Wednesday, November 29, 2006

Οι δολοφόνοι των "Μοναχικών Καρδιών" (IV)

Η σύλληψη
Μετά τη σύλληψή τους, στις 28 Φεβρουαρίου 1949, η Beck και ο Fernandez μεταφέρθηκαν στο γραφείο του εισαγγελέα της κομητείας του Kent, όπου ανακρίθηκαν από τον ίδιο και την αστυνομία. Ίσως επειδή είχαν ήδη υποταχθεί στη μοίρα τους, κανείς από τους δύο δεν ζήτησε δικηγόρο, ούτε απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις. «Δεν είμαι ένας μέσος δολοφόνος», είπε ο Fernandez στους ανακριτές του. Και οι δύο διηγήθηκαν μια ιστορία γεμάτη σεξ, απάτες και φόνους. Υπέγραψαν μιαν ομολογία 73 σελίδων, παρουσία του Εισαγγελέα της Κομητείας του Kent, Roger McMahon, ο οποίος τους διαβεβαίωσε πως δεν θα τους παρέδιδε στην αστυνομία της Νέας Υόρκης. Ο Fernandez και η Beck γνώριζαν πως στο Michigan δεν υπήρχε η θανατική ποινή και προτιμούσαν να παραμείνουν στο Kent παρά να οδηγηθούν στη Νέα Υόρκη, όπου θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κατηγορία για τη δολοφονία της Fay.

«Η ηλεκτρική καρέκλα με τρομάζει», είπε η Martha. Με την υπόσχεση ότι αν έλεγαν την αλήθεια ο Fernandez θα ήταν ελεύθερος σε έξι χρόνια, δείχνοντας καλή διαγωγή, συνεργάστηκαν πλήρως με τους ανακριτές.

Την επόμενη μέρα η υπόθεση των δολοφόνων των Μοναχικών Καρδιών, υπήρχε πρωτοσέλιδο σε όλες τις εφημερίδες της Αμερικής. Όποτε εμφανίζονταν ο Fernandez και η Beck, συνοδεία αστυνομικών, οι φωτογράφοι ήταν εκεί, ελπίζοντας να απαθανατίσουν το πιο φρικτό ζευγάρι της Αμερικής. Σύντομα άρχισαν οι αναφορές για το παρουσιαστικό της Martha. Μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που της απέδωσαν ήταν: χοντρή, ναζού, Big Martha, 200 κιλά οργής, η ζωντοχήρα που χαχανίζει, άσχημη, διαταραγμένη. Όλες η αναφορές στο όνομά της συνοδεύονταν από εκτίμηση των κιλών της με, σχεδόν πάντα, μεγάλη δόση υπερβολής (την εποχή της σύλληψής της ζύγιζε 106 κιλά). Ο τύπος της Νέας Υόρκης είχε, δυστυχώς, μια μακρά παράδοση σε τέτοιου είδους αναφορές, σε περιπτώσεις δολοφονιών, ιδίως αν ο δράστης ήταν γυναίκα. Από την εποχή της Ruth Snyder το 1927, μέχρι σήμερα, τα tabloids της πόλης, χάνουν συχνά κάθε αίσθηση αντικειμενικότητας, όταν περιγράφουν δίκες κατά τις οποίες ο κατηγορούμενος είναι γυναίκα.

Τα άρθρα στις εφημερίδες είχαν δημιουργήσει την εντύπωση πως οι κατηγορούμενοι ήταν αναμφίβολα ένοχοι και πως η δίκη δεν ήταν παρά μια τυπικότητα που έπρεπε να ακολουθηθεί. Και παντού ήταν διάχυτη η άποψη ότι στον Fernandez και στη Beck δεν άξιζε τίποτα λιγότερο από την θανατική ποινή. Η πίεση προς αυτή την κατεύθυνση ήταν τεράστια.

Την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου του 1949, μετά από αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα του Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Thomas Dewey στην πολιτεία του Michigan, έγινε συμφωνία μεταξύ των εισαγγελέων: η πολιτεία του Michigan απέσυρε τις κατηγορίες για τους φόνους των Downing και εξέδωσε τους κατηγορούμενους στην πολιτεία της Νέας Υόρκης να δικαστούν για τη δολοφονία της Janet Fay.

Ο λόγος ήταν απλός: το Michigan δεν είχε ηλεκτρική καρέκλα.

Το τσίρκο της δίκης
Η δίκη της Martha Beck και του Raymond Fernandez, άρχισε στις 28 Ιουνίου του 1949, με έναν πρωτοφανή καύσωνα να ταλαιπωρεί την πόλη της Νέας Υόρκης και τους κατοίκους της. Ένας νεαρός δικηγόρος του Manhattan, o Herbert E. Rosenberg, επιλέχθηκε για να εκπροσωπήσει τη Martha και τον Raymond. Φυσικά, η επιλογή ενός μόνο δικηγόρου και για τους δύο κατηγορούμενους ήταν αντιδεοντολογική και άδικη για τους κατηγορούμενους. Λόγω του καύσωνα η δίκη αποφασίστηκε να διεξαχθεί στο μεγαλύτερο και πιο ευρύχωρο Ανώτατο Δικαστήριο του Bronx, κοντά στο περίφημο στάδιο του baseball των Yankees. Τίποτα, όμως, δεν μπορούσε να σώσει τους θεατές της από τις συνέπειες του καύσωνα, που ήταν ο χειρότερος στην ιστορία της πόλης μέχρι σήμερα. Μόνο κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου 4-5 Ιουλίου του 1949, πέθαναν τουλάχιστον 881 άτομα.

Δικαστής ορίστηκε ο Ferdinand Pecora, αυστηρός αλλά δίκαιος. Δημόσιος κατήγορος ήταν ο Edward Robinson Jr., που ήταν στην υπόθεση από την αρχή της και ήταν ο διαμεσολαβητής για την έκδοση των Fernandez και Beck στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Η κατηγορούσα αρχή άρχισε την παρουσίαση της υπόθεσης με ένα μπαράζ ενοχοποιητικών καταθέσεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών του ιατροδικαστή, φίλων της Janet Fay καθώς και του σπιτονοικοκύρη της. Ακολούθησαν οι αστυνομικοί του Michigan που είχαν κάνει τη σύλληψη καθώς και ντετέκτιβς που παρουσίασαν στο δικαστήριο τα πειστήρια του εγκλήματος.

Ο Raymond Fernandez κατέθεσε στις 11 Ιουλίου του 1949. Αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμιξη στη δολοφονία της Fay και είπε ότι είχε γνωρίσει τη Martha λίγο καιρό πριν, γράφοντας στα κλαμπς των Μοναχικών Καρδιών. Παραδέχτηκε πως είχε ομολογήσει στις αρχές του Michigan, αλλά ισχυρίστηκε πως το έκανε μόνο για να σώσει την αγαπημένη του Martha, και πως επιθυμούσε να πάρει πίσω την ομολογία του. Με απαλή φωνή και συχνά χαμογελώντας προς τη Martha, η οποία συγκατένευε στα λεγόμενά του, ο Fernandez παρουσίαζε την εικόνα του διανοούμενου ισπανού τζέντλεμαν. «Όλες μου οι καταθέσεις έγιναν με σκοπό να βοηθήσω τη Martha», είπε. «Την αγαπούσα, δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά».

Αλλά ο εισαγγελέας Edward Robinson κατέρριψε τους ισχυρισμούς του Fernandez αναφέροντας τα ονόματα των Jane Thompson, Delphine Downing, Rainelle Downing και Myrtle Young. Όλες ήταν νεκρές μετά τη συνάντησή τους με τον Raymond Fernandez. Και όλα αυτά τα είπε φωνάζοντας στον Fernandez. «Ο κύριος Fernandez δεν είναι κουφός», του είπε σε κάποια στιγμή η Martha από το κάθισμά της. Αλλά και ο Fernadez κέρδισε «πόντους» όταν μίλησε για τις συνθήκες της ανάκρισής του στο Michigan. «Ο οποιοσδήποτε είχε δικαίωμα να μου κάνει ερωτήσεις» είπε, «ακόμα και οι δημοσιογράφοι. Δεν ήξερα που πατούσα και που βρισκόμουν. Και ο εισαγγελέας είπε πως οτιδήποτε και να έλεγα δεν θα το χρησιμοποιούσαν εναντίον μου». Ο Fernandez ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του και συνέχισε, καθώς κατάλαβε πως αυτό το σημείο ήταν πολύ σημαντικό. «Είπαν πως θα με δίκαζαν για δολοφόνο στη Νέα Υόρκη και θα άφηναν τη Martha ελεύθερη. Εγώ σαν άντρας, μπορούσα πιο εύκολα να αντέξω. Είπαν πως αν συνεργαζόμουν θα έβγαινα από τη φυλακή σε έξι χρόνια. Εάν δεν συνεργαζόμουν θα έτρωγα ισόβια».

Αλλά η κατηγορούσα αρχή είχε πολλά εναντίον τους. Η μακροσκελής ομολογία τους, με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, ήλθε πολλές φορές στο προσκήνιο για να τους στοιχειώσει. Το ακροατήριο κρατούσε την ανάσα του, όσο διαβάζονταν οι φρικιαστικές αφηγήσεις. «Μπορώ ακόμα να το ακούσω. Το αίμα στάζει, στάζει, στάζει και ο ήχος του νομίζεις πως ακούγεται σε ολόκληρο το σπίτι», είχε πει η Martha στους ανακριτές της. Όταν ο Fernandez στραγγάλισε τη Fay, η μασέλα της πετάχτηκε έξω από το στόμα της. Φρόντισαν να την εξαφανίσουν γιατί, όπως κατέθεσε η Martha «αν έβρισκαν το πτώμα της η μασέλα θα διευκόλυνε την αναγνώρισή του». Στη συνέχεια ο Robinsonρώτησε τον Fernandez αν πυροβόλησε και σκότωσε τη Delphine Downing. «Αυτό είναι αλήθεια», απάντησε. Αλλά όταν τον ρώτησε αν σκότωσε τη Janet Fay το αρνήθηκε. Σε εκείνο το σημείο η Martha σηκώθηκε από τη θέση της. «Νομίζω, κ. Πρόεδρε πως τώρα πρέπει να καταθέσω εγώ!», είπε. Ο δικαστής την επέπληξε ενώ ο δικηγόρος της την τραβούσε στη θέση της. Η ομολογία τους, σελίδα με τη σελίδα, και η κάθε μια πιο επιβαρυντική από την προηγούμενη, διαβάστηκε ολόκληρη στο ακροατήριο. Το ταξίδι του ζευγαριού στην απάτη, το σεξ και το φόνο περιγράφηκε με κάθε λεπτομέρεια.

Η κατάθεση του Raymond Fernandez περιείχε εκτενείς περιγραφές των σεξουαλικών του σχέσεων με τα θύματά του. Πολύς λόγος έγινε για τρεις παρτίδες strip poker, που έπαιξαν η Martha και η Esther Henne, ένα από τα θύματά του. Όποια κέρδιζε την τελευταία παρτίδα θα είχε ως έπαθλο τον Fernandez στο κρεβάτι της. Κέρδισε η Martha. Αυτός ο τύπος κατάθεσης συνεχίστηκε για όλο το πρωϊνό της 21ης Ιουλίου και ήταν τόσο «περιγραφικός» που «οι μη έχοντες εργασία απαγορευόταν να παρευρίσκονται έξω από την αίθουσα στην οποία διεξαγόταν η δίκη». Οι New York Times έγραψαν πως «πολλοί από τους θεατές, κυρίως γυναίκες, δεν βγήκαν για το μεσημεριανό τους γεύμα για να μην χάσουν τις θέσεις τους».

Η κατάθεση της Martha
Οι προβλέψεις για την κατάθεση της Martha είχαν αρχίσει αρκετές εβδομάδες πριν. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από ιστορίες για το πώς θα κατέθετε η Martha. Θα κατέδιδε τον Raymond? Θα αναλάμβανε μόνη της όλη την ευθύνη? Θα έκλαιγε? Όταν άκουσε το όνομά της το πρωί της 25ης Ιουλίου 1949, σηκώθηκε από τα έδρανα της υπεράσπισης και προχώρησε αργά στη θέση του μάρτυρα. Ανέβηκε τα δύο σκαλιά που οδηγούσαν στο έδρανο και κάθισε στη θέση της. Φορούσε ένα γκρίζο καλοκαιρινό φόρεμα με άσπρες βούλες, πράσινες γόβες-στιλέτο και είχε περασμένες δυο σειρές μαργαριτάρια γύρω από το λαιμό της. Ήταν μια εμφάνιση ακατάλληλη για αίθουσα δικαστηρίου. Μετά τις περιγραφές του Raymond για τις «ανώμαλες σεξουαλικές» προτιμήσεις τους, η αίθουσα ήταν κατάμεστη από περίεργους ακροατές και δημοσιογράφους.

Όσο η Martha έλεγε την ιστορία της στο κατάμεστο και σιωπηλό δικαστήριο, ο Fernandez παρέμενε αλύγιστος στη θέση του, μην ξέροντας τι να περιμένει. Η Martha άρχισε από την παιδική της ηλικία, εξιστορώντας όλα της τα προβλήματα. Μίλησε για δυο σεξουαλικές επιθέσεις που δέχτηκε στα 13 της, η μία εκ των οποίων την άφησε έγκυο. Ανέφερε ότι έκτοτε παρέμενε φοβισμένη και ντροπαλή απέναντι στους άντρες και ότι πάντα ονειρευόταν να ερωτευτεί. «Η ζωή που ζούσα δεν άξιζε» είπε. «Προτιμούσα να πεθάνω, παρά να συνεχίζω να καυγαδίζω με τη μητέρα μου για το υπόλοιπο της ζωής μου». Είπε ότι η μητέρα της ήταν αφόρητα καταπιεστική ώστε εκείνη «ήταν υποχρεωμένη να της δίνει λεπτομερέστατη αναφορά για τον ποιον συναντούσε και τι έκανε μαζί του». Είχε κάνει αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας. Η τύχη της με τους άντρες ήταν εξίσου κακή. Κάθε φορά που έκανε κάποιον δεσμό, δεν οδηγούσε πουθενά. Ο πρώτος της γάμος τελείωσε άδοξα, όταν ο σύζυγός της την εγκατέλειψε έγκυο. «Μου είχε δώσει την εντύπωση πως ήμουν η μόνη γυναίκα που είχε αγαπήσει», είπε με δάκρυα στα μάτια. Όλες της οι σχέσεις μετά το γάμο της ήταν καταστροφικές. Είχε ήδη δυο παιδιά, αλλά όχι σύντροφο. Έκανε άλλη μια απόπειρα αυτοκτονίας. Όταν εξήγησε στο δικαστήριο γιατί εγκατέλειψε τα παιδιά της, το Γενάρη του 1948 στο Στρατό της Σωτηρίας, ξέσπασε σε λυγμούς.

Αναφορικά με τον Fernandez, η Martha ισχυρίστηκε πως γνώριζε ότι ήταν δολοφόνος και πως τον βοηθούσε να βρίσκει τα θύματά του ανάμεσα στις μοναχικές γυναίκες. «Ο Raymond είχε πολλές φωτογραφίες από αυτές τις γριές μέγαιρες, που του έστελναν γράμματα και ήθελαν να αλληλογραφήσουν μαζί του», είπε. Μερικές φορές η Martha γέλασε όταν θυμόταν πόσο εύκολο ήταν για τον Raymond να εξαπατά τα θύματά του. Όταν έγινε η ερώτηση για τη Fay, η Martha είπε ότι το μόνο που θυμάται ήταν ότι ο Fernandez της ζήτησε να την κάνει να σωπάσει. Μετά βρέθηκε να στέκεται πάνω από το άψυχο κορμί της με τον Fernandez να την ταρακουνάει από τους ώμους φωνάζοντας «Για όνομα του Θεού, Martha, τι έκανες?».

Όταν ο εισαγγελέας τη ρώτησε για την αγάπη της προς τον Fernandez, η Martha τον υπερασπίστηκε. «Αγαπούσαμε πολύ ο ένας τον άλλο και θεωρούσα τη σχέση μας ιερή. Αναφερθήκατε στον τρόπο που κάναμε έρωτα και τον χαρακτηρίσατε ανώμαλο, αλλά τίποτα δεν είναι ανώμαλο μπροστά στην αγάπη που είχα για τον Fernandez», είπε. Η Martha κουνιόταν νευρικά στη θέση της, σε μια ξύλινη καρεκλίτσα φτιαγμένη για πολύ πιο μικρόσωμους ανθρώπους. Είπε πως κάθε παράκληση του Fernandez για εκείνη ήταν εντολή. Τον αγαπούσε τόσο, ώστε να κάνει οτιδήποτε της ζητούσε. Επέμενε πως δεν θυμόταν τίποτα από το φόνο της Fay, μέχρι που την είδε να αιμορραγεί στα πόδια της. Σύμφωνα με τις οδηγίες της ο Fernandez έδεσε ένα φουλάρι γύρω από το λαιμό του θύματος και το έσφιξε για να λειτουργήσει, υποτίθεται, ως αιμοστατικός επίδεσμος. Η Martha υποστήριξε ότι γνώριζε, από την εμπειρία της ως νοσοκόμα, πως ένας αιμοστατικός επίδεσμος στο λαιμό σταματά την αιμορραγία του κεφαλιού.

Η κατάθεση της Martha κράτησε τρεις μέρες. Με μεταπτώσεις στις αντιδράσεις (άλλοτε εριστική, άλλοτε δακρυσμένη και άλλοτε θυμωμένη), η Martha έδωσε τέτοιες λεπτομέρειες για τη σεξουαλική της ζωή με τον Fernandez, ώστε πολλές γυναίκες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την αίθουσα. Όταν άρχισε να περιγράφει διάφορες σεξουαλικές πράξεις που συνδέονταν με την πρακτική του βουντού, χρειάστηκε η παρέμβαση δύο δωδεκάδων αστυνομικών για να συγκρατήσουν τα πλήθη που ήθελαν να μπουν στο δικαστήριο.

Η ετυμηγορία
Στις 18 Αυγούστου του 1949, μετά από 44 μέρες καταθέσεων και μια πεντάωρη ομιλία του δικαστή Pecora, οι ένορκοι αποσύρθηκαν για να συνεδριάσουν. Η συνεδρίαση άρχισε στις 21.45 μ.μ. Σε κάποιο σημείο ζήτησαν να ξαναδιαβάσουν την ομολογία του Fernandez, ενώ ζήτησαν διευκρινήσεις για τον όρο «προμελέτη». Αρκετοί πίστευαν πως ο Fernandez θα χρεώνονταν με το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης και πως η Martha θα αντιμετώπιζε ελαφρύτερη ποινή. Οι ένορκοι συνέχισαν άυπνοι τη συνεδρίασή τους και στις 08.30 π.μ. το επόμενο πρωί είχαν καταλήξει σε ετυμηγορία. Η ειρωνεία είναι πως πολλοί από τους «θαμώνες» της δίκης είχαν αποχωρήσει, νομίζοντας πως οι ένορκοι θα συνεδρίαζαν την επόμενη ημέρα. Έτσι, όταν ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους, στην αίθουσα δεν ήταν σχεδόν κανείς.

Το σώμα των ενόρκων, αποτελούμενο από δέκα άντρες και δύο γυναίκες, κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση: ο Fernandez και η Beck κρίθηκαν ένοχοι για φόνο πρώτου βαθμού. Οι κατηγορούμενοι δεν έδειξαν καμία συγκίνηση ή έκπληξη, αν και η Daily News έγραψε πως «η κ. Beck, όπως τόσες φορές είχε κάνει κατά τη διάρκεια της δίκης, πήρε μια ξεδιάντροπη έκφραση». Δεν υπήρχε καμία έκκληση για έλεος για κανέναν από τους κατηγορουμένους.

Οδηγήθηκαν στις φυλακές. Σε ερώτηση ενός φρουρού τι τους οδήγησε στο έγκλημα, η Martha απάντησε: «Έμπλεξα. Δεν είχα έλεγχο», ο δε Fernandez «ένα ατύχημα». Χωρίστηκαν και οδηγήθηκαν ο καθένας στο κελί του, στην Πτέρυγα των Μελλοθανάτων. Η Martha, κατά ειρωνική σύμπτωση, οδηγήθηκε στο ίδιο κελί που το 1927 είχε «φιλοξενήσει» τη Ruth Snyder και αργότερα, το 1936, την Eva Coo. Και οι δύο πέθαναν στην ηλεκτρική καρέκλα. Το κελί είχε έναν πάγκο που χρησίμευε για κρεβάτι, έναν νιπτήρα και μια λεκάνη. Η μόνη παρέα της Martha ήταν οι δεσμοφύλακες. Πα΄ρεδωσε μια λίστα με τους ανθρώπους που θα δεχόταν ως επισκέπτες. Αυτή περιελάμβανε τον πρώην σύζυγό της, Alfred Beck, τον αδελφό της και τρεις αδελφές της. Επίσης συμπεριέλαβε τα παιδιά της που είχε εγκαταλείψει: την πεντάχρονη Carmen και τον τετράχρονο Anthony.


Συνεχίζεται

Wednesday, November 22, 2006

Οι δολοφόνοι των "Mοναχικών Kαρδιών" (III)


Η αρχή
Αφού ξεφορτώθηκαν τα παιδιά, η Beck και ο Fernandez είχαν το διαμέρισμα στη διάθεσή τους. Ο Raymond της έδειξε τα γράμματα των «μοναχικών καρδιών» και της ομολόγησε τα πάντα: για τις δεκάδες γυναίκες που είχε εξαπατήσει, για τη σύζυγό του στην Ισπανία και για τις άλλες συζύγους. Η Martha, ήδη πλήρως υποταγμένη στον Fernandez, κατάλαβε πως δεν υπήρχε γυρισμός. Ήταν ο άντρας της και ήταν η γυναίκα του. Με τη δική της λογική ήταν καθήκον της να τον βοηθήσει. Άρχισαν να κάνουν σχέδια μαζί για την επόμενη «δουλειά» του Raymond. Εξέτασαν από κοινού τις επιστολές που είχε λάβει ο Fernandez και αποφάσισαν πως το επόμενο θύμα τους θα ήταν η Esther Henne από την νότιο Pennsylvania, συνταξιούχος δασκάλα.

Το απίθανο ζευγάρι ταξίδεψε στην Pennsylvania όπου και συναντήθηκε με την Henne. Η Martha παρουσιάστηκε ως κουνιάδα του Raymond. Μέσα σε μια εβδομάδα, στις 28 Φεβρουαρίου του 1948, ο Fernandez και η Henne παντρεύτηκαν σε μια σύντομη τελετή στο Δημαρχείο του Fairfax, στη Virginia. Στη συνέχεια οι νεόνυμφοι και η Martha επέστρεψαν στο διαμέρισμα της Δυτικής 139ης Οδού. Αργότερα η Henne είπε στους δημοσιογράφους: «Για τέσσερις μέρες ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου. Στη συνέχεια έγινε βίαιος λεκτικά, όταν αρνήθηκα να τον κάνω κύριο της ασφάλειάς μου και να τον εξουσιοδοτήσω να εισπράττει τη σύνταξή μου. Τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο. Άρχισα να ακούω ιστορίες για εκείνον, πως είχε ταξιδέψει στην Ισπανία με μια γυναίκα η οποία πέθανε.» Σύντομα, η νέα κυρία Fernandez εγκατέλειψε το διαμέρισμα, φτωχότερη κατά ένα αυτοκίνητο και εκατοντάδες δολάρια που της είχε κλέψει ο Raymond.

Αρκετές άλλες γυναίκες ακολούθησαν την Esther Henne, με γρήγορη διαδοχή. Μια από αυτές, η Myrtle Young, από το Greene Forest του Arkansas, δέχτηκε να παντρευτεί τον Raymond. Στις 14 Αυγούστου του 1948 παντρεύτηκαν στο Cook Country του Illinois. Αυτή τη φορά η Martha παρουσιάστηκε ως αδελφή του Raymond και έκανε τα πάντα προκειμένου αυτός ο γάμος να μην ολοκληρωθεί. Για το λόγο αυτό κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με τη Myrtle. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετές ημέρες, μέχρι που η Myrtle διαμαρτυρήθηκε τόσο έντονα, ώστε ο Raymond της έδωσε μεγάλη δόση υπνωτικών. Η Myrtle έπεσε αναίσθητη. Με τη βοήθεια της Martha, ο Raymond την κουβάλησε μέχρι το σταθμό των λεωφορείων και την έστειλε πίσω στο Little Rock του Arkansas. Όταν έφτασε εκεί ήταν ήδη σε κώμα και μεταφέρθηκε από την αστυνομία στο νοσοκομείο, όπου πέθανε την επόμενη μέρα. Το ζευγάρι των δολοφόνων της είχε ήδη κλέψει 4.000 δολλάρια.

Εν τω μεταξύ, η Martha και ο Reymond συνέχιζαν τη δράση τους στις ανατολικές πολιτείες. Σταμάτησαν σε αρκετές πόλεις και συνάντησαν πολλές γυναίκες που αλληλογραφούσαν με τον Raymond. Κατάφεραν να τους αποσπάσουν αρκετά χρήματα, αλλά δεν βρήκαν καμία που να άξιζε να επενδύσουν σ’ αυτήν μακροπρόθεσμα. Επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη και άρχισαν να ξαναδιαβάζουν τις αγγελίες των «μοναχικών καρδιών» για να ανακαλύψουν νέα θύματα. Βρήκαν μία στη νέα Αγγλία, αλλά όταν πήγαν να τη συναντήσουν η Martha τη βρήκε νεώτερη απ’ όσο περίμενε και δεν άφησε τον Reymond να συνεχίσει μαζί της.

Τα χρήματά τους λιγόστευαν. Ο χειμώνας πλησίαζε και κανείς από τους δύο δεν είχε δουλειά. Έψαχναν απελπισμένα νέα θύματα. Σύντομα εντόπισαν τη Janet Fay, μια 66χρονη χήρα που ζούσε στο Albany της Νέας Υόρκης. Ο Raymond πήρε μελάνι και χαρτί και στρώθηκε στη δουλειά.

Janet Fay
Η Janet Fay νοίκιαζε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης και, πιο σημαντικό απ’ όλα, είχε καταθέσεις στην τράπεζα. Συνήθιζε να στέλνει επιστολές στις στήλες των μοναχικών καρδιών, παρά τις προειδοποιήσεις της οικογένειας και των φίλων της. Η Fay ήταν μια θρησκευόμενη καθολική, που παρακολουθούσε τη λειτουργία κάθε Κυριακή, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε ο Fernandez, διανθίζοντας τα γράμματά του με αναφορές στη θρησκεία και το Θεό. Συχνά υπέγραφε τις επιστολές προς τα θύματά του ως Charles Martin.

Μετά από χρονικό διάστημα αρκετών εβδομάδων, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Fernandez έπεισε τη Janet για την εντιμότητα των προθέσεών του, κανόνισαν να την επισκεφτεί στο Albany πριν την Πρωτοχρονιά. Στις 30 Δεκεμβρίου του 1948, η Martha και ο Reymond έφτασαν στο Albany και κατέλυσαν σε κεντρικό ξενοδοχείο ως κος και κα Fernandez. Την επόμενη μέρα επισκέφτηκε τη Janet κρατώντας ένα μπουκέτο λουλούδια. Πέρασαν τη μέρα μαζί, γνωρίζοντας ο ένας τον άλλον και συζητώντας θρησκευτικά θέματα.

Τις επόμενες ημέρες ο Fernandez πήρε μαζί του και τη Martha, συστήνοντάς τη ως αδελφή του, και οι τρεις μαζί περιηγήθηκαν την πόλη. Η Janet τους επέτρεψε να διανυκτερεύσουν και σπίτι της. Σύντομα ο Reymond πρότεινε στη Janet γάμο κι εκείνη δέχτηκε. Έκαναν σχέδια να μετακομίσουν στο Long Island, όπου η Martha είχε ήδη νοικιάσει ένα διαμέρισμα στον αριθμό 15 της οδού Adeline, στο Valley Stream. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας του Ιανουαρίου του 1949, η Janet απέσυρε τις καταθέσεις της από τις τράπεζες, συγκεντρώνοντας πάνω από 6.000 $, σε μετρητά και επιταγές. Ο Fernandez την έπεισε να φύγουν από το Albany.

Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 1949, ο Fernandez, η Beck και η Janet Fay, έφυγαν από το Albany για το Long Island. Όταν έφτασαν στο διαμέρισμα έφαγαν και ετοιμάστηκαν για ύπνο. Ο Fernandez αποκοιμήθηκε πρώτος, αφήνοντας τις δυο γυναίκες στην κουζίνα. Το τι ακριβώς συνέβη ανάμεσά τους δεν θα μαθευτεί ποτέ, γιατί η Martha είπε πολλές διαφορετικές ιστορίες όταν, αργότερα, ανακρίθηκε από την αστυνομία. Είπε όμως σίγουρα πως: «Καιγόμουν από ζήλια και θυμό!». Η Martha είπε επίσης πως, μπαίνοντας στο δωμάτιο του Raymond, είδε τη «Janet γυμνή με το χέρι της γύρω από τον Raymond». Όντας ήδη αναστατωμένη από την προσοχή που έδειχνε ο Raymond στη Janet, η θέα των δύο τους στο κρεβάτι ήταν υπερβολικό για τη Martha να το αντέξει. Σύμφωνα με την κατάθεσή της η Janet ούρλιαξε: «Δεν θα επιτρέψω ποτέ να μείνεις μαζί μας. Είσαι η πιο ξεδιάντροπη σκύλα που έχω συναντήσει στη ζωή μου!». Ακολούθησε φιλονικία κατά την οποία ο Fernandez φέρεται να είπε στη Martha: «Κάνε αυτή τη γυναίκα να σωπάσει. Δεν μ’ ενδιαφέρει τι θα κάνεις, μόνο κάνε τη να σωπάσει».

Η Martha κατέθεσε αργότερα ότι η μνήμη της σκοτείνιασε και δεν θυμόταν τι έγινε. «Το επόμενο που θυμάμαι είναι ο Fernandez να με κρατά απ’ τους ώμους και να με ταρακουνάει», είπε. Το σώμα της Janet κείτονταν στα πόδια της Martha μέσα σε μια λίμνη αίματος. Είχε χτυπηθεί στο κεφάλι με ένα σφυρί και στη συνέχεια στραγγαλιστεί με ένα μαντήλι. Η Martha είπε ότι αμέσως μετά το φόνο έπεσε σε ένα είδος «έκστασης». Το ζευγάρι καθάρισε το δωμάτιο, τύλιξε το σώμα της γυναίκας σε πετσέτες και σεντόνια και το έκρυψε σε μια ντουλάπα. Μετά πήγαν για ύπνο.

Την επόμενη μέρα αγόρασαν ένα μεγάλο μπαούλο, μέσα στο οποίο έβαλαν το πτώμα. Ύστερα πήγαν με το αυτοκίνητο μέχρι το σπίτι της αδελφής του Raymond και την έπεισαν να φυλάξει το μπαούλο για λίγες μέρες στο υπόγειο του σπιτιού της. Μετά από έντεκα ημέρες, ο Raymond πήρε το μπαούλο και το έθαψε στο κελάρι ενός νοικιασμένου σπιτιού. Στη συνέχεια κάλυψε τον τάφο με τσιμέντο. Κατά τη διάρκεια της επόμενης εβδομάδας, εξαργύρωσαν όλες τις επιταγές της Janet και δακτυλογράφησαν γράμματα στην οικογένειά της που έγραφαν «είμαι ενθουσιασμένη και περνάω υπέροχα. Δεν έχω ξανανοιώσει έτσι μέχρι σήμερα, Σύντομα θα γίνω Κα Martin και θα μετακομίσω στη Florida». Υπέγραφαν τα γράμματα ως «Janet L. Fay». Όμως, μέσα στη βιασύνη τους, έκαναν ένα λάθος ζωτικής σημασίας: η Janet δεν ήξερε να δακτυλογραφεί και δεν διέθετε γραφομηχανή. Η οικογένειά της ειδοποίησε αμέσως την αστυνομία.


Η Delphine και το Μωρό
H Beck και ο Fernandez έφυγαν γρήγορα από το Valley Stream και κατευθύνθηκαν δυτικά, στο Grand Rapids του Michigan, όπου τους περίμενε το επόμενο θύμα τους. Για αρκετές εβδομάδες ο Fernandez αλληλογραφούσε με μια νέα χήρα, την Delphine Downing, 41 ετών, η οποία είχε και μια δίχρονη κόρη, τη Rainelle. Η Delphine ήξερε επίσης τον Fernandez ως «Charles Martin», πετυχημένο επιχειρηματία στον τομέα των εξαγωγών, που είχε αδυναμία στα παιδιά. Έτσι, όταν ο «Charles» έγραψε στη Delphine πως επρόκειτο να την επισκεφτεί, εκείνη χάρηκε ιδιαιτέρως. Δεν ενοχλήθηκε, δε, καθόλου, όταν της είπε ότι θα έφερνε μαζί του και την αδελφή του Martha.

Όταν συναντήθηκαν, στα τέλη του Ιανουαρίου του 1949, η Delphine εντυπωσιάστηκε από τον «Charles» και σκέφτηκε ότι, ενδεχομένως, θα είχαν μέλλον μαζί. Της άρεσαν οι ευγενικοί του τρόποι και το ενδιαφέρον που έδειχνε για τη Rainelle. Πριν τελειώσει ο μήνας είχαν προχωρήσει σε σεξουαλική σχέση, κάτι που έκανε τη Martha να βράζει, σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Αλλά η ευτυχία της Delphine δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ. Ένα πρωί μπήκε στο μπάνιο και είδε τον «Charles» χωρίς το περουκίνι του. Σοκαρίστηκε στη θέα του φαλακρού του κεφαλιού και του άσχημου σημαδιού στην κορυφή του.

Κατηγόρησε τον Fernandez ότι την εξαπάτησε και την απογοήτευσε. Εκείνος επιστράτευσε όλη του τη γοητεία για να την εξευμενίσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Martha, αν και ήταν έξαλλη, παρέμενε ήσυχη, περιμένοντας την κατάσταση να ηρεμήσει. Έπεισε τη Delphine να πάρει υπνωτικό χάπι και να κοιμηθεί. Όταν το χάπι ενήργησε, η Rainelle άρχισε να κλαίει, προφανώς ανήσυχη από την αφύσικη συμπεριφορά της μητέρας της. Η Martha, ήδη έξαλλη με τη Delphine, άρπαξε τη μικρή από το λαιμό και την έσφιξε μέχρι που έχασε τις αισθήσεις της. Ο Fernandez θύμωσε.

«Όταν ξυπνήσει και δει τις μελανιές στο λαιμό της μικρής, θα πάει στην αστυνομία», είπε.
«Κάνε κάτι, Ray», είπε η Martha. Ο Fernandez πήγε στο διπλανό δωμάτιο και πήρε ένα περίστροφο που ανήκε στον μακαρίτη σύζυγο της Delphine. Το τύλιξε σε μια κουβέρτα, για να πνίξει το θόρυβο της εκπυρσοκρότησης, και έστρεψε την κάνη στο κεφάλι της Delphine. Τράβηξε τη σκανδάλη. Η Delphine πέθανε ακαριαία. Η Rainelle παρακολούθησε τη σκηνή από απόσταση αναπνοής. Ύστερα, τύλιξαν το άψυχο σώμα της Delphine σε σεντόνια και το μετέφεραν στο υπόγειο. Έσκαψαν μια τρύπα στο χωμάτινο δάπεδο και την έριξαν μέσα. Ο Fernandez σκέπασε τον τάφο με τσιμέντο και η Martha καθάρισε σχολαστικά τη σκηνή του εγκλήματος.

Πέρασαν τις επόμενες δύο ημέρες καταστρώνοντας σχέδια για τη διαφυγή τους. Ρευστοποίησαν όλες τις επιταγές που είχε η Delphine και «έγδυσαν» το σπίτι από οτιδήποτε πολύτιμο. Στο μεταξύ η Rainelle έκλαιγε συνέχεια και αρνιόταν να φάει. Συζήτησαν το τι θα έκαναν με τη μικρή, αλλά δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν. Τελικά ο Fernandez είπε στη Martha να την ξεφορτωθεί. «Δεν μπορώ να το κάνω, Ray… δεν μπορώ!», τον ικέτευσε. Αλλά ήδη η Martha είχε χωθεί μέχρι πάνω από το λαιμό σε αυτή την ιστορία. Ήταν συνένοχος σε αρκετούς φόνους και συνέταιρος σε δεκάδες απάτες και κλοπές. Δεν είχε πραγματικό σπίτι και είχε εγκαταλείψει τα παιδιά της για να είναι μ’αυτόν τον εραστή, που τόσο κακή επίδραση είχε πάνω της. Και τώρα, αφού είχαν θάψει ένα ακόμα θύμα τους, o Fernandez ήθελε από εκείνη να κάνει το αδιανόητο. Μπορεί να προσπάθησε να αντισταθεί, αλλά ο έλεγχός του πάνω της ήταν ολοκληρωτικός. Καθώς η Rainelle συνέχιζε να κλαψουρίζει, η Beck και ο Fernandez γέμισαν με νερό ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο. Ξαφνικά, με μια κίνηση απίστευτης αγριάδας, η Martha άρπαξε το παιδί και κράτησε το κεφάλι του κάτω από το νερό, μέχρι που πνίγηκε. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Fernandez έσκαβε έναν ακόμη τάφο, δίπλα στον πρώτο, στο υπόγειο. Μόνο που αυτός ήταν κατά πολύ μικρότερος.

Αν και πια ήταν ελεύθεροι να φύγουν από την πόλη και να συνεχίσουν αλλού, επέλεξαν να μην το κάνουν. Μάλιστα, πήγαν στον κινηματογράφο. Όταν επέστρεψαν στο διαμέρισμα άρχισαν να ετοιμάζουν βαλίτσες. Τους διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα και, όταν ο Fernandez την άνοιξε, είδε δυο συνοφρυωμένους αστυνομικούς να στέκονται εμπρός του. Οι υποψιασμένοι γείτονες είχαν ειδοποιήσει την αστυνομία.

Συνεχίζεται

Monday, November 20, 2006

Οι δολοφόνοι των "Μοναχικών Καρδιών" (II)

Martha
Γεννήθηκε ως Martha Jule Seabrook το 1919, στην πόλη Milton στη βορειοδυτική Florida. Ως παιδάκι, η Martha παρουσίασε αδενικό πρόβλημα, με αποτέλεσμα να ωριμάσει σωματικά γρηγορότερα από τους συνομηλίκους της. Σε ηλικία 10 ετών είχε τη σωματική διάπλαση γυναίκας και τις σεξουαλικές ορμές ενήλικα. Δυστυχώς ήταν ήδη παχύσαρκη από αυτή την ηλικία και, εκτός από τις κοροϊδίες των συμμαθητών της, είχε να αντιμετωπίσει και την κυριαρχική μητέρα της. Κατά τη διάρκεια της δίκης της, το 1951, ισχυρίστηκε πως ο αδελφός της την είχε κακοποιήσει σεξουαλικά σε μικρή ηλικία. Όταν εξομολογήθηκε στη μητέρα της το συμβάν, εκείνη έριξε το φταίξιμο στη Martha και τη χτύπησε. Από τότε και μετά, η μητέρα της έγινε η σκιά της, την ακολουθούσε παντού. Εάν κάποιο αγόρι έδειχνε ενδιαφέρον για τη Martha, η μητέρα της το έδιωχνε με καταιγισμό προσβολών και απειλών. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας της η Martha έγινε στόχος ανηλεών αστεϊσμών και προσβολών, που είχαν ως αποτέλεσμα να την κάνουν να κλειστεί περισσότερο στον εαυτό της. Απομονώθηκε, αποξενώθηκε και έμεινε χωρίς συνομηλίκους φίλους.

Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα σε μια σχολή Νοσηλευτικής στην Pensacola, απ’ όπου αποφοίτησε το 1942, πρώτη στο έτος της. Λόγω, όμως, της εμφάνισής της, στάθηκε αδύνατον να βρει δουλειά ως νοσοκόμα. Έτσι, αναγκάστηκε να πάει να δουλέψει σε ένα τοπικό γραφείο τελετών. Δουλειά της ήταν να ετοιμάζει τα πτώματα των γυναικών για την ταφή. Ήταν ένα σουρεαλιστικό περιβάλλον για τη Martha, η οποία ήταν ήδη μοναχική και απόμακρη. Το να περιποιείται σώματα νεκρών, οποιαδήποτε ώρα ημέρας και νύχτας, ενδέχεται να την έκανε να απολαμβάνει τη συντροφιά εκείνων που δεν μπορούσαν να την πληγώσουν με την κριτική τους και να τη γελοιοποιήσουν. Ζούσε με τους νεκρούς.

Το 1943, και θέλοντας απελπισμένα να ξεκινήσει μια νέα ζωή, μετακόμισε στην California. Σύντομα, βρήκε δουλειά ως νοσοκόμα σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο. Τα βράδια, γύριζε στα μπαρς της περιοχής «ψωνίζοντας» φαντάρους που βρίσκονταν σε άδεια. Αποτέλεσμα αυτής της «δραστηριότητάς» της ήταν μια εγκυμοσύνη. Ο πατέρας ήταν ένας στρατιώτης, ο οποίος δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για τη Martha. Όταν πληροφορήθηκε την εγκυμοσύνη της, προσπάθησε να αυτοκτονήσει πηδώντας στη θάλασσα. Ανίκανη να τον πείσει να την παντρευτεί και βαθειά ντροπιασμένη που κάποιος προτιμούσε να πεθάνει παρά να την κάνει γυναίκα του, η Martha επέστρεψε στη Florida, καταθλιμμένη και μόνη.

Στο Milton, η Martha έπρεπε να εξηγήσει την εγκυμοσύνη. Έτσι εφηύρε ένα σύζυγο, αξιωματικό του Ναυτικού, με τον οποίο είχε παντρευτεί στην California και που όλοι θα γνώριζαν μόλις επέστρεφε από τον Ειρηνικό. Αγόρασε και μια βέρα και την φορούσε καμαρώνοντας. Στη συνέχεια έστειλε ένα τηλεγράφημα στον εαυτό της, πληροφορώντας τον για τον θάνατο του «συζύγου της εν ώρα υπηρεσίας». Έπαθε υστερία με την αναγγελία των «νέων», όλη η πόλη της συμπαραστάθηκε και, μάλιστα, το γεγονός πέρασε και στον τοπικό τύπο. Η Martha έγινε αποδέκτης μεγάλης προσοχής και συμπάθειας λόγω της «απώλειάς» της. Την άνοιξη του 1944 γέννησε την κόρη της, Willa Dean.

Λίγους μήνες αργότερα γνώρισε έναν οδηγό λεωφορείου από την Pensacola, τον Alfred Βeck και έμεινε πάλι έγκυος. Ο Alfred, νοιώθοντας ενοχές για την εγκυμοσύνη την παντρεύτηκε στα τέλη του 1944. Έξι μήνες αργότερα χώρισαν. Η Martha είχε χάσει τη δουλειά της από τον προηγούμενο χρόνο και τώρα βρισκόταν πάλι μόνη της, με δυο μικρά παιδιά και μηδενικό εισόδημα. Βυθίστηκε στον κόσμο της φαντασίας και των ρομαντικών μυθιστορημάτων και παρακολουθούσε ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο αγαπημένος της ηθοποιός Charles Boyer. Διάβαζε γλυκερά γυναικεία περιοδικά και ονειρευόταν τον άνδρα που θα την έσωζε από τη μοναξιά και την απελπισία της. Στις αρχές του 1946 βρήκε, επιτέλους, μια σταθερή δουλειά στο Νοσοκομείο Παίδων της Pensacola.

Η Martha ήταν μια εξαιρετική νοσοκόμα. Αντιμετώπιζε τη δουλειά και τις ευθύνες της με σοβαρότητα. «Διάλεξα αυτό το επάγγελμα», έγραψε, «χωρίς καμιά σκέψη για προσωπικό όφελος. Θέλησα να προετοιμάσω τον εαυτό μου για το επάγγελμα αυτό, μόνο και μόνο για να προσφέρω βοήθεια και υπηρεσία στους άλλους». Όντας δυστυχισμένη κοινωνικά, η Martha αφοσιώθηκε στη δουλειά της. Πριν περάσει χρόνος, πήρε προαγωγή και σύντομα έγινε Προϊσταμένη στο νοσοκομείο. Αλλά εξακολουθούσε να βασανίζεται από κατάθλιψη και να περιμένει τη μέρα που θα είχε έναν άντρα ολόδικό της, που θα την «γέμιζε» συντροφικά και σεξουαλικά και, κυρίως, θα βίωνε μαζί του τον έρωτα, έτσι όπως τον διάβαζε στα λαϊκά περιοδικά που υπήρχαν σε στοίβες στο διαμέρισμά της.

Μια μέρα, κάποια συνάδελφος θέλοντας να αστειευτεί μαζί της, της έστειλε με το ταχυδρομείο ένα φυλλάδιο με αγγελίες για «μοναχικές καρδιές», γυναίκες και άντρες που αναζητούσαν συντρόφους. Ενώ στην αρχή έκλαψε πικραμένη για την κοροϊδία, στη συνέχεια αποφάσισε να δημοσιεύσει κι αυτή μιαν αγγελία. Έτσι κι έκανε, αποκρύπτοντας το υπερβολικό της βάρος και τα δύο της παιδιά. Από εκεί και μετά, περίμενε τον Πρίγκιπα του Παραμυθιού να καταφθάσει με το καθημερινό ταχυδρομείο.



Ένα γράμμα από τη Νέα Υόρκη
Στην ηλιόλουστη Florida, όσο η Martha προόδευε επαγγελματικά, τόσο απελπιζόταν προσωπικά. Είχαν ήδη περάσει δυο εβδομάδες από τότε που είχε δημοσιεύσει την αγγελία της και δεν είχε λάβει καμία απάντηση. Αλλά λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1947, είχε την πρώτη και μοναδική ανταπόκριση.

Το γράμμα ήταν από κάποιον Raymond Fernandez από τη Δυτική 139η Οδό, στη Νέα Υόρκη. Έγραφε πως ήταν επιτυχημένος και αξιοσέβαστος επιχειρηματίας, ασχολούμενος με εισαγωγές και εξαγωγές. Η γραφή του ήταν περίτεχνη, υπερβολικά ευγενής και φαινόταν ειλικρινής. Έγραφε πως ήταν Ισπανός που πρόσφατα είχε έλθει από τη χώρα του στην Αμερική, όπου οι επαγγελματικές ευκαιρίες ήταν περισσότερες. Έγραφε πως ζούσε μόνος «σε αυτό το διαμέρισμα, το τόσο μεγάλο για έναν εργένη, αλλά που ήλπιζε, κάποια μέρα, να το μοιραστεί με μια σύζυγο». Ο Fernandez έγραψε στη Martha ότι γνώριζε πως ήταν νοσοκόμα και πως «ήταν σίγουρος πως είχε μια καρδιά γεμάτη με την ικανότητα να παρηγορεί και ν’ αγαπά».

Ήταν ήδη πολύ για την ονειροπαρμένη Martha. Κουβαλούσε το γράμμα πάντα μαζί της και το ξαναδιάβαζε σε κάθε ευκαιρία. Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο καλά έγραφε ο Ισπανός μετανάστης και πόσο εκφραστικός ήταν. Αγόρασε ακριβά είδη αλληλογραφίας και άρχισε μια επικοινωνία διάρκειας δύο εβδομάδων, με καθημερινά γράμματα και ανταλλαγή φωτογραφιών. Οι φωτογραφίες για τη Martha αποτέλεσαν ένα πρόβλημα. Δεν ήθελε να χάσει τον «Ρωμαίο» της εξαιτίας του βάρους της. Έτσι, του έστειλε μια ομαδική φωτογραφία με άλλες νοσοκόμες, στην οποία ήταν μισοκρυμμένη πίσω από άλλες.

Δεν μπορούσε να ξέρει ότι η εξωτερική εμφάνιση δεν απασχολούσε καθόλου τον Raymond Fernandez. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε εξαπατήσει πολλές δεκάδες γυναίκες απ’ όλη τη χώρα. Αδιαφορούσε αν τα θύματά του ήταν παχιά, αδύνατα, νεαρά ή ηλικιωμένα. Είχε μόνο ένα κριτήριο: έπρεπε να έχουν πόρους. Όταν έμαθε ότι η Martha ήταν νοσοκόμα, υπέθεσε ότι είχε χρήματα, ή ένα σπίτι ή, τέλος πάντων, οτιδήποτε αξίας. Ήξερε ότι έπρεπε να ανταλλάξει αρκετά γράμματα και τηλεφωνήματα πριν προτείνει μια προσωπική συνάντηση. Έπρεπε να «χτίσει» μια σχέση εμπιστοσύνης και σεξουαλικής επιθυμίας ανάμεσα σ’ αυτόν και το θύμα του. Μετά από αρκετές δοκιμές και λάθη, είχε καταλήξει σε ένα μοντέλο συμπεριφοράς και το ακολουθούσε ευλαβικά.

Όταν το θύμα συνειδητοποιούσε την εξαπάτησή του, απέφευγε, τις περισσότερες φορές, να καταφύγει στην αστυνομία. Αισθανόταν ταπεινωμένο, ντροπιασμένο και ένοχο και δεν ήθελε να συνδεθεί το όνομά του με τις «μοναχικές καρδιές», που έψαχναν άντρα μέσω αγγελιών. Από την άλλη, ο υπερφίαλος Fernandez, φανταζόταν πως οι γυναίκες έμεναν απίστευτα ικανοποιημένες από τις σεξουαλικές του επιδόσεις και πίστευε πως ο λόγος που δεν τον κατέδιδαν ήταν ότι αναγνώριζαν πως αυτά που τους είχε αφαιρέσει ήταν απλώς το τίμημα για τις «υπηρεσίες» του.

Μετά, λοιπόν, την ανταλλαγή των απαιτούμενων επιστολών, ο Fernandez προχώρησε στο απαιτούμενο, κατά τη γνώμη του, βήμα και ζήτησε από τη Martha μια τούφα από τα μαλλιά της. Του ήταν απαραίτητη για να κάνει τα μάγια του βουντού, προκειμένου να την έχει δέσμιό του. Ακολουθούσε τις οδηγίες από το βιβλίο «Magic Island» του William Seabrook, μια βίβλο με βουντού και ξόρκια. Θεώρησε ως καλό οιωνό το γεγονός ότι ο αγαπημένος του συγγραφέας και το τελευταίο θύμα του είχαν το ίδιο επώνυμο.

Η Martha ήταν συνεπαρμένη που κάποιος άντρας είχε ζητήσει μια τούφα από τα μαλλιά της. Του έστειλε μια πλούσια μπούκλα με το επόμενο γράμμα της, το οποίο είχε ψεκάσει με το άρωμά της. Σκέφτηκε πως, ίσως, είχε έρθει πια η σειρά της. Φαντάστηκε πως ο Raymond Fernandez ήταν ο ιππότης με την αστραφτερή πανοπλία, ο εραστής των ονείρων της, που θα την έπαιρνε μακριά από τη μιζέρια της καθημερινότητας.

Ίσως η τύχη της είχε αρχίσει να αλλάζει.

****

Αφού ο Fernandez είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της Martha και είχε τελέσει τη μυστική βουντού τελετουργία του, αποφάσισε πως είχε φτάσει η ώρα για την προσωπική συνάντηση. Κανόνισε να κατέβει με τραίνο στη Florida και να συναντηθεί με τη Martha στο σταθμό. Φυσικά, η Martha, καταλαβαίνοντας πως είχε έρθει η ώρα που θα αποκαλύπτονταν τα ψέματα που είχε πει για τον εαυτό της, ένοιωθε νευρική και ανήσυχη, αλλά η περιέργειά της και η επιθυμία της να τον συναντήσει γρήγορα παρέκαμψαν αυτό το πρόβλημα. Στις 28 Δεκέμβρη του 1947 ο Raymond Fernandez έφτασε στη Florida.

Στην αρχή ο Fernandez εξεπλάγη από το μέγεθος της Martha, αλλά δεν έδειξε σημάδια δυσαρέσκειας. Εκείνη, πάλι, ξετρελάθηκε μαζί του. Δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη της που της επεφύλασσε έναν τόσο όμορφο άντρα. Ήταν οτιδήποτε είχε ονειρευτεί, κι ακόμα περισσότερα. Μάλιστα, έβρισκε πως ο Fernandez έμοιαζε και στον αγαπημένο της ηθοποιό Charles Boyer. Πήγαν σπίτι της, όπου η Martha σύστησε στον Fernandez τα δυο της παιδιά και ετοίμασε γεύμα. Όταν τα παιδιά κοιμήθηκαν, ο Fernandez έκανε την κίνησή του. Η Martha, ήδη μαγεμένη από το γεγονός ότι της έδινε σημασία, παραδόθηκε άνευ όρων. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένοιωσε πλήρως ικανοποιημένη σεξουαλικά. Ήταν μια αποκάλυψη.

O Fenrnandez, από την άλλη, σκεφτόταν το σχέδιό του. Ανυπομονούσε να ανακαλύψει αν η Martha ήταν «αξιόλογο» θύμα, ή έχαν άδικα το χρόνο του μαζί της. Πέρασαν μαζί την επόμενη μέρα και νύχτα και έκαναν σεξ αρκετές φορές. Η Martha του ορκίστηκε αιώνια αγάπη και του ζήτησε να μείνει στη Florida και να παντρευτούν. Ο Fernandez, όμως, δεν ήθελε γάμο: ήθελε να συνεχίσει τη «δουλειά» του. Ξαφνικά είπε στη Martha ότι οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις τον καλούσαν πίσω στη Νέα Υόρκη. Η Martha αντέδρασε έντονα και, τότε, της υποσχέθηκε πως θα επιστρέψει σύντομα κοντά της ή θα της στείλει χρήματα για να πάει εκείνη να τον συναντήσει στη Νέα Υόρκη. Η Martha αυτό το ερμήνευσε ως πρόταση γάμου.Αφού τον ξεπροβόδισε στο σταθμό του Jacksonville, επέστρεψε στο Milton και είπε σε όλους ότι επρόκειτο να ξαναπαντρευτεί. Ήταν χαρούμενη όσο ποτέ και, μάλιστα, έγινε και ένα πάρτυ προς τιμήν της. Την ημέρα, όμως, του πάρτυ, έλαβε ένα γράμμα από τον Fernandez στο οποίο της έγραφε ότι είχε παρεξηγήσει τα αισθήματά του προς αυτήν και πως δεν θα επέστρεφε στη Florida. Η Martha κατέρρευσε. Μετά από μια απόπειρα αυτοκτονίας ο Fernandez υπαναχώρησε και συμφώνησε να της επιτρέψει να τον επισκεφτεί στη Νέα Υόρκη. Έτσι κι έγινε. Έμεινε μαζί του για δυο υπέροχες εβδομάδες.

Όταν επέστρεψε στη Florida, απολύθηκε από τη δουλειά της χωρίς καμία εξήγηση. Όταν προσπάθησε να μάθει το λόγο αρνήθηκαν να της πουν. Η Martha υπέθεσε πως ήταν επειδή είχε συνάψει ερωτική σχέση με έναν λατίνο από τη Νέα Υόρκη. Πήρε την τελευταία επιταγή με το μισθό της, ετοίμασε βαλίτσες, πήρε τα δυο της παιδιά, αποχαιρέτησε μερικούς φίλους και επιβιβάστηκε στο πρώτο λεωφορείο για Νέα Υόρκη.

Όταν ο Fernandez άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός του, το πρωί της 18ης Ιανουαρίου του 1948, είδε έκπληκτος τη Martha με τα παιδιά της να στέκονται εμπρός του. Αυτό ήταν κάτι χωρίς προηγούμενο στην καριέρα του ως κλέφτη και απατεώνα. Εντούτοις, δεν είχε αντίρρηση να έχει τη Martha μαζί του. Ένοιωθε καθησυχαστικά κοντά της, τον περιποιόταν και του μαγείρευε. Αλλά τα παιδιά έπρεπε να φύγουν και αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο. Η Martha θεώρησε ότι ο αποχωρισμός της από τα παιδιά της ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να έχει τον Fernandez. Στις 25 Ιανουαρίου του 1948 τα παρέδωσε στο Στρατό της Σωτηρίας και τα εγκατέλειψε. Για τα επόμενα τρία χρόνια δεν είχε κανενός είδους επαφή μαζί τους. Και μέχρι τον εγκλεισμό της στις φυλακές του Sing Sing το 1951, δεν τα ξανασκέφτηκε.

Συνεχίζεται

Friday, November 17, 2006

Οι δολοφόνοι των "Μοναχικών Καρδιών" (I)


Εισαγωγή
O Fernandez και η Beck έγιναν γνωστοί ως οι «Δολοφόνοι των Μοναχικών Καρδιών», μέσα από τον τύπο της Αμερικής. Η δίκη τους έγινε το θανατηφόρα ζεστό καλοκαίρι του 1949 στο Δικαστήριο του Bronx, όπου οι ακόλαστες καταθέσεις περί «ανώμαλης σεξουαλικής συμπεριφοράς», σχεδόν προκάλεσαν εξέγερση στο ακροατήριο. Ο λατίνος γόης και η υπέρβαρη, αρρωστημένα ερωτευμένη μαζί του φιλενάδα του, οι οποίοι δολοφόνησαν 17 μοναχικές, διψασμένες για έρωτα γυναίκες, τροφοδότησαν με την ιστορία τους τα φτηνά, κουτσομπολίστικα έντυπα και έκαναν οποιοδήποτε άλλο θέμα της ειδησεογραφίας να φαίνεται ασήμαντο. Ήταν η πολύκροτη υπόθεση της δεκαετίας του ’40.

Raymond Fernandez
Ο Raymond Martinez Fernandez γεννήθηκε στο νησί της Hawaii, στις 17 Δεκεμβρίου του 1914. Οι γονείς του ήταν ισπανικής καταγωγής, περήφανοι άνθρωποι που είχαν απογοητευτεί από την αδύναμη και αρρωστιάρικη εμφάνιση του Raymond. Ιδιαίτερα ο πατέρας του δεν τον συμπαθούσε καθόλου, και ευχόταν να είχε, αντί του Raymond, έναν πιο γερό και δυνατό γιο. Όταν ο Raymond ήταν μόλις τριών, η οικογένεια μετακόμισε στο Bridgeport, στο Connecticut.

Το 1932, ο Raymond αποφάσισε να πάει να ζήσει στην Ισπανία, εργαζόμενος στη φάρμα ενός θείου του. Εκεί, στην ηλικία των 20 ετών, παντρεύτηκε μια ντόπια, την Encarnacion Robles. Σιγά-σιγά μεταμορφώθηκε σε έναν όμορφο, δυνατό άντρα με ήσυχους και ευγενικούς τρόπους, που απολάμβανε ιδιαίτερης συμπάθειας και εκτίμησης στο χωριό του Orgiva.

Όταν άρχισε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Raymond υπηρέτησε στο Εμπορικό Ναυτικό της Ισπανίας. Σύντομα, όμως, βρήκε δουλειά ως κατάσκοπος της Βρετανικής κυβέρνησης και, μάλιστα, απέκτησε κάποια φήμη στους σχετικούς κύκλους. Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τις δραστηριότητές του κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά το Αμυντικό Γραφείο Ασφαλείας στο Γιβραλτάρ είπε πως «ήταν απόλυτα πιστός στους Συμμάχους και εξετέλεσε τα καθήκοντά του, τα οποία ήταν πολλές φορές δύσκολα και επικίνδυνα, με εξαιρετικό τρόπο».

Στα τέλη του 1945, μετά το τέλος του πολέμου, ο Fernandez αποφασίζει να επιστρέψει στην Αμερική, να βρει δουλειά και μετά να καλέσει την Encrnation και τα παιδιά τους. Καταφέρνει να επιβιβαστεί σε ένα φορτηγό που κατευθύνεται στο νησί του Curacao, στις Ολλανδικές Δυτικές Ινδίες. Πάνω στο πλοίο θα του συνέβαινε κάτι που θα άλλαζε τη ζωή του. Μια μέρα, ενώ ανέβαινε στο κατάστρωμα, το ανοιχτό ατσαλένιο καπάκι ενός αμπαριού έπεσε στο κεφάλι του. Το κρανίο του τσακίστηκε σ’ εκείνο το σημείο και, προφανώς, ο εγκέφαλός του υπέστη βλάβη σοβαρότατη και μη αναστρέψιμη. Όταν το πλοίο έδεσε, τον Δεκέμβρη του 1945, ο Raymond μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όπου και παρέμεινε μέχρι τον Μάρτη του 1946.

Μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο, ο Raymond είχε αποκτήσει μιαν εντελώς διαφορετική προσωπικότητα. Πριν το ατύχημα ήταν ένας συνηθισμένος νεαρός άντρας, κοινωνικά ευπροσάρμοστος, ανοιχτός με τους ανθρώπους και ευγενής. Αλλά μετά το ατύχημα έγινε απόμακρος, κυκλοθυμικός και ευερέθιστος. Δεν χαμογελούσε, πια, εύκολα και όταν μιλούσε συχνά έχανε τον ειρμό της σκέψης του. Οι διαταραχές της προσωπικότητας ως αποτέλεσμα σοβαρών κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων είναι πλήρως εμπεριστατωμένες, και η έρευνα έχει αποδείξει ότι η σοβαρότητα της διαταραχής εξαρτάται από τη σοβαρότητα και το σημείο της κάκωσης. Στην περίπτωση του Fernandez, το χτύπημα, το οποίο έσπασε το κρανίο του στο συγκεκριμένο σημείο, έπληξε την περιοχή του εμπρόσθιου λοβού του εγκεφάλου, περιοχή που ρυθμίζει τη μάθηση, την κρίση και τη λογική στη λειτουργία του εγκεφάλου. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία: ο Raymond Fernandez είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος.

Επιβιβάστηκε σε ένα άλλο πλοίο με προορισμό την Alabama. Όταν το πλοίο έφθασε στο λιμάνι του Mobile, ο Fernandez έκανε κάτι ηλίθιο: έκλεψε μια μεγάλη ποσότητα λευκών ειδών από την ιματιοθήκη του πλοίου, η οποία ήταν εμφανώς μαρκαρισμένη. Όταν προσπάθησε να περάσει από το τελωνείο, συνελήφθη. Δεν είχε καμία εξήγηση για την πράξη του και όταν ρωτήθηκε γιατί διέπραξε την κλοπή απάντησε: «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Είδα και άλλους άντρες να βάζουν μια ή δυο πετσέτες στους σάκους τους και σκέφτηκα να κάνω το ίδιο. Απλά δεν μπορούσα να σταματήσω». Καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός χρόνου, στην ομοσπονδιακή φυλακή του Tallahassee στη Florida. Ενώ ήταν στη φυλακή, βρέθηκε στο ίδιο κελί με έναν άντρα από την Αϊτή. Ο άνθρωπος αυτός, οπαδός της αρχαίας θρησκείας του Vodun, εισήγαγε τον Raymond στην πρακτική των βουντού και τον βούτηξε στον κόσμο του αποκρυφισμού.

Ο Raymond πείστηκε ότι διέθετε μια μυστική δύναμη πάνω στις γυναίκες, που πήγαζε από το βουντού. Πίστευε πως οι σεξουαλικές του δυνάμεις έφταναν στο απόγειό τους, όταν ενισχύονταν από την ενέργεια του βουντού, το οποίο, ενώ όπως λανθασμένα πιστεύεται θεωρείται θρησκεία του κακού, προέρχεται από ένα σύνολο παλαιών, αφρικανικών θρησκειών, κυρίως Νιγηρινιανών, μερικές από τις οποίες φτάνουν σε βάθος χρόνου μεγαλύτερο των 5.000 ετών. Ο Raymond βυθίστηκε στην σκοτεινή πλευρά του βουντού, πίστεψε πως ήταν ένας oungan (ιερέας), ο οποίος μπορούσε να αντλεί τις μυστικές του δυνάμεις από τα Loa (πνεύματα). Διάβασε το φημισμένο «Αϊτή ή η Μαύρη Δημοκρατία», βιβλίο που γράφτηκε το 1884 και πηγή παραπληροφόρησης για τη θρησκεία του Vodun. Περιείχε ανατριχιαστικές περιγραφές ανθρωποθυσιών και βασανιστηρίων, οι οποίες, αργότερα, αιχμαλώτισαν τη φαντασία των παραγωγών του Χόλλυγουντ, οι οποίοι έκαναν ταινίες που διαιώνισαν αυτό το μύθο. Ο Fernandez είπε σε φίλους του ότι μπορούσε να κάνει έρωτα σε γυναίκες από μεγάλη απόσταση, τοποθετώντας σκόνες βουντού σε φακέλους επιστολών που τους έστελνε. Στις επιστολές αυτές ζητούσε από τις γυναίκες να του στείλουν μια τούφα από τα μαλλιά τους, ένα δαχτυλίδι ή ένα οποιοδήποτε προσωπικό αντικείμενο, το οποίο χρησιμοποιούσε στις βουντού τελετουργίες του για να ενδυναμώσει τον υπερφυσικό του έλεγχο πάνω τους. Πίστευε έτσι, πως οι ανυποψίαστες γυναίκες, μαγεμένες από τον Raymond Fernandez, μέγα ιερέα του βουντού, θα έπεφταν στα πόδια του!

Το 1946, ο Reymond αποφυλακίζεται και μετακομίζει στο Brooklyn, στο σπίτι της αδελφής του. Οι συγγενείς αναστατώνονται με τις δραματικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην εμφάνισή του, μετά το ατύχημα. Είναι σχεδόν φαλακρός, τα πλούσια μαλλιά του έχουν εξαφανιστεί, και το σημάδι από τον τραυματισμό του είναι καθαρά ορατό στο κρανίο του. Ο Reymond περνά πολλές ώρες κλειδωμένος στο δωμάτιό του και, περιοδικά, παραπονιέται για ισχυρούς πονοκεφάλους. Είναι αυτή την περίοδο της ζωής του που αρχίζει να γράφει δεκάδες γράμματα σε «μοναχικές καρδιές», γυναίκες, δηλαδή, που αναζητούν σύντροφο μέσω κάποιας λέσχης. Κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και στη συνέχεια τις «ξαλάφρωνε» από χρήματα, κοσμήματα, επιταγές κ.λ.π. Οτιδήποτε μπορούσε να καρπωθεί. Μετά, εξαφανιζόταν για πάντα. Τα θύματα, που ντρέπονταν για το πάθημά τους, σπάνια ανέφεραν το συμβάν στην αστυνομία.

Ο Raymond είχε βρει έναν τρόπο να ζει χωρίς να εργάζεται.



Θάνατος στη La Linea
Για μήνες, ο Fernandez επιδιδόταν στην επιχείρηση «μοναχικές καρδιές», γράφοντας επιστολές σε πολλές γυναίκες, συχνά ταυτόχρονα. Το 1947 άρχισε αλληλογραφία με τη Jane Lucilla Thompson, η οποία είχε πρόσφατα χωρίσει από το σύζυγό της. Ήταν μοναχική, ευάλωτη στην καλοσύνη και ώριμη για «συγκομιδή». Μετά από ένα φλερτ μέσω επιστολών, η Jane δέχτηκε να συναντήσει τον Fernandez. Τον Οκτώβριο του 1947 αγόρασαν εισιτήρια για μια κρουαζιέρα (με χρήματα της Jane, φυσικά) και πήγαν στην Ισπανία. Για αρκετές εβδομάδες ταξίδευαν μαζί, έμεναν σε ξενοδοχεία ως αντρόγυνο, δειπνούσαν και έκαναν εκδρομές στα αξιοθέατα της Ισπανίας.

Ο Fernandez, εντούτοις, ήταν ακόμη παντρεμένος με την Encarnacion Robles. Έφτασε με τη Jane στη La Linea, όπου ζούσε η Encarnacion με τα δύο τους παιδιά. Της σύστησε τη Jane, και οι τρεις τους δειπνούσαν συχνά σε εστιατόρια της περοχής. Τα πράγματα φαινομενικά πήγαιναν καλά, αλλά τη νύχτα της 7ης Νοεμβρίου του 1947, κάτι συνέβη μεταξύ των δύο γυναικών. Πιστεύεται ότι υπήρξε κάποια διαφωνία ή καυγάς μεταξύ του Raymond και της Jane, καθώς εκείνος έφυγε τρέχοντας από το ξενοδοχείο.

Το επόμενο πρωί, η Jane Lucilla Thompson βρέθηκε νεκρή στο δωμάτιό της, από άγνωστα αίτια. Το σώμα της απομακρύνθηκε και ετάφη χωρίς νεκροψία. Αργότερα, όταν υπήρξαν υποψίες για δολοφονία με δηλητήριο, έγινε εκταφή. Στο μεταξύ, ο Fernandez είχε εγκαταλείψει την πόλη, αφήνοντας τη βασανισμένη γυναίκα του μόνη της, για άλλη μια φορά. Επιβιβάστηκε στο πρώτο πλοίο με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες και εμφανίστηκε στο διαμέρισμα της Jane στη Νέα Υόρκη. Με πλαστή διαθήκη στα χέρια, απέκτησε την κυριότητα του διαμερίσματος και των υπαρχόντων της Jane, παρά το γεγονός ότι στο διαμέρισμα ζούσε η ηλικιωμένη μητέρα της.

Κατά τη διάρκεια αυτής της ταραγμένης περιόδου, όπου ο Reymond ταξίδευε στην Ισπανία με τη Jane, δειπνούσε με τις δύο γυναίκες και καταχράστηκε την περιουσία του θύματός του από την μητέρα του, ο Fernandez εξακολουθούσε να αλληλογραφεί με δεκάδες γυναίκες.

Μια από αυτές ήταν η Martha Seabrook Beck.


Συνεχίζεται

Wednesday, November 15, 2006

Υπόθεση Νίτα Μπέικερ - H Αμερικανίδα Μήδεια (II)

Οι δίκες

Το φθινόπωρο του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε η δίκη για την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τρεις ψυχίατροι, οι οποίοι είχαν εξετάσει την Ν. Μπέικερ, κατέθεσαν πως η κατηγορουμένη σκότωσε τα παιδιά της υπό το κράτος ψυχογενούς μελαγχολίας σοβαρής μορφής. Με τον στραγγαλισμό τους πίστευε πως διέπραττε μια «κατ’ επέκταση αυτοκτονία», ευεργετώντας τόσο τον εαυτό της όσο κι αυτά. Οι ένορκοι αποδέχτηκαν ότι η Ν. Μπέικερ εγκλημάτησε υπό το κράτος πλήρους σύγχυσης και το δικαστήριο αποφάσισε τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρείο και όχι στις φυλακές.

Όμως, ο εισαγγελέας ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση πεπλανημένη και λίγο αργότερα ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωσε πως η πρότασή του είχε γίνει δεκτή και η δίκη θα επαναλαμβανόταν. Στο διάστημα που μεσολάβησε, η Ν. Μπέικερ μελετούσε στο κελί την Βίβλο, δεν έδειχνε σημάδια μεταμέλειας, ενώ εμφανιζόταν αδιάφορη για τη ζωή της. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν, λίγες μέρες πριν από την εναρκτήρια ημέρα της δεύτερης δίκης, την επισκέφθηκε ο συνήγορός της Στ. Τριανταφύλλου και την ρώτησε με ποια ποινή φυλάκισης θα ήταν ικανοποιημένη, εκείνη απάντησε κυνικά: «Θέλω να πεθάνω».

Ο πατέρας της Ν. Μπέικερ (αριστερά) με τους συνηγόρους υπεράσπισής της Στ. Τριανταφύλλου (στο μέσον) και Τ. Θεοφανόπουλο, λίγο πριν από την πρώτη δίκη

Την άνοιξη του 1962, η Ν. Μπέικερ κάθισε ξανά στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αυτή τη φορά στο Κακουργιοδικείο Πειραιά. Στις καταθέσεις τους, τόσο ο Τζ. Μπέικερ όσο και η Β. Σιταρά αρνήθηκαν πως διατηρούσαν ερωτικό δεσμό και έκαναν λόγο για φιλική σχέση. Πάντως, ο Τζ. Μπέικερ στην κατάθεσή του παραδέχτηκε πως την ημέρα του εγκλήματος «είχα πάει με την Σιταρά μια εκδρομή στην Πεντέλη και μετά πήγαμε στον κινηματογράφο». Από την πλευρά της, η οικιακή βοηθός του ζευγαριού Μαρία Βλάχου περιέγραψε την Ν. Μπέικερ ως «υπόδειγμα μητέρας και συζύγου».

Έντονο προβληματισμό προκάλεσαν οι τοποθετήσεις τεσσάρων ψυχιάτρων, που συγκρούσθηκαν ως προς το εάν η κατηγορουμένη είχε συνείδηση ή όχι των πράξεών της. Ο καθηγητής Ψυχιατρικής Κ. Κωνσταντινίδης, ο οποίος είχε εξετάσει την Ν. Μπέικερ τέσσερις φορές κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι «κατά την διάπραξη του εγκλήματος, η κατηγορουμένη έπασχε από σοβαρή ψυχική πάθηση μετά μελαγχολίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να δημιουργηθεί μια νοσηρά κατάσταση. (…) Την ώρα που διέπραττε το έγκλημα δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς της και ήταν σε τέτοια κατάσταση συγχύσεως, ώστε να έχει καταργηθεί εντελώς ο καταλογισμός της. Πιστεύω ακράδαντα ότι λίγες ημέρες πριν από το έγκλημα η κατάστασή της χειροτέρευσε και εγκλημάτησε κάτω από το κράτος μιας αγχώδους μελαγχολίας».

Ο ψυχίατρος Κ. Μπούκης υποστήριξε πως «η κατάθλιψη υπήρχε δύο ή τρεις ημέρες πριν από το έγκλημα. (…) Αν δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την πρόθεσή της να αυτοκτονήσει οφείλεται στο γεγονός ότι το ψυχικό της σθένος είχε εξασθενήσει από τους αλλεπάλληλους στραγγαλισμούς», ενώ παρόμοια ήταν και η τοποθέτηση του υφηγητή Ψυχιατρικής Μ. Στριγγάρη, ο οποίος σημείωσε ότι η κατηγορουμένη «εγκλημάτησε κάτω από το κράτος μιας νοσηράς καταστάσεως».

Καθοριστική, ωστόσο, για την έκβαση της δίκης στάθηκε η κατάθεση του ψυχιάτρου Χ. Μικρόπουλου, ο οποίος την είχε εξετάσει μόλις δύο ημέρες μετά το έγκλημα: «Νομίζω ότι η κατηγορουμένη είχε αντίληψη του τι έκανε, αλλά διέπραξε το έγκλημα ακριβώς επειδή είχε ανώριμη προσωπικότητα και δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στη ζωή μαζί με τον σύζυγό της» τόνισε χαρακτηριστικά. «Ήταν τύπος σχιζοειδής. Η Μπέικερ ήταν κλειστός χαρακτήρας. (…) Δεν μπορούσε να εκφρασθεί και να αντιδράσει σε ό,τι έκανε ο άντρας της, (…) να του πει να αλλάξει τρόπο ζωής, ούτε καν να εξωτερικεύσει τον πόνο της. (…) Θα μπορούσε να σκοτώσει τον σύζυγό της, αλλά θεωρούσε ότι δεν άξιζε αυτός μια τέτοια τιμωρία. Ήθελε να αυτοκτονήσει. Αυτή ήταν η βαθύτερη επιθυμία της. (…) Αλλά θα άφηνε έτσι πίσω της τα παιδιά. Θα έπεφταν στα χέρια του συζύγου της. Θέλησε λοιπόν να τα λυτρώσει (…). Με την πράξη της αυτή ήθελε να εκδικηθεί και τον άπιστο σύζυγό της».

Η Ν. Μπέικερ, σε δύο χαρακτηριστικές στιγμές από τη δεύτερη δίκη

Στην απολογία της, η Ν. Μπέικερ δεν έδειξε καμιά μεταμέλεια για τα εγκλήματά της, υποστήριξε (αλλά χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία) ότι ο σύζυγός της ήταν βίαιος και πως η ίδια ήθελε να επιστρέψει στις Η.Π.Α. με τα παιδιά, αλλά δεν την άφηνε. «Τον φοβόμουν τον άντρα μου. Με κτυπούσε» είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε: «Σκότωσα τα παιδιά μου γιατί ήθελα να αναγκάσω τον άντρα μου να μην με κτυπά».

Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε το έγκλημα «αποτρόπαιο», τόνισε πως «η κατηγορουμένη την ώρα που διέπραττε το έγκλημα είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς της» και ζήτησε να κηρυχθεί ένοχη ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, με το ελαφρυντικό της μέτριας σύγχυσης. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και οι συνήγοροι Πολιτικής Αγωγής, ενώ από την πλευρά τους, οι συνήγοροι υπεράσπισης προσπάθησαν να πείσουν τους ενόρκους να επαναλάβουν την ετυμηγορία της πρώτης δίκης (πλήρη σύγχυση της Ν. Μπέικερ).

Τελικώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ν. Μπέικερ διέπραξε τους φόνους σε βρασμό ψυχικής ορμής και με το ελαφρυντικό της μέτριας σύγχυσης, της επέβαλε ποινή κάθειρξης 16 ετών.

Στιγμιότυπο από τη δεύτερη δίκη: όρθιος διακρίνεται ο συνήγορος υπεράσπισης Στ. Τριανταφύλλου. Στο βάθος, σκυφτή, η Ν. Μπέικερ με τα χέρια στο πρόσωπό της.

Δύο χρόνια αργότερα, έλαβε χάρη και επέστρεψε στις Η.Π.Α. Σύμφωνα με τους δημοσιογράφους Ν. Κακαουνάκη και Ερρ. Μπαρτζινόπουλο, λίγα χρόνια μετά, έστειλε μια επιτολή στο δικηγόρο της Στ. Τριανταφύλλου στην οποία ανέφερε πως ήταν πια καλά, ότι νοσταλγεί την Ελλάδα και επιθυμούσε να την επισκεφθεί ξανά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο γράφων την εντόπισε τηλεφωνικώς στις Η.Π.Α., αλλά η ίδια, επιμόνως, αρνήθηκε να μιλήσει για την υπόθεση και για τη ζωή της εκεί.

Μια ταινία
Το 1978, ο διάσημος σκηνοθέτης Ζυλ Ντασέν, εμπνευσμένος από την υπόθεση της Ν. Μπέικερ, γύρισε την ταινία «A dream of passion» (ελληνικός τίτλος «Κραυγή γυναικών» ή «Η άλλη Μήδεια»). Η Μάγια (Μελίνα Μερκούρη) μια μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιός, που πρόκειται να πρωταγωνιστήσει σε παράσταση της «Μήδειας» του Ευριπίδη, έρχεται αντιμέτωπη με την Ν. Μπέικερ (Μπρέντα στην ταινία, το ρόλο ερμήνευσε η Έλεν Μπερνστιν), η οποία βρίσκεται στις φυλακές Κορυδαλλού, για το φόνο των τριών παιδιών της. Η Μάγια κερδίζει σιγά-σιγά την εμπιστοσύνη της Μπρέντα και αναπτύσσει μαζί της μια ουσιαστική σχέση, περισσότερο ψυχολογική.

Η αφίσα της ταινίας

«Η ταυτόχρονη κραυγή των δύο γυναικών -της Μάγιας, την ώρα που σηκώνει το μαχαίρι για να σκοτώσει τα παιδιά της στη θεατρική παράσταση, και της Μάγιας, που προσεύχεται μέσα στη φυλακή- παίρνει μια σημασία συμβολική και γίνεται η κραυγή της σύγχρονης γυναίκας, που βρίσκεται σ’ έναν κόσμο καταπιεστικό» θα γράψει για την ταινία ο Ν. Φενέκ-Μικελίδης (εφ. «Ελευθεροτυπία», 30/10/1978), ενώ η κριτικός Μαριάν Μακντόναλντ θα σημειώσει πως στην ταινία αυτή το κοινό «δεν αναγνωρίζει τη σύγχρονη εποχή που κρύβεται πίσω από τον αρχαίο μύθο, αλλά αντίθετα βλέπει τον αρχαίο μύθο στη σύγχρονη εποχή».

Μια σκηνή από την ταινία. Αριστερά, η Μελίνα Μερκούρη και δεξιά, η Έλεν Μπέρνστιν

Η ταινία, μια ελληνοελβετική συμπαραγωγή, εκπροσώπησε επίσημα την Ελλάδα στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ Κανών του 1978.


Το γράμμα της Ν. Μπέικερ προς τον άντρα της

"Ελπίζω να είσαι τώρα ευχαριστημένος με αυτό που έγινε. Στα παιδιά μας εξασφάλισα ένα πολύ ήσυχο και χριστιανικό καταφύγιο, ώστε να μείνουν μακριά από το βούρκο μέσα στο οποίο είχε κυλισθεί ο πατέρας τους. Βαρέθηκα, φίλε, να ζω σε αυτό το σπίτι με τον εφιάλτη των καθημερινών οργίων σου. Είναι βέβαια τρομερό αυτό που έκανα και μεγάλη ντροπή για μένα να αναγκάζομαι να αφαιρέσω τη ζωή από αυτά τα τόσο όμορφα και καλά παιδιά, για τα οποία ξέρεις πόσο υπέφερα και υποφέρω στον άλλο κόσμο, γιατί με έσπρωξες να τους κόψω το νήμα της ζωής τους για να μην τ’ αφήσω να μεγαλώσουν και μάθουν τι έκανες.

Βαρέθηκα πια να ακούω κάθε βράδυ και από ένα ψέμα από το στόμα σου. Τώρα πληρώνουν και αυτά για τη φοβερή τακτική σου, πληρώνεις και εσύ. Θα έπρεπε, βέβαια, να τα σκεφτείς όλα αυτά πιο μπροστά. Θα έπρεπε να το φανταστείς πως μια μέρα ίσως τα πράγματα να έφθαναν σε αυτό το τραγικό τέλος. Δεν φταίω εγώ, αλλά εσύ που είχες υποχρέωση να τα σκεφθείς πριν αρχίσεις τα όργιά σου. Θα μου πεις πως μπορούσα να έχω λύσει και εγώ πιο μπροστά αυτό το ζήτημα εδώ και εννέα χρόνια. Τότε θα ήταν πολύ εύκολο και δεν θα έφθανα να αφαιρέσω τη ζωή τόσων πλασμάτων που δεν έφταιξαν. Το ήξερα πως θα μου άρχιζες το γυναικοκυνήγι κάποτε και πως δεν θα το άντεχα. Το πιοτό μπορώ να το αντέξω, ποτέ όμως τα όργιά σου που τόσο με είχαν πληγώσει. Τώρα, αν εκείνη είναι τόσο πιο ελκυστική από μένα και σου χαρίζει ωραιότερες στιγμές, ας σε κρατήσει. Ας υποχρεωθεί να πλένει εκείνη τα κοκκινάδια από το πουκάμισό σου. Εγώ βαρέθηκα πια, δεν είναι δυνατόν να αντέξω σε αυτή τη ζωή. Γι αυτό θέλησα να της θέσω τέρμα, παίρνοντας μαζί μου αυτά που είχε φέρει στον κόσμο. Θα μπορούσα, βέβαια, να τα αφήσω να ζήσουν γυρίζοντας μαζί τους στην Αμερική, όπου είχε μέρος να μείνω και να τα μεγαλώσω μακριά από τα καμώματά σου, αλλά δεν τα κατάφερνα και πάλι να φύγω γιατί θα άρχιζες τις υποσχέσεις σου και θα μου γύριζες τα μυαλά. Είσαι τόσο παράξενος, όμως, που δεν μπορεί κανείς να βασισθεί σε σένα. Δεν θα ωφελούσε, λοιπόν, μια τέτοια απόφασή μου επιστροφής στην Αμερική γιατί θα ναυαγούσε με την επέμβασή σου. Ξέρεις να τα κανονίζεις όλα με το μαλακό, πάντοτε όμως για τον εαυτό σου, χωρίς να λαμβάνεις και τον άλλο υπ’ όψη σου.

Έκανα υπομονή χρόνια ολόκληρα. Πίστευα στα λόγια σου, πως δεν ήταν τίποτα και ότι εξακολουθούσες να μου είσαι πιστός. Με γελούσες με τα γλυκόλογά σου, τώρα όμως πάνε τα ψέματα. Είναι καιρός που τα ξέρω όλα, δεν με γελάς. Ξέρω τι έκανες κάθε βράδυ με εκείνη ή εκείνες. Τώρα που δεν έχεις πια κανένα να ασχοληθείς μπορείς χα! χα! να συνεχίσεις τα όργιά σου. Κανείς δεν θα σε γκρινιάζει. Γλέντα όσο θέλεις και όπως θέλεις. Εγώ και τα παιδιά θα είμαστε μακριά και δεν θα βλέπουμε το κατάντημά σου».

(επίσημη μετάφραση της επιστολής, όπως περιλήφθηκε στη δικογραφία της υπόθεσης - από το αρχείο του γράφοντα).




ΠΗΓΕΣ

-εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»

-εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»

-Ν. Κακαουνάκη – Ερρ. Μπαρτζινόπουλου: «Μεγάλες δίκες στην Ελλάδα», Αθήνα 1971

-Ευριπίδη: «Μήδεια» (εκδόσεις Κάκτος, 1992), μετάφραση Τ. Ρούσσου

Jules Dassin» (έκδοση του 34ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης), επιμέλεια Αχ. Κυριακίδη

-Δημήτρη Κολιοδήμου: «Λεξικό ελληνικών ταινιών – από το 1914 μέχρι το 2000» (εκδόσεις Γένους, 2001)

-φωτογραφίες: αρχείο Πρακτορείου «Ηνωμένοι Φωτορεπόρτερ»

Monday, November 13, 2006

Υπόθεση Νίτα Μπέικερ - H Αμερικανίδα Μήδεια (I)




«Παρόλο που γνωρίζω
ποια φρίκη θα τολμήσω, πιο μεγάλος

είναι ο θυμός από τα λογικά μου»

Ευριπίδη: «Μήδεια» (στίχοι 1077-1079)


Το βράδυ του Σαββάτου 27 Μαΐου 1961 είναι μία ακόμα ζεστή, ανοιξιάτικη βραδιά και οι Αθηναίοι σπεύδουν να το εκμεταλλευτούν. Τα αυτοκίνητα πλημμυρίζουν την παραλιακή λεωφόρο Ποσειδώνος, τα νυκτερινά κέντρα γεμίζουν και η μουσική ξεχύνεται από παντού.

Όμως σε μια μονοκατοικία του Καλαμακίου Αττικής, η ατμόσφαιρα είναι εντελώς διαφορετική. Η 28χρονη Αμερικανίδα Νίτα Μπέικερ, σύζυγος του Αμερικανού λοχία στη βάση Ελληνικού Τζόελ Μπέικερ, φωνάζει τα τρία της παιδιά -δύο κορίτσια και ένα αγόρι- από τον κήπο, όπου παίζουν. Έχει αρχίσει να νυχτώνει. Τους δίνει από ένα κομμάτι πουτίγκα κι ύστερα τα οδηγεί στα δωμάτιά τους για να κοιμηθούν. «Κοιμηθείτε, γιατί αύριο θα πάμε πολύ μακριά» τους λέει. Μετά, επιστρέφει στην κουζίνα, κάθεται στο τραπέζι και ανοίγει τη Βίβλο. Τη ξεφυλλίζει και στέκεται στην «Επί του Όρους ομιλία». Υπογραμμίζει τα σημεία που αναφέρονται στη μοιχεία και μετά σε ένα λευκό χαρτί γράφει ένα σύντομο γράμμα προς τον άντρα της. Στο βλέμμα της είναι φανερό πως έχει πάρει τις αποφάσεις της…


Νίτα Μπέικερ

Αφήνει στο τραπέζι το ιδιόχειρο κείμενο και την Βίβλο ανοιχτή στη σελίδα με το σημειωμένο απόσπασμα και κατευθύνεται στο υπνοδωμάτιο, όπου κοιμάται η μικρή της κόρη, ηλικίας μόλις 2,5 ετών. Στα χέρια της κρατά ένα κορδόνι. Πλησιάζει την κούνια, που βρίσκεται το κοριτσάκι, με αργές και ψύχραιμες κινήσεις τυλίγει το κορδόνι στο λαιμό του παιδιού και το σφίγγει. Όταν βεβαιώνεται πως το παιδί έχει πεθάνει, πηγαίνει στο διπλανό δωμάτιο, όπου τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της- το αγοράκι και το μεγαλύτερο κορίτσι- είναι βυθισμένα στον ύπνο. Για λίγα δευτερόλεπτα στέκεται πάνω τους και μετά παίρνει πάλι το κορδόνι. Στραγγαλίζει το κοριτσάκι και πλησιάζει στο μέρος του αγοριού. Εκείνο ξυπνά. Η γυναίκα το πιάνει από το λαιμό και τον σφίγγει. Το αγόρι προσπαθεί να αντιδράσει, αλλά η δύναμη της μητέρας του είναι ισχυρότερη. Ένας τελευταίος σπασμός και μετά το κορμί του παιδιού μένει ακίνητο.

Η Ν. Μπέικερ πηγαίνει στο σαλόνι. Με μια εφημερίδα φρακάρει την κεντρική πόρτα της μονοκατοικίας και ύστερα επιστρέφει στην κουζίνα. Παίρνει ένα μαχαίρι και επιχειρεί να το μπήξει στην καρωτίδα της, αλλά τα χέρια της τρέμουν από υπερένταση. Το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει στο πάτωμα. Η Ν. Μπέικερ έχει τραυματιστεί ελαφρά. Βλέπει το αίμα της να τρέχει και λιποθυμά…

Λίγη ώρα αργότερα, στο σπίτι επιστρέφει ο σύζυγός της Τζόελ συνοδευόμενος από έναν συνάδελφό του. Ανυποψίαστος, ανοίγει με δυσκολία την εξώπορτα, που είναι φρακαρισμένη με την εφημερίδα. «Βρήκα τη γυναίκα μου μέσα σε μια λίμνη αίματος» θα πει αργότερα ο ίδιος, καταθέτοντας στη δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πειραιά. «Προχώρησα στο δωμάτιο των παιδιών. Τα βρήκα σκοτωμένα. Στην αρχή νόμισα ότι κοιμόντουσαν. Το αγόρι μου ήταν μπρούμυτα. Το αναποδογύρισα και με τρόμο είδα τα αίματα. (…) Το πρόσωπο της Σουζάνας ήταν κάτασπρο. Βρήκα νεκρή και την Κίτυ».

Τζόελ Μπέικερ

Συντετριμμένος, ο Τζ. Μπέικερ μεταφέρεται με νευρικό κλονισμό στο νοσοκομείο της αμερικανικής βάσης. Σε διπλανό θάλαμο νοσηλεύεται η σύζυγός του, που έχει διαφύγει το θάνατο…

Όταν οι λεπτομέρειες της υπόθεσης γίνονται γνωστές, μέσω των ρεπορτάζ των εφημερίδων, η κοινή γνώμη συγκλονίζεται. Λόγω των προφανών αναλογιών με το μύθο της Μήδειας, οι εφημερίδες φιλοξενούν τα ρεπορτάζ τους στις πρώτες σελίδες, υπό τους πηχυαίους τίτλους: «Μήδεια στο Καλαμάκι», «Σύζυγος Αμερικανού λοχία στραγγαλίζει τα τρία παιδιά της», «Απέτυχε η απόπειρα της Μήδειας του Καλαμακίου να αυτοκτονήσει», «Γιατί σκότωσε η Μπέικερ τα παιδιά της; Πρόκειται περί φρενοβλαβούς;»

Τα ερωτήματα ζητούν απαντήσεις και οι αστυνομικοί επιχειρούν να τις βρουν. Στις 31 Μαΐου και αφού οι γιατροί εκτιμούν πως η ασθενής τους μπορεί πια να μιλήσει, η Ν. Μπέικερ απολογείται: «(…) Πριν έξι μήνες ήμουν η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου. Μετά, έμαθα ότι ο άντρας μου με απατούσε με μιαν άλλη. Δεν έπρεπε να ζήσουμε πια ούτε εγώ, ούτε τα παιδιά μου».

Το σπίτι της οικογένειας Μπέικερ στο Καλαμάκι,
όπου έγινε η τριπλή παιδοκτονία



«Η μοίρα μου με κυνηγούσε»
Ο Τζόελ Μπέικερ και η Νίτα γνωρίστηκαν το 1951 σε ένα φιλικό σπίτι στη Νότια Καρολίνα των Η.Π.Α.. Εκείνη εργαζόταν ως εμποροϋπάλληλος και εκείνος σε μια ιδιωτική επιχείρηση. Σύμφωνα με τον Τζ. Μπέικερ «το αίσθημά μας ήταν δυνατό και σχεδόν αμέσως παντρευτήκαμε». Η Ν. Μπέικερ ήταν μια έντονα θρησκευόμενη γυναίκα (Λουθηρανή) και ο Τζ. Μπέικερ θα καταθέσει χαρακτηριστικά ενώπιον της αστυνομίας: «Η διασκέδασή της δεν ήταν άλλη από το να διαβάζει θρησκευτικά βιβλία. Το σπίτι ήταν γεμάτο με τέτοια».

Η ζωή του ζευγαριού κυλούσε αρμονικά, θα επαναλάβει πολλές φορές η Ν. Μπέικερ αλλά ο σύζυγός της θα διατυπώσει διαφορετική γνώμη: «Μας χώριζε ένα μεγάλο και αγεφύρωτο ψυχικό τραύμα (…). Περνούσαμε μια ζωή ήσυχη κι αδιάφορη, χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη ανταπόκριση εκ μέρους της γυναίκας μου. Αν δεν υπήρχαν τα παιδιά θα είχαμε χωρίσει. Εκείνη ήταν κλεισμένη στον εαυτό της κι εγώ την αντιμετώπιζα με αδιαφορία. (…) Οι συζυγικές μας υποχρεώσεις ήταν απόλυτα ομαλές, αλλά δεν συναντούσα ανταπόκριση εκ μέρους της. Πάντως, από αρκετά χρόνια κοιμόμασταν χωριστά!» (κατάθεση Τζ. Μπέικερ στο Κακουργιοδικείο Πειραιά).

Ως στρατιωτικός, πλέον, το καλοκαίρι 1960 ο Τζ. Μπέικερ πήρε μετάθεση για την Ελλάδα και μαζί με τη Νίτα και τα τρία τους παιδιά εγκαταστάθηκαν στη μονοκατοικία του Καλαμακίου. Στα τέλη του 1960, ο Τζ. Μπέικερ γνώρισε την Βενετία Σιταρά, που εργαζόταν κι αυτή στην αμερικανική βάση. Συμφώνησαν να του κάνει μαθήματα ελληνικών, αλλά όπως κατέθεσε αργότερα η γυναίκα στους αστυνομικούς «σιγά-σιγά, αυτός άρχισε να με πιέζει να κάνουμε σχέση και μου έλεγε πως θα έκανε καμιά παλαβομάρα αν δεν δεχόμουνα. Δεν ήθελα να φέρω δυστυχία σε ένα σπίτι που πριν από λίγο καιρό ήταν γεμάτο ευτυχία. (…) Όμως, ο Μπέικερ ήταν αθεράπευτος και τελικά δέχθηκα τις προτάσεις του γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Πάντως, με βεβαίωνε ότι δεν θα άφηνε τη γυναίκα και τα παιδιά του. (…) Κάποια στιγμή, πήρα την απόφαση να χωρίσουμε. Μάλιστα μια μέρα έφυγα από τη βάση χωρίς να τον ειδοποιήσω, (…) ήρθε στο σπίτι μου έξω φρενών και δημιούργησε μικροεπεισόδιο. Προσπάθησα να το ξανακάνω αλλά διαπίστωσα ότι αυτή η τακτική δεν έχει αποτέλεσμα» (εφ. «Ακρόπολις» - 2/6/1961).

Η Ν. Μπέικερ προσάγεται στον ανακριτή

Η Ν. Μπέικερ άρχισε να υποψιάζεται πως κάποια άλλη γυναίκα είχε μπει στη ζωή του άντρα της. «Από τον Ιανουάριο τα πράγματα άλλαξαν» θα πει αργότερα η ίδια. «Η ζωή μου άρχισε να γίνεται μια κόλαση. Έχασα την ευτυχία μου, δεν ζούσα πια μέσα στα χάδια. Ο άνδρας μου άρχισε να μην με προσέχει πια, να μου φέρεται σκληρά και ψυχρά. Του ζητούσα εξηγήσεις για τη συμπεριφορά του, αλλά αυτός δεν μου απαντούσε. Φώναζε και με απειλούσε πως θα ζητήσει να ξαναγυρίσει στην Αμερική. Έλεγα: ‘Πρέπει να τον συγχωρέσω, να κάνω πως δεν βλέπω και να ζήσω για τα παιδιά μου’. Αυτή η σκέψη με ανακούφιζε λίγο. Μα, μετά με έπιανε ξανά απελπισία. Τα βιβλία, όμως, και πάλι με έκαναν να ηρεμώ και να σκέφτομαι λογικά. Όμως, η μοίρα μου φαίνεται πως με κυνηγούσε…»

Εντελώς τυχαία, στις 26 Μαΐου η Ν. Μπέικερ ανακάλυψε στα προσωπικά αντικείμενα του άντρα της μια φωτογραφία, όπου απεικονιζόταν ο ίδιος αγκαλιά με τη Β. Σιταρά. Ένοιωσε απόγνωση. «Σκέφθηκα πως ύστερα από όσα ανακάλυψα, δεν είχαμε θέση στον κόσμο ούτε εγώ, ούτε τα παιδιά μου» θα πει στους αστυνομικούς. Μερικές ώρες αργότερα, θα έμπαινε για τελευταία φορά στα παιδικά δωμάτια…


Συνεχίζεται

Friday, November 10, 2006

Lorena / Leonor Gallo de Bobbitt ή Πώς να μετατρέψετε «εκείνον» σε παγκόσμιο ανέκδοτο....


Μην σε ξαφνιάζει η μουσική υπόκρουση..... απλά αφέσου στην μαγεία του «the lion sleeps tonight » κι έτσι, για να μπείς στο κλίμα της ιστορίας, σιγοτραγούδησε το κι εσύ με τους στίχους :


"In the bedroom, the quiet bedroom,
John Bobbitt sleeps tonight;
in the kitchen, the mighty kitchen,

Lorena sharpens her knife,
a weiney wack a weiney wack..." (δις)


Τώρα σκέψου τον Brad Pitt (μμμμμμ!). Το 1999 . Στο Fight Club. Ημίγυμνο, ιδρωμένο....να.....όχι, όχι.. Πάμε πάλι στο Fight Club, αλλά στην πρώτη σκηνή σε μπαρ, όπου ο Pitt λέει : «Έι φίλε, θα μπορούσε να είναι χειρότερα. Θα μπορούσε μια γυναίκα να σου κόψει το πέος ενόσω κοιμάσαι και να το πετάξει από το παράθυρο κινούμενου αυτοκινήτου ».

Κι αυτό ακριβώς έκανε στο Μανάσσας της Βιρτζίνια, πέντε μέρες μετά την τέταρτη επέτειο του γάμου τους, το βράδυ της 23ης Ιουνίου 1993,η Lorena στον John Wayne Bobbitt :
Ο John, (23 Μαρτίου 1967, Μπάφαλο, Ν.Υ.), επιστρέφοντας στο σπίτι τους από διασκέδαση και τύφλα στο μεθύσι, εξανάγκασε την Lorena εις συνουσίαν , η οποία - με σειρά εμφανίσεως - πήρε:
α) ανάποδες,
β) ένα κουζινομάχαιρο με το οποίο έκοψε το μισό περίπου πέος
του John,
γ) το μισό - περίπου - πέος του John ανά χείρας ,
δ) το αυτοκίνητό της κι άρχισε την περιπλάνηση μαζί με το μισό -
περίπου - πέος, αφήνοντας τον John να αιμορραγεί σε κατάσταση
σόκ.
ε) κι άλλες ανάποδες , και πέταξε το μισό - περίπου - πέος από το
παράθυρο του εν κινήσει αυτοκινήτου.
στ) τηλέφωνο την αστυνομία μόλις ήρθε στα συγκαλά της..


Η πρώτη εξήγηση που έδωσε στους αστυνομικούς, καταγράφηκε ως εξής : «Έχει πάντα οργασμό και ποτέ δεν περιμένει κι εμένα να φτάσω σε οργασμό. Είναι εγωιστής » . (sic…)

Ο John μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου αφού τον περιποιήθηκαν, του ανακοινώθηκε η αχρήστευση του οργάνου λόγω της έκτασης του τραυματισμού. Ώρες αργότερα ωστόσο, η αστυνομία εντόπισε το κομμένο πέος
( δεν έχει καταγραφεί η μέθοδος εντοπισμού, αλλά μάλλον δεν χρησιμοποιήθηκαν σκυλιά-ανιχνευτές J....). Προφυλαγμένο σε πάγο το μετέφερε στο νοσοκομείο, όπου ύστερα από ιδιαίτερα λεπτή εγχείρηση εννέα ωρών, οι γιατροί πέτυχαν την επανασυγκόλληση.

Εν τω μεταξύ, η Lorena τέθηκε υπό επιτήρηση, κατηγορούμενη για ιδιαιτέρως ειδεχθή ακρωτηριασμό.

Κάτοικοι του Εκουαδόρ, πολιτικοί ακτιβιστές και εκπρόσωποι γυναικείων οργανώσεων άρχισαν να παρελαύνουν από κάθε είδους
τηλεοπτική εκπομπή εκφράζοντας την συμπαράστασή τους προς την Lorena.

Η δίκη, που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1994, γνώρισε απίστευτη δημοσιότητα.. Για μιάμιση εβδομάδα, η κοινή γνώμη παρακολουθούσε την Lorena να αποκαλύπτει τα εν οίκω εις τον Δήμο .

Από το βήμα της κατηγορουμένης, η Lorena μίλησε για την σωματική και ψυχολογική βία που δεχόταν από τον John. Μίλησε για τους βιασμούς, τους ξυλοδαρμούς, τις συνεχόμενες απιστίες εκ μέρους του και την σαδιστική συνήθειά του να της μιλά γι’ αυτές. Κατέθεσε και για την έκτρωση που την ανάγκασε να κάνει (sick…).

Μάρτυρες υπεράσπισης, είπαν για τα εμφανή σημάδια κακοποίησης που έφερε στο σώμα της, όπως κοψίματα και μώλωπες. Ακόμα και φίλοι του John κατέθεσαν ότι συχνά κοκορευόταν στις παρέες για το πόσο του άρεσε να την κακοποιεί και την εξουσία που ασκούσε πάνω της.Οι ψυχολόγοι διέγνωσαν ότι την περίοδο του ακρωτηριασμού, η Lorena, υπέφερε από κλινική κατάθλιψη και μετατραυματικό στρες δυσλειτουργίας, δίνοντας λαβή στον συνήγορό της να υπογραμμίσει ότι το ξέσπασμά της ήταν θέμα χρόνου.

Ο John, απλά αρνήθηκε την άσκηση κάθε είδους βίας από μέρους του, κι έπεσε σε όσες περισσότερες αντιφάσεις μπορούσε στην κατ’ αντιπαράθεση εξέταση τρελαίνοντας τον δικηγόρο του.

Οι ένορκοι βρήκαν την Lorena πιο αξιόπιστη, κι ύστερα από επτάωρη συνεδρίαση, αναφώνησαν « not guilty », με το σκεπτικό ότι η παρόρμηση να βλάψει τον σύζυγό που την κακομεταχειριζόταν προήλθε από προσωρινή παράνοια, κι ως εκ τούτου δεν ήταν υπεύθυνη για τις πράξεις της. ( ακόμα πιο sick )Το δικαστήριο όρισε εγκλεισμό της Lorena σε ψυχιατρική κλινική για 45ήμερη παρακολούθηση μετά την οποία αφέθηκε ελεύθερη, ενώ ο John αντιμετώπισε τις κατηγορίες για την κακοποίηση της .

Λίγους μήνες αργότερα , το ζευγάρι χώρισε και η Lorena ανέκτησε την χρήση του πατρικού της επιθέτου, Gallo.


Κι ενώ εμείς ζήσαμε καλύτερα, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας δεν έζησαν καλά .

Ο John, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την πλήρη αποκατάστασή του, πρωταγωνίστησε σε τρεις πορνοταινίες: John Wayne Bobbitt…Uncut, Buttman at Nudes a Poppin’2 και το Frankenpenis.

Στο τελευταίο, μια παρωδία του Frankestein , o John ενσαρκώνει κάποιον που έχει δημιουργηθεί από συρραφή ανθρώπινων μελών. Την κορυφαία «κρίσιμη στιγμή» της υπόθεσης, το πέος του ξεκολλά και ο John ξεδιπλώνει το ταλέντο του αναφωνώντας : «Ωχ όχι, όχι πάλι».

Το 1996, ο John Bobbitt, μετακομίζει στην Νεβάδα όπου πιάνει δουλειά σε πορνείο. Εκείνη την περίοδο, σχετίζεται με την Τaylor Hayes, ( κάποιοι ίσως αναγνώρισαν ήδη το όνομα χεχεχε ) η οποία εκμεταλλευόμενη το γεγονός ταξιδεύει στο Λος Άντζελες και καθιερώνεται ως πορνοστάρ....

Ο John στην συνέχεια εργάστηκε ως μπάρμαν, οδηγός λιμουζίνας, χειριστής κλάρκ, μεταφορέας, ιερέας κάποιας «εκκλησίας» στο Λας Βέγκας.

Το 2001, παντρεύτηκε για λίγο την Dottie Brewer, κι όταν λέω λίγο, εννοώ λίγο: από τις 3 έως τις 26 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους.

Έναν χρόνο μετά, στις 23 Μαρτίου 2002, παντρεύτηκε την Joanna Ferrell. Κι ενόσο επιμελείται ενός αξιοπρόσεκτου ποινικού μητρώου, με επτά συλλήψεις και πλούσια γκάμα κατηγοριών από επιθέσεις έως κλοπές, βρίσκει χρόνο να δείρει την Ferrell και να συλληφθεί. Ύστερα αποφασίζει να ξαναδείρει την Ferrell και να ξανασυλληφθεί, κι έτσι για αλλαγή ξυλοφορτώνει και μια πρώην αρραβωνιαστικιά του, την Kristina Elliott. Δικάζεται και καταδικάζεται για τα σχετικά με την Ferrell.

Τον Σεπτέμβριο του 2005, ξαναματαξυλοφόρτώνει την Ferrell, και ξαναματασυλλαμβάνεται. Κι επειδή όλο τα ίδια και τα ίδια καταντούν βαρετά , λίγες μέρες μετά, αυτός (!) καταθέτει αίτηση διαζυγίου. Στις 8 Φεβρουαρίου 2006, ο John κηρύχθηκε αθώος λόγω ανεπάρκειας στοιχείων.

Σήμερα, βρίσκεται ακόμα στην Νεβάδα, προσπαθώντας να κρατηθεί μακριά από φασαρίες......


Και η Lorena;

Η Lorena μετά την δίκη, προσπάθησε να κρατήσει χαμηλό προφίλ. Μάλλον δεν το κατάφερε αφού τον Δεκέμβρη του 1997 κατηγορήθηκε για επίθεση κατά της ίδιας της μητέρας της, Elvia Gallo, την οποία γρονθοκόπησε ενώ έβλεπε τηλεόραση....( άραγε αρνήθηκε να αλλάξει κανάλι; ) Τέσσερις μήνες αργότερα αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών.

Η Lorena προβλημάτισε και προβληματίζει ακόμα, το νομικό σύστημα της χώρας της για τα κενά του, αφού δεν υπάρχει καταγεγραμμένη άλλη ποινή κράτησής της, πέραν των 45 ημερών στην ψυχιατρική κλινική.

Αποτελεί πια, παντιέρα των απανταχού φεμινιστριών και η ιστορία της , καταγράφεται σε πολλά τραγούδια παγκοσμίως . Αναφέρονται ενδεικτικά - αν και δεν προσφέρονται για κέφι όσο το soundtrack του κειμένου - το «Headline News» του Al Yankovic, το "Le dromadaire" των γάλλων Les Blaireaux και το"Castration Song #22" των Tribe.

Και μια χαριτωμένη λεπτομέρεια : η Lorena συνέβαλε στην εκλαΐκευση της ονομασίας του Εunice aphroditois. Τώρα πια μπορείς να το αποκαλείς και Βobbit Worm . Εκ περισσού, επειδή σίγουρα ξέρεις για τι μιλάμε, υπενθυμίζω ότι αναφερόμαστε σε υδρόβιο, σαρκοβόρο, αρπακτικό, πολυχαίτη σκώληκα που επιτίθεται με τόση ορμή στα θύματά του που τα κόβει στα δύο....

Όσα και να έγιναν πάντως , ότι και να λέμε, γεγονός είναι, ότι ακόμα και σήμερα, η αναφορά των ονομάτων των Lorena και John Bobbitt, κάνει τους κυρίους να σταυρώνουν προστατευτικά τα πόδια τους και τις κυρίες να μειδιούν σκεφτικά....

Wednesday, November 08, 2006

Το βαμπίρ του Düsseldorf (II)


Ελεύθερος
Με την απελευθέρωσή του, το 1921, πηγαίνει να ζήσει με μια από τις αδελφές του, στη μικρή πόλη του Altenburg. Εκεί συνάντησε τη μελλοντική του σύζυγο, μια πρώην πόρνη, η οποία είχε επίσης κάνει τέσσερα χρόνια φυλακή, για το φόνο ενός άντρα που την παράτησε νύφη μέσα στην εκκλησία. Υπέφερε από τύψεις και ενοχές και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της πεισμένη ότι έπρεπε να υποταχθεί στη μοίρα της και να ανεχθεί τα πάντα, προκειμένου να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες της.

Παντρεύονται και ζουν στο Altenburg μέχρι το 1925, με τον Kurten να βρίσκει δουλειά σε ένα εργοστάσιο και, μάλιστα, να ασχολείται ενεργά με το συνδικαλισμό. Όταν χάνει τη δουλειά του μετακομίζουν στο Düsseldorf. Εκεί αρχίζει, σταδιακά, η διάβρωση του αυτοελέγχου του Kurten. Ανάμεσα στο 1925 και 1928, επιτίθεται σε τέσσερις γυναίκες στο Düsseldorf, και τις στραγγαλίζει ενώ κάνει σεξ μαζί τους.

Αρχίζει τους εμπρησμούς και ικανοποιείται σεξουαλικά με τη φαντασίωση ενός αλήτη που καίγεται ζωντανός μέσα σε έναν αχυρώνα, τον οποίο ο ίδιος είχε παραδώσει στις φλόγες. Στη συνέχεια, την 9η Φεβρουαρίου του 1929, παραμονεύει και αρπάζει ένα 9χρονο κοριτσάκι, τη Rosa Ohliger, ενώ περπατά σε έναν δρόμο του Düsseldorf. Το πτώμα της βρέθηκε μαχαιρωμένο τρεις φορές, πίσω από έναν φράκτη. Ο Kurten, ο οποίος είχε προσπαθήσει να κάψει το πτώμα της μικρής με πετρέλαιο, παραδέχτηκε αργότερα πως είχε οργασμό ενώ μαχαίρωνε το θύμα.

Η δολοφονία της Rosa Ohliger, δεν ήταν παρά η αρχή ενός ποταμού επιθέσεων σε γυναίκες, κορίτσια και, ευκαιριακά, άνδρες, μέσα και γύρω από το Düsseldorf. Μερικά από τα θύματά του επέζησαν, όπως η Maria Kuhn, αν και την είχε μαχαιρώσει 24 φορές.

Ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα συνέβη στις 23 Αυγούστου του 1929, ενώ οι κάτοικοι της πόλης του Flehe, διασκέδαζαν στο ετήσιο πανηγύρι τους. Ο Κurten πλησίασε δύο θετές αδελφές καθώς έφευγαν από το πανηγύρι και ζήτησε από τη μεγαλύτερη, τη 14χρονη Louise Lenzen να του κάνει ένα θέλημα. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να πεταχτείς να μου πάρεις ένα πακέτο τσιγάρα? Θα προσέχω εγώ τη μικρή», της είπε. Η Louise συμφώνησε αλλά μόλις έφυγε ο Kurten στραγγάλισε την 5χρονη Gertrude Hamacker και της έκοψε το λαιμό. Ίδια τύχη περίμενε και τη Louise, όταν επέστρεψε με τα τσιγάρα.

Gertrude Hamacker

Οι επιθέσεις, πολλές από αυτές θανατηφόρες, συνεχίστηκαν όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1929. Στις 7 Νοεμβρίου, αφού είχε σκοτώσει την 5χρονη Gertrude Albermann, ο Kurten έστειλε ένα χάρτη σε μια τοπική εφημερίδα, υποδεικνύοντας το μέρος που βρισκόταν το πτώμα της. Το ανακάλυψαν κάτω από ένα σωρό μπάζων. Η μικρή είχε στραγγαλιστεί και μαχαιρωθεί 35 φορές.

Ο φόβος βασιλεύει όλο το 1929 και συνεχίζεται και το 1930, ο πανικός και ο τρόμος κυριαρχούν στο Düsseldorf, καθώς κάθε έγκλημα περιγράφεται ζοφερά στις γερμανικές εφημερίδες, με αναφορές σε «τέρατα» και «βρυκόλακες». Ο τελευταίος χαρακτηρισμός δεν αποδίδεται τυχαία. Ο Kurten, αναζητώντας νέες ηδονές, έχει ήδη αρχίσει να πίνει το αίμα των θυμάτων του.

Η αστυνομία έχει αρχίσει εξονυχιστικές έρευνες. Ανακρίνουν πάνω από 9.000 άτομα, συμβουλεύονται ακόμη και μέντιουμ. Τίποτα δεν βοηθά. Αυτό που έκανε τα πράγματα δύσκολα για την αστυνομία, ήταν το γεγονός ότι ποτέ δεν υποπτεύθηκαν ότι ένας και μόνο άνθρωπος ήταν υπεύθυνος για όλα τα φονικά. Πίστευαν πως τα εγκλήματα δεν συνδέονταν μεταξύ τους και πως ήταν έργο διαφορετικών δραστών. Ποιος θα μπορούσε να τους κατηγορήσει? Ο Kurten δεν ακολουθούσε μια συγκεκριμένη τακτική, κατά τα πρότυπα των κατά συρροή δολοφόνων. Το όπλο του εγκλήματος δεν ήταν πάντα το ίδιο. Υπήρχε μεγάλη ποικιλία, από μαχαίρια και ψαλίδια μέχρι σφυριά και στραγγαλισμούς. Και αυτό που ενδυνάμωνε αυτή την άποψη της αστυνομίας, ήταν η συχνότητα των φόνων: παραήταν μεγάλη για να αποδοθούν αυτοί μόνο σε ένα άτομο. Υπήρχαν φορές που γίνονταν πάνω από δύο φόνοι την ημέρα.

Η μόνη ομοιότητα μεταξύ των φόνων, ήταν ότι σε αρκετούς από αυτούς, ο δολοφόνος έπινε το αίμα του θύματος. Αργότερα, ο Kurten είπε στις αρχές, ότι απολάμβανε να καταφέρει αλλεπάλληλα χτυπήματα με το μαχαίρι στα θύματά του και να πίνει το αίμα έτσι όπως ξεπηδούσε από τις πληγές.


Το τέλος
Ο Kurten συνέχισε τις επιθέσεις του όλο το χειμώνα και την άνοιξη του 1930, χωρίς, ευτυχώς να πάρει άλλες ζωές. Στις 14 Μαίου του 1930, μια άνεργη οικιακή βοηθός, η Maria Budlick, έφτασε στο Düsseldorf από την Κολωνία, ψάχνοντας για δουλειά. Η οικονομική ύφεση είχε χτυπήσει τη Γερμανία ιδιαίτερα σκληρά και υπήρχαν εκατομμύρια ανέργων.

Η Maria συνάντησε έναν άντρα ο οποίος προσφέρθηκε να της δείξει μια πανσιόν όπου θα μπορούσε να διανυκτερεύσει. Αλλά όταν προσπάθησε να την περάσει από ένα πάρκο για να «κόψουν δρόμο», η κοπέλα ανησύχησε, θυμήθηκε τις ιστορίες στις εφημερίδες για «το βαμπίρ του Düsseldorf, και άρχισε να αρνείται διαπληκτιζόμενη με τον άντρα. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας δεύτερος άντρας, έσπευσε σε βοήθειά της και την «έσωσε» από τον πρώτο.

Η Maria του είπε ότι ήταν χωρίς δουλειά και ότι δεν είχε πουθενά να μείνει κι εκείνος προσφέρθηκε να τη φιλοξενήσει στο σπίτι του, στην οδό Mettmanner. Δεν της συστήθηκε, αλλά ήταν ο Peter Kurten. Την πήρε στο διαμέρισμά του (η γυναίκα του έλειπε) και προσπάθησε να κάνει σεξ μαζί της. Η Maria αρνήθηκε κι εκείνος συμφώνησε να της βρει ένα άλλο μέρος για να περάσει τη νύχτα της.

Μπήκαν στο τραμ και την οδήγησε στο δάσος του Grafenberger. Την άρπαξε από το λαιμό, τη βίασε και στη συνέχεια την οδήγησε πίσω στη στάση του τραμ και την άφησε ελεύθερη! Όταν αργότερα ρωτήθηκε γιατί δεν την σκότωσε είπε: «Δεν είχα καμιά όρεξη να τη σκοτώσω, δεν υπέβαλε καμιά αντίσταση. Επίσης δεν φανταζόμουν ότι θα ήταν σε θέση να οδηγήσει την αστυνομία στο σπίτι μου, μια και ήταν καινούργια στην πόλη και την είχα οδηγήσει νύχτα σ’ αυτό».

Αλλά η Maria θυμόταν καθαρά, τόσο το όνομα του δρόμου, όσο και το διαμέρισμα του Kurten. Βαθιά σοκαρισμένη και ντροπιασμένη που έφερε το στίγμα ενός θύματος βιασμού, δεν παρουσιάστηκε στην αστυνομία αλλά έγραψε ένα γράμμα σε μια φίλη της, διηγούμενη την περιπέτειά της. Ευτυχώς το γράμμα παραδόθηκε σε λάθος διεύθυνση και ανοίχτηκε από μια γυναίκα, η οποία αμέσως το πήγε στην αστυνομία. Οι αστυνομικοί εντόπισαν εύκολα τη Maria Budlick και την έπεισαν να δώσει κατάθεση για το γεγονός.

Οδήγησε τους αστυνομικούς στον αριθμό 71 της οδού Mettmanner και είδε τον Kurten στα σκαλοπάτια. Ήταν απίστευτα τρομοκρατημένη για να τον υποδείξει ακόμη και με την παρουσία τόσων αστυνομικών γύρω της. Όταν, τελικά, αποφάσισε να μιλήσει, ο Kurten είχε ήδη πάρει μια τσάντα με είδη πρώτης ανάγκης και είχε διαφύγει. Μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα εκεί κοντά, και εξομολογήθηκε στη γυναίκα του τι είχε συμβεί με τη Maria Budlick. Της είπε ότι θα πήγαινε φυλακή για πολλά χρόνια και ότι εκείνη, χωρίς τα έσοδα από τη δουλειά του, θα έμενε πάμφτωχη.

Ο Kurten είπε αργότερα: «Έγινε έξαλλη, μου είπε ότι έπρεπε να αυτοκτονήσω και ότι θα έκανε κι εκείνη το ίδιο, καθώς το μέλλον της ήταν εντελώς ανέλπιδο πια». Αλλά κατέστρωσε ένα σχέδιο. Ομολόγησε στην απελπισμένη και έντρομη γυναίκα του ότι ήταν «το βαμπίρ του Düsseldorf και την έπεισε να τον καταδώσει στην αστυνομία και να εισπράξει τη μεγάλη αμοιβή που πρόσφεραν για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στη σύλληψή του.

Ο Kurten, είχε σχεδιάσει να πραγματοποιήσει άλλη μια θεαματική επίθεση, πριν συλληφθεί, αλλά η γυναίκα του πήγε αμέσως στην αστυνομία και όταν την ξανασυνάντησε, όπως είχαν συμφωνήσει, έξω από μια εκκλησία, βρέθηκε περικυκλωμένος από ένοπλους αστυνομικούς. Ήταν 24 Μαίου του 1930 και ο Kurten ομολόγησε αυτοβούλως όλα του τα εγκλήματα. Μάλιστα, τα περιέγραφε με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και διασκέδαζε παρατηρώντας τη φρίκη να απεικονίζεται στις εκφράσεις των προσώπων των αστυνομικών και των στενογράφων που κατέγραφαν την κατάθεσή του.

Ίσως η πιο εκπληκτική ιστορία από αυτές που διηγήθηκε ο Kurten, να ήταν αυτή που δεν είχε να κάνει με ανθρώπινο θύμα. Είπε στους αστυνομικούς ότι, νωρίς κάποιο πρωί, καθόταν στο παγκάκι ενός πάρκου, κοντά σε μια λίμνη. Στην όχθη της παρατήρησε έναν κύκνο να κοιμάται. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, έπιασε το πουλί από το λαιμό, του τον έκοψε και ήπιε το αίμα που ανάβλυζε από το αποκεφαλισμένο του σώμα.

Ο Kurten είχε «ξαναζήσει» τα εγκλήματά του πολλές φορές στο μυαλό του και είχε σχεδόν φωτογραφική μνήμη. Περιέγραψε απίστευτες λεπτομέρειες από το δωμάτιο της Christine Klein, 18 χρόνια μετά το φόνο της. Οδηγήθηκε σε δίκη τον Απρίλιο του 1931 και αρχικά, άλλαξε την κατάθεσή του και δήλωσε αθώος. Στη συνέχεια επικαλέστηκε παράνοια και ζήτησε από τους ενόρκους «να λυπηθούν την ψυχή του». Φυσικά, αυτό δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και καταδικάστηκε για εννέα φόνους. Του επεβλήθη η ποινή του θανάτου.

Τη νύχτα πριν την εκτέλεσή του, έφαγε ένα βιεννέζικο σνίτσελ με τηγανητές πατάτες και λευκό κρασί, και έκανε στον ψυχίατρό του την ερώτηση για το κατά πόσον θα μπορούσε να ακούσει το αίμα του να τρέχει.

Το πρωϊ της 2ας Ιουλίου του 1931, παρά της διαμαρτυρίες της Γερμανικής Ανθρωπιστικής Λεγεώνας, οδηγήθηκε στη γκιλοτίνα και αποκεφαλίστηκε. Ο εφιάλτης είχε τελειώσει.

Αν έπρεπε να περιγράψουμε με μια φράση τον Peter Kurten και την αιματοβαμμένη του διαδρομή, νομίζω πως η περιγραφή που του έδωσε ο ψυχίατρός του, και μετέπειτα πανεπιστημιακός δάσκαλος, Karl Berg, είναι η πλέον ενδεδειγμένη. O Berg τον χαρακτήρισε ως τον «βασιλιά των σεξουαλικών διαστροφών» και «νάρκισσο ψυχοπαθή»


Πηγές - Βιβλιογραφία
-The profile of Peter Kurten, Chris Summers.
-The murderer’s whose who, H.H.Gaute - Robin Odell
-World famous serial killers, Colin and Damon Wilson
-The Murder Almanac, Richard and Mary Whittington-Egan
-Peter Kurten in Crime Library, Alexander Gilbert