνομία υπέθεσε πως ήταν υπόθεση κλοπής ή εκβιασμού.

Όταν έγινε γνωστή η δολοφονία της Dot, o Mitchell παρουσιάστηκε αμέσως στην αστυνομία για να δώσει κατάθεση και έφυγε ελεύθερος γιατί παρουσίασε άλλοθι.

Μια φίλη της Dot είπε στους αστυνομικούς ότι σκόπευε να καταγγείλει τον Guimares, αφενός γιατί την απειλούσε και αφετέρου γιατί προσπάθησε να την εξαναγκάσει να συμμετάσχει σε έναν εκβιασμό. Ο Guimares προσήχθη αμέσως για ανάκριση και κρατήθηκε ως ύποπτος φόνου. Κατά τη διάρκεια της έρευνας που έγινε για το άτομό του, αποκαλύφθηκε μια απάτη με το χρηματιστήριο που είχε οργανώσει. Ο Guimares παραδέχθηκε την ενοχή του και καταδικάστηκε σε τρίχρονη φυλάκιση.

Όσο, όμως, αφορά στο θάνατο της Dot, ο Guimares παρουσίασε ένα απόλυτα στεγανό άλλοθι. Παρουσίασε δύο μάρτυρες, τον Edmund McBrien και μια γυναίκα, η οποία το διάστημα εκείνο είχε αναφερθεί ως μια «ελκυστική ξανθιά», οι οποίοι αμφότεροι ορκίστηκαν πως ο Guimares ήταν μαζί τους την ώρα που δολοφονήθηκε η Dot.

Αν και εξακολουθούσε να θεωρείται ύποπτος, έστω και για συνεργεία ή εμπλοκή στο έγκλημα, ο Guimares δεν κατηγορήθηκε.

Για έξι χρόνια η υπόθεση παρέμενε ανοιχτή και η αστυνομία εξακολουθούσε τις έρευνες, χωρίς αποτέλεσμα. Μέχρι που η «ελκυστική ξανθιά» ξαναπαρουσιάστηκε στο προσκήνιο και νέα στοιχεία ήρθαν στο φως.

Η ξανθιά ήταν η Aurelia Fischer Dreyfus, η οποία ως Aurelia Fischer, ερωμένη του McBrien, είχε καταθέσει πως αυτή και ο φίλος της ήταν μαζί με τον Guimares τη νύχτα του θανάτου της Dot.


Τον Οκτώβρη του 1929, η Aurelia, η οποία είχε παντρευτεί και χωρίσει στο μεταξύ, βρισκόταν σε ένα πάρτυ του Ναυτικού Ομίλου της Washington D.C. με τον McBrien. Σύμφωνα με κατάθεση του ίδιου, ένοιωσε άσχημα από το πολύ ποτό και την έβγαλε στο μπαλκόνι να αναπνεύσει καθαρόν αέρα. Ενώ ο McBrien επέστρεψε στην αίθουσα για να αναζητήσει τα παλτά τους, η Aurelia έπεσε ή πήδηξε (ή σπρώχτηκε) από το μπαλκόνι. Τα τραύματά της ήταν μοιραία, αλλά διατηρούσε ακόμη τις αισθήσεις της όταν τη μετέφεραν στο τοπικό νοσοκομείο.


Εκεί, σύμφωνα με τη μητέρα της και την αδελφή της, έκανε μιαν εκπληκτική ομολογία πριν υποκύψει στα τραύματά της. «Ψευδομαρτύρησα για τη δολοφονία της Dot King», είπε, υπονοώντας ταυτόχρονα ότι ο ΜcBrien την έσπρωξε από το μπαλκόνι.

Παρά την επιθανάτια ομολογία της Aurelia, o Guimares δεν κατηγορήθηκε για το φόνο της Dot. Τα στοιχεία παρέμεναν ανεπαρκή.


Συνεχίζεται

3 comments:

Anonymous said...

Προφανώς ο Guimares το έκανε. Ένας άνθρωπος με παρατσούκλι "Μπαμπάκας" είναι δυνατόν να θεωρηθεί έστω και ύποπτος;

Απορώ και εξίσταμαι!!!
;^p

Σταυρούλα said...

Χα χα χα! Μπαμπάκη, όταν το διάβασα αυτό το σημείο γέλασα με το συνειρμό! Μπα, πολύ εύκολο είναι έτσι! Ίδομεν...

NinaC said...

Χε χε χε...

Ναι, οι "Μπαμπάκες" ήταν μάλλον αθώοι. Ως προς τους φόνους, τουλάχιστον...