Tuesday, October 31, 2006

Ο στραγγαλιστής της οδού Rillington 10 (II)

Ο εφιάλτης επιστρέφει

Μετά τη δίκη, ο Christie γίνεται περισσότερο υποχονδριακός, καταθλιπτικός και χάνει αρκετό βάρος. Απολύεται από το ταχυδρομείο και του είναι ιδιαίτερα δύσκολο να διατηρήσει μια δουλειά για πολύ καιρό, τα επόμενα χρόνια. Γύρω στις 12 Δεκέμβρη του 1952, η Ethel εξαφανίζεται μυστηριωδώς και ο Christie πληροφορεί τους γείτονες ότι έχει πάει να επισκεφτεί τους συγγενείς της στο Sheffield. Στους συγγενείς, πάλι, λέει πως η Ethel, η οποία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, υποφέροντας από χρόνια αρθρίτιδα και ρευματισμούς, δεν μπορούσε να τους γράψει, λόγω των κατεστραμμένων από αρθρίτιδα χεριών της. Πάντως συνεχίζει να στέλνει γράμματα και δώρα στους συγγενείς της γυναίκας του, υπογράφοντας και για τους δυο τους.

Φυσικά, η Ethel είχε στραγγαλιστεί και το πτώμα της είχε τοποθετηθεί κάτω από τις σανίδες του πατώματος του σαλονιού. Επίσης, ο Christie, αρχίζει να χρησιμοποιεί ισχυρά απολυμαντικά, όταν οι γείτονες αρχίζουν να διαμαρτύρονται για τη δυσοσμία που αναδύεται από το σπίτι του.

Το πτώμα της Ethel, κάτω από το πάτωμα του σαλονιού, όπως το βρήκαν οι αστυνομικοί

Το επόμενο θύμα του Christie ήταν η 25χρονη Rita Nelson, μια έγκυος πόρνη, η οποία πείστηκε από τον Christie, όπως και η Beryl Evans πριν απ’ αυτή, ότι θα μπορούσε να τη βοηθήσει με την έκτρωση. Δολοφονήθηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1953, και το πτώμα της τοποθετήθηκε σε μια εσοχή που υπήρχε στον τοίχο, πίσω από μια πορτούλα, και που χρησίμευε σαν κελάρι ή αποθήκη.

Η 26χρονη Kathleen Maloney, πόρνη επίσης, ναρκώθηκε, στραγγαλίστηκε και βιάστηκε το Φεβρουάριο του 1953. Στη συνέχεια έκανε παρέα στη Rita Nelson, στην εσοχή.

Το τελευταίο θύμα του Christie, η 26χρονη Hectorina McLennan, ναρκώθηκε, στραγγαλίστηκε και βιάστηκε όπως οι άλλες και μετά πήρε κι αυτή τη θέση της στην αποθηκούλα της κουζίνας. Στη συνέχεια ο Christie πέρασε χαρτί ταπετσαρίας πάνω από την πόρτα για να την κρύψει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει πολλά με την αφόρητη μυρωδιά της αποσύνθεσης των πτωμάτων.

Στις 20 Μαρτίου του 1953 ο Christie εγκαταλείπει το διαμέρισμα, αφού προηγουμένως το επινοικιάζει παράνομα σε ένα ζευγάρι. Οι Reilly του πληρώνουν προκαταβολικά το ποσό των 7 λιρών και 13 σελλινίων, για νοίκι τριών μηνών, και ο Christie αναχωρεί για πάντα από το διαμέρισμα στον αριθμό 10 της οδού Rillington.

Μια τρομακτική ανακάλυψη

Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, κάνει έξωση στους Reilly, οι οποίοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το διαμέρισμα. Στον νέο ένοικο του διαμερίσματος του πάνω ορόφου, έναν τζαμαϊκανό μετανάστη που λέγεται Beresford Brown, δίνεται η άδεια να χρησιμοποιεί την κουζίνα του υπογείου. Ο Brown αποφασίζει να καθαρίσει και να ανακαινίσει την κουζίνα, που μετά το θάνατο της Ethel μοιάζει με στάβλο. Βγάζει σωρούς από παλιά ρούχα και σκουπίδια στην αυλή και αρχίζει να σκίζει το χαρτί της ταπετσαρίας για να το αντικαταστήσει. Σε κάποιο σημείο διαπιστώνει ότι το χαρτί δεν καλύπτει τοίχο, αλλά μια ξύλινη πόρτα που οδηγεί σε μια αποθηκούλα.

Ανακάλυψη του πρώτου από τα πτώματα της αποθήκης

Ο κ. Brown, ανοίγει την πόρτα και ρίχνει μέσα τη δέσμη των ακτίνων του φακού του. Αυτό που θα δει δεν θα το ξεχάσει ποτέ: στην υγρή και βρώμικη αποθήκη υπάρχει ένα πτώμα που φορά μόνο ένα σουτιέν, κάλτσες και ζαρτιέρες. Είναι τοποθετημένο σε καθιστή θέση.

...κι άλλο ένα

Καλείται η αστυνομία και ανακαλύπτονται και τα πτώματα των άλλων δύο γυναικών. Με δεδομένη την προϊστορία του σπιτιού, οι αστυνομικοί, στην κυριολεξία, ξηλώνουν τα πάντα. Το πτώμα της Ethel Christie ανακαλύπτεται κάτω από το πάτωμα του σαλονιού καθώς και τα οστά των δύο πρώτων θυμάτων του Christie, που ήταν θαμμένα στον κήπο του σπιτιού.

Ο πλέον καταζητούμενος άνθρωπος στη Βρετανία

Μέσα σε ελάχιστες ώρες, η αστυνομία έχει κατονομάσει τον υπ’ αριθμόν 1 ύποπτο, και το ανθρωποκυνηγητό αρχίζει. Φωτογραφίες του Christie κυκλοφορούν παντού, και μπαίνουν σε όλες τις εφημερίδες. Ο Christie αναγκάζεται να φύγει από το ξενοδοχείο κοντά στο σταθμό του King’s Cross, όπου έμενε από τότε που άφησε το διαμέρισμά του, και αρχίζει να περιπλανιέται στο Λονδίνο, χωρίς μόνιμη κατοικία. Είχε αντιληφθεί ότι ήταν ο στόχος του μεγαλύτερου μπλόκου που είχε εξαπολύσει η βρετανική αστυνομία.

Τα πτώματα απομακρύνονται από το διαμέρισμα της οδού Rillington


Στις 31 Μαρτίου του 1953, ένας αστυνομικός προσέχει τον Christie να περπατά κατά μήκος του Τάμεση στο Putney και του ζητάει τα στοιχεία του. Εκείνος δίνει ψεύτικο όνομα, αλλά δεν καταφέρνει να ξεγελάσει τον αστυνομικό, ο οποίος τον συλλαμβάνει. Ο Christie αντιλαμβάνεται πως το παιχνίδι έχει τελειώσει και ομολογεί αμέσως το φόνο της γυναίκας του.

Στη συνέχεια ομολογεί τους φόνους των Mahoney, Nelson, McLennan, Fuerst και Eady και στις 8 Ιουνίου παραδέχεται πως ήταν ο δολοφόνος της Beryl Evans.

Δύο δολοφόνοι στο ίδιο σπίτι?

Η ομολογία αυτή φέρνει τις αρχές σε εξαιρετικά άβολη θέση, καθώς προκύπτουν ερωτηματικά για την ορθότητα της αστυνομικής έρευνας τρία χρόνια πριν. Ο Evans δεν καταδικάστηκε μόνο για το φόνο της κόρης του, αλλά θεωρούταν ευρέως ύποπτος και για τη δολοφονία της γυναίκας του και, μάλιστα, σε μια από τις καταθέσεις του το είχε ομολογήσει.

Παρ’ όλα αυτά, οι ισορροπίες διατηρήθηκαν, καθώς ο Christie αρνιόταν πως είχε δολοφονήσει τη μικρή Geraldine. Το κοινό καθοδηγήθηκε να πιστέψει πως δύο δολοφόνοι είχαν ζήσει κάτω από την ίδια στέγη και πως ήταν αμφότεροι ένοχοι.

Θα περνούσαν πάνω από 20 χρόνια, για να αναθεωρηθεί η υπόθεση. Το 1966 ο Sir Daniel Brabin καταλήγει πως ο Evans ήταν πιθανότατα αθώος για το φόνο της κόρης του (για τον οποίο και είχε καταδικαστεί), αλλά μάλλον υπεύθυνος για εκείνον της συζύγου του. Παραδέχτηκε ότι αν οι ένορκοι της δίκης του 1950 είχαν υπόψει τους όλα τα δεδομένα (της ομολογίας του Christie συμπεριλαμβανομένης), ο Evans δεν θα είχε καταδικαστεί ποτέ.

Κάτοψη του διαμερίσματος του Christie, με τις θέσεις που βρέθηκαν τα πτώματα των γυναικών

Τον Ιούνιο του 1953 ο Christie οδηγείται σε δίκη και δηλώνει αθώος λόγω παράνοιας. Ο δικηγόρος του Derek Curtis-Bennett, όμως, δεν κατάφερε να πείσει τους ενόρκους ότι ο Christie ήταν μάλλον «τρελλός» παρά «κακός».

Οι σεξουαλικές του προτιμήσεις, ακόμα και η κλίση του στη νεκροφιλία, δεν αποτέλεσαν απόδειξη παράνοιας. Οι ένορκοι χρειάστηκαν μόνο 82 λεπτά πριν τον κρίνουν ένοχο για το φόνο της Ethel Christie.

Στις 9 το πρωί της 15ης Ιουλίου του 1953, γύρω στα 200 άτομα, μεταξύ των οποίων και τουρίστες από την Αυστραλία και τις ΗΠΑ, συγκεντρώθηκαν έξω από τη φυλακή Pentonville. Στο εσωτερικό ο δήμιος Albert Pierrepoint, εκτελούσε τα καθήκοντά του.

Στις 9.10’, ένα σημείωμα σε μαύρο πλαίσιο, που αναρτήθηκε έξω από την πόρτα των φυλακών, επιβεβαίωνε το θάνατο του John Christie δι’ απαγχονισμού.

Κληροδότημα φρίκης

Το 1965, ο δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός Ludovic Kennedy γράφει το βιβλίο «Οδός Rillington, αριθμός 10», το οποίο εξιστορούσε μιαν «αληθινή υπόθεση δικαστικής πλάνης». Η αναφορά Brabin κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο και ο Υπουργός Εσωτερικών έδωσε μεταθανάτια χάρη στον Timothy Evans και τα οστά του μεταφέρθηκαν και τάφηκαν σε καθολικό νεκροταφείο.

Το 1970 το βιβλίο του Κennedy μεταφέρεται στον κινηματογράφο, με τον Richard Attenborough στο ρόλο του Christie και τον John Hurt σε αυτόν του Evans. Διοργανώνονται επισκέψεις για τους τουρίστες στο σπίτι της οδού Rillington (που αργότερα μετονομάστηκε σε Ruston), μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπου κατεδαφίζονται όλα τα κτήρια στο μικρό δρόμο και ξαναχτίζονται, δίνοντάς του και το όνομα που έχει μέχρι σήμερα: οδός Bartle.

To 1965, η νέα Εργατική Κυβέρνηση, με την ενθάρρυνση του Michael Foot, από την εκλογική περιφέρεια του οποίου, στη Ν. Ουαλία, κατάγονταν ο Evans, κατήργησε τη θανατική ποινή δοκιμαστικά. Παρέμεινε μόνο για περιπτώσεις προδοσίας, μέχρι την οριστική κατάργησή της το 1998 και δεν μπορεί να επανεισαχθεί σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Τα θύματα του John Christie

Αύγουστος 1943 - Ruth Fuerst, 21
Οκτώβριος 1944 - Muriel Eady, 31
Νοέμβριος 1949 - Beryl Evans, 20
Νοέμβριος 1949 - Geraldine Evans, 1
Δεκέμβριος 1952 - Ethel Christie, 55
Ιανουάριος 1953 - Kathleen Maloney, 26
Ιανουάριος 1953 - Rita Nelson, 25
Μάρτιος 1953 - Hectorina MacLennan, 26



Βιβλιογραφία

Eddowes, John; The Two Killers of Rillington Place; New York: Little, Brown, & Co., 1994; Warner, 1995.
Everitt, David; Human Monsters; New York: Contemporary Books, 1993.
Lane, Brian and Wilfred Gregg, The Encyclopedia of Serial Killers.New York: Berkley, 1995.

Sunday, October 29, 2006

Ο στραγγαλιστής της οδού Rillington 10 (I)


Η περίεργη υπόθεση του John Reginald Halliday Christie, απεικονίζει τέλεια το τελεσίδικο της θανατικής ποινής και το λόγο για τον οποίο αυτή δημιούργησε τέτοια διένεξη στη Μ. Βρετανία.

Ο John Chistie ήταν ένας δολοφόνος που κατέθεσε ως μάρτυρας στη δίκη του Timothy Evans και παρέμεινε ατάραχος όσο ο νεαρός Ουαλός καταδικάστηκε και κρεμάστηκε για φόνο, τον οποίο είχε διαπράξει ο ίδιος.


Τα πρώτα χρόνια

Ο John Reginald Halliday Christie γεννήθηκε στο Yorkshire το 1898 και μεγάλωσε σε μια οικογένεια κυριαρχούμενη από τον υπερβολικά αυστηρό, σε θέματα πειθαρχίας, πατέρα του και τις υπερπροστατευτικές μητέρα και αδελφές του. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μεγαλώνοντας να γίνει σεξουαλικά δυσλειτουργικός, με εμμονή σε θέματα ελέγχου των ερωτικών του συντρόφων, υποχονδριακός και με μια έμφυτη αντιπάθεια για τις γυναίκες.

Εγκατέλειψε το σχολείο στην ηλικία των 15 ετών και κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως διαβιβαστής. Κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης με αέρια, ισχυρίστηκε έχασε προσωρινά την όρασή του και έπαθε υστερική αφωνία, η οποία κράτησε για περισσότερο από τρία χρόνια. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η απώλεια της ομιλίας ήταν, απλά, ένα εύρημα για να προσελκύει την προσοχή. Αυτό, σε συνδυασμό με τη σεξουαλική του δυσλειτουργία και την επιθυμία του να κυριαρχεί στο άλλο φύλλο, απέκλεισαν οποιαδήποτε φυσιολογική ερωτική σχέση, και ο Christie άρχισε να συνευρίσκεται μόνο με πόρνες από την ηλικία των 19 ετών.

Εντούτοις, η αφωνία του δεν εμπόδισε, το 1920, το γάμο του με την Ethel Simpson Waddington. Τα σεξουαλικά του προβλήματα συνεχίστηκαν, όπως και οι επισκέψεις του στις πόρνες.

Ο Christie, που στο μεταξύ είχε γίνει ταχυδρόμος, φυλακίστηκε για τρεις μήνες, για υπεξαίρεση ταχυδρομικών επιταγών. Δυο χρόνια αργότερα τέθηκε υπό αστυνομική επιτήρηση για βίαιη συμπεριφορά. Την ίδια περίοδο έφυγε για το Λονδίνο, εγκαταλείποντας την Ethel στο Sheffield.

Το 1929 ξαναμπαίνει φυλακή για εννέα μήνες, κατηγορούμενος για κλοπές. Μετά την αποφυλάκισή του συγκατοικεί με μια πόρνη. Η συγκατοίκηση αυτή τελειώνει όταν ο Christie οδηγείται πάλι στη φυλακή, για έξι μήνες αυτή τη φορά, επειδή χτύπησε τη φίλη του με ένα μπαστούνι του κρίκετ. Θεωρείται ύποπτος και για άλλες βιαιοπραγίες εναντίον γυναικών, αλλά τίποτα δεν αποδεικνύεται. Περνάει άλλο ένα μικρό διάστημα στη φυλακή για κλοπή αυτοκινήτου. Μετά και από αυτή την αποφυλάκιση, ζητάει από τη σύζυγό του Ethel να έρθει να τον βρει στο Λονδίνο. Βρισκόμαστε ήδη στο 1938 και οι Christies μετακομίζουν στον αριθμό 10 της οδού Rillington.

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Christie υπηρετεί ως αστυνομικός στο τμήμα της οδού Harrow, παρά το βεβαρημένο ποινικό του μητρώο. Η Αγγλία πολεμά και όλοι οι άντρες είναι πολύτιμοι. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως αστυνομικός, έχει πολλές ευκαιρίες να είναι όσο σκληρός θέλει με τις πόρνες. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που ο Christie ανακάλυψε την απόλαυση που ένοιωθε όταν σκότωνε μια γυναίκα και μετά έκανε έρωτα με το νεκρό κορμί της. Η νεκροφιλία του είχε βρει διέξοδο.

Κατά τη διάρκεια δύο επισκέψεων της γυναίκας του σε συγγενείς της σε άλλη πόλη, ο Christie έφερε στο σπίτι δύο γυναίκες, τις νάρκωσε, τις στραγγάλισε και τις βίασε μετά θάνατον. Τα θύματα ήταν η Ruth Fuerst, εκ περιτροπής πόρνη, και η Muriel Fady συνάδελφος του Christie σε κάποια παλιότερη δουλειά. Τα πτώματά τους θάβονται στον κήπο και κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα. Το κρανίο της Ruth έρχεται στην επιφάνεια μια μέρα και ο Christie το παίρνει και το πετά στα ερείπια ενός βομβαρδισμένου σπιτιού. Όταν βρέθηκε, όλοι υπέθεσαν πως ανήκε σε θύμα του βομβαρδισμού. Το μηριαίο της οστό χρησιμοποιείται από τον Christie ως στήριγμα για το φράχτη του κήπου. Οι δολοφονίες των δύο γυναικών δεν θα έρθουν στο φως παρά πολλά χρόνια αργότερα.


Τα μαύρα χρόνια

Τα υπόλοιπα εγκλήματα του Christie θα διαπραχθουν στα ψυχρά, μεταπολεμικά χρόνια. Η Βρετανία επουλώνει τις οικονομικές και συναισθηματικές πληγές της από τη φρίκη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι μια ζοφερή και άχαρη εποχή. Τα τρόφιμα θα συνεχίσουν να μοιράζονται με δελτίο μέχρι το 1954 και το rock n’roll δεν έχει κάνει, ακόμη, την εμφάνισή του.


Γράμμα της Ethel Christie στην αδελφή της


Η στέψη της Ελισσάβετ ΙΙ, φωτίζει για λίγο την ατμόσφαιρα, αλλά το Λονδίνο παραμένει μια ανιαρή και βρώμικη πόλη, όπου ο καπνός από τις εργοστασιακές καμινάδες στοιχίζει τη ζωή 4.000 ανθρώπων, λόγω της έλλειψης αντιρρυπαντικών νόμων. Το Landbroke Grove στο δυτικό Λονδίνο ήταν μια πραγματικά υποβαθμισμένη περιοχή και η οδός Rillington ένα στενό, αδιέξοδο δρομάκι, στριμωγμένο ανάμεσα στη γραμμή του Μετρό και σε ένα παλιό χυτήριο.

Ο John και η Ethel ζουν στο διαμέρισμα του ισογείου. Στους επάνω δύο ορόφους υπάρχουν άλλα δύο διαμερίσματα, ένα στον καθένα. Το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου κατοικείται από το 1920 από τον Charles Kitchener, ένα ηλικιωμένο εργάτη σιδηροδρόμων, ο οποίος, λόγω της κακής υγείας του, περνά τον περισσότερο καιρό του στα νοσοκομεία.

Το Πάσχα του 1948, ο 24χρονος ουαλός οδηγός φορτηγού Timothy Evans, νοικιάζει το διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου και μετακομίζει σ’ αυτό με την έγκυο σύζυγό του Beryl η οποία, λίγο αργότερα, θα φέρει στον κόσμο ένα κοριτσάκι που θα ονομάσουν Geraldine. Το καλοκαίρι του 1949 η Beryl μένει και πάλι έγκυος. Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα είναι δύσκολα.

Το ζευγάρι αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που ο ερχομός ενός ακόμα μωρού θα κάνει πιο έντονα. Η Beryl θα αναγκαστεί να αφήσει τη δουλειά της, που αν και ολιγόωρη, συνεισφέρει στο πενιχρό οικογενειακό εισόδημα. Η έκτρωση είναι ακόμη παράνομη στην Μ. Βρετανία (θα νομιμοποιηθεί το 1967), αλλά η Beryl είναι απελπισμένη.

Μοιραίο λάθος

Γνωρίζοντας πως ο σύζυγός της, φανατικός καθολικός, δεν θα έδινε ποτέ τη συγκατάθεσή του για μιαν έκτρωση, η Beryl αποφάσισε να αντιμετωπίσει μόνη της το πρόβλημα και το εμπιστεύτηκε στο γείτονά της John Christie.

Ήταν ένα μοιραίο λάθος.

Ο Christie την έπεισε πως ήταν προτιμότερο, αντί να εμπιστευτεί έναν απόκεντρο γιατρό της οδού Edgware, που χρέωνε 1 ₤, να αφήσει εκείνον να της κάνει την επέμβαση. Της έδειξε ιατρικά βιβλία και τη θάμπωσε με επιστημονικές κουβέντες. Στην πραγματικότητα ο Christie δεν είχε καμία ιατρική παιδεία, αλλά της μίλησε με τόσο αυτοπεποίθηση που, η αφελής και σχεδόν αγράμματη νερή γυναίκα, τον πίστεψε. Θα γινόταν το τρίτο θύμα του Christie. Ναρκώθηκε, στραγγαλίστηκε και βιάστηκε, όπως και οι άλλες δύο πριν από αυτήν.

Στις 8 Νοεμβρίου του 1949, ο Evans επιστρέφει σπίτι από τη δουλειά. Συναντά τον Christie, ο οποίος του λέει πως η γυναίκα του πέθανε από δηλητηρίαση, εξαιτίας διαφόρων εκτρωτικών σκευασμάτων που είχε χρησιμοποιήσει, και τον έπεισε να μην πάει στην αστυνομία. Του συνέστησε να επισκεφτεί συγγενείς του στην Ουαλία και του είπε πως θα φρόντιζε αυτός να εξαφανίσει το πτώμα, πετώντας το σε έναν υπόνομο και πως η μικρή Geraldine είχε δοθεί σε ένα νεαρό ζευγάρι, στο γειτονικό Acton, για να την φροντίζει. Φυσικά, κανείς δεν ξαναείδε το μωρό.

Ο Evans, αφελής και εύπιστος, εμπιστεύεται τον πρώην αστυνομικό. Πουλάει τα έπιπλα του διαμερίσματος (αν και πολλά από αυτά ήταν αγορασμένα με δόσεις που δεν είχαν, ακόμη, εξοφληθεί), και ξοδεύει τα μισά από τα χρήματα που εισέπραξε για να αγοράσει ένα καμηλό παλτό. Επιστρέφει στη γενέτειρά του στην Ουαλία και μένει με την αδελφή της μητέρας του. Οι τύψεις, η ενοχή και η σύγχισή του μεγαλώνουν και τρεις εβδομάδες μετά τους θανάτους πηγαίνει στο τοπικό αστυνομικό τμήμα.

Η χαμηλή νοημοσύνη του Evans, η παράξενη συμπεριφορά του και η προσπάθειά του να προστατεύσει τον Christie θα αποβούν εναντίον του.

Αντιφάσεις

Ο Evans λέει σε έναν αστυνομικό πως εξαφάνισε το πτώμα της γυναίκας του, ισχυρίστηκε όμως πως εκείνη πέθανε από ένα σκεύασμα που πήρε και που υποτίθεται πως θα της προξενούσε αποβολή. Είπε πως θα εύρισκαν το πτώμα της Beryl στον υπόνομο έξω από το σπίτι, αλλά όταν οι αστυνομικοί της Scotland Yard ερεύνησαν δεν βρήκαν τίποτα.


Η αστυνομία ψάχνει για τα πτώματα της Beryl και της Geraldine

Συγχυσμένος και ταραγμένος ο Evans, αρχίζει να αναρωτιέται για το κατά πόσον ο Christie υπήρξε ειλικρινής μαζί του. Δίνει δεύτερη κατάθεση, κατά την οποία αλλάζει την ιστορία του και εμπλέκει τον Christie, για πρώτη φορά, ως τον άνθρωπο που έκανε στη Beryl έκτρωση και προκάλεσε το θάνατό της. Η αστυνομία ερευνά το σπίτι της οδού Rillington για άλλη μια φορά, και ανακαλύπτει τα πτώματα της Beryl και της Geraldine σε ένα μικρό πλυσταριό στον κήπο του σπιτιού. Η Geraldine είχε ακόμα περασμένη στο λαιμό της μιαν αντρική γραβάτα, που είχε χρησιμοποιηθεί για το στραγγαλισμό της.

Η αστυνομία πιστεύει πως έχει να κάνει με ένα οικογενειακό έγκλημα, χωρίς να υποψιάζεται πως έχει διασταυρωθεί με έναν serial killer. Η νεκροψία αποδεικνύει πως και τα δύο θύματα πέθαναν από στραγγαλισμό, και ο ισχυρισμός του Evans για έκτρωση που πήγε στραβά, καταρρέει.

Ο Evans μεταφέρεται στο Λονδίνο και, χωρίς να συμβουλευτεί δικηγόρο, αλλάζει για άλλη μια φορά την κατάθεσή του και παραδέχεται πως σκότωσε τη γυναίκα και την κόρη του και έκρυψε τα πτώματά τους στο πλυσταριό.

Αυτά που δεν έμαθαν οι ένορκοι

Τον Ιανουάριο του 1950, ο Evans οδηγείται σε δίκη, έξι εβδομάδες μετά τη σύλληψή του. Οι ένορκοι δεν πληροφορήθηκαν ποτέ δύο σημαντικά γεγονότα.

Κατ’ αρχήν βρέθηκαν αποδείξεις ότι η Beryl είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά μετά θάνατον, κάτι που ήταν τελείως ανακόλουθο με την εκδοχή του Evans για τα γεγονότα.

Δεύτερον, δύο εργάτες που είχαν επισκευάσει το πλυσταριό ήταν έτοιμοι να καταθέσουν πως όταν εκείνοι δούλεψαν εκεί, αρκετές ημέρες μετά από την ημερομηνία που ο Evans ισχυριζόταν πως είχε κρύψει τα πτώματα, δεν υπήρχε τίποτα. Αυτό συνέβη γιατί ο Christie μετέφερε τα πτώματα στο πλυσταριό δύο εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση των εργασιών εκεί, από τους εργάτες.

Οι δυο εργάτες δεν κλήθηκαν ποτέ να καταθέσουν και οι ένορκοι, πεισμένοι για την ενοχή του Evans, λόγω της αδύναμης κατάθεσής του και εντυπωσιασμένοι από την εμφάνιση του Christie στο δικαστήριο, ο οποίος αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση, χρειάστηκαν μόνο 40 λεπτά για να τον κηρύξουν ένοχο για το φόνο της κόρης του.

Το Δικαστήριο αποφάσισε να μην τον καταδικάσει για το φόνο της γυναίκας του, γιατί οι αποδείξεις δεν ήταν ισχυρές. Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 9 Μαρτίου του 1950, ο Evanς εκτελείται δι’ απαγχονισμού στη φυλακή του Pentonville.


Συνεχίζεται

Friday, October 20, 2006

Vlad Tepes - O Δράκουλας (III)

της Μαράτας Δ., θυγατρός της Composition Doll



To Όνομα Ντράκουλ

«Drac» στη Ρουμανία σημαίνει «δράκος», αλλά «Dracul» σημαίνει «ο διάολος». H λέξη «Dracul» είναι Ρουμανολατινική και σημαίνει γιος του Δράκου και κατά άλλη εκδοχή «Ο υιός του Διαβόλου». Ο πατέρας του Vlad III ονομαζόταν Vlad Dracul και άνηκε στο «τάγμα των Δράκων» (Order of the dragon). Έτσι και ο υιός του πήρε ακριβώς το ίδιο όνομα.

Η είσοδος αυτή στο τάγμα έδωσε και το όνομα Dracula: Οι μπογιάροι της Ρουμανίας που ήξεραν τον Vlad και την είσοδό του στο Τάγμα, τον έλεγαν με το όνομα Dracul που στα ρουμανικά σημαίνει δράκος. Dracula στα ρουμάνικα σημαίνει "Ο ιός του Dracul" (το "a" δηλώνει κτητική).

Επίσης Ρουμανολατινική είναι και η προσωνυμία Τσέπες (Tepes) που σημαίνει Ανασκολοπιστής (Impaler) δηλ. αυτός που θανατώνει με παλούκωμα. Η λέξη βοεβόδας είναι Σλαβική και σημαίνει στρατιωτικός ηγέτης-πολέμαρχος.

Το σπίτι που γεννήθηκε ο Vlad Tepes, που σήμερα λειτουργεί ως εστιατόριο

Για το θέμα αυτό, ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις του ιστορικού Νικολάε Στοϊτσέσκου, ο οποίος αναφέρει ότι πιθανώς το όνομα Ντράκουλ (Βλαντ Ντράκουλ) το έλαβε από το παράσημο του Δραγόνος (πάνω στο οποίο απεικονιζόταν ένας δράκος). Ορισμένοι Οθωμανοί χρονικογράφοι ονομάζουν τον Τσέπες Draculoglu (γιος του Δράκουλα). Πολλοί Ρουμάνοι και Ούγγροι ιστορικοί υιοθέτησαν αυτή την άποψη και υποστήριξαν ότι στα σλαβονικά η λέξη Δράκουλας σημαίνει "ο γιος του Ντράκουλ". Όμως σε πολλά ντοκουμέντα ο πατέρας του φέρει την ίδια ονομασία, δηλ. Draculea (ο Τσέπες υπέγραφε πότε ως Drakulea και πότε ως Dragulia). Δεδομένου ότι ο πατέρας του Τσέπες λεγόταν και Dracul, ο Στοϊτσέσκου συμπεραίνει ότι τα ονόματα Draculea και Dracul έχουν την ίδια σημασία (στα σλαβονικά Draku σημαίνει δράκος). Στο όνομα Drakulea λοιπόν, που ο Βλαντ Τσέπες κληρονόμησε από τον πατέρα του, δόθηκε η σημασία του διαβόλου από δυτικές πηγές οι οποίες δεν γνώριζαν ρουμανικά και απέδωσαν λανθασμένα τη λέξη Dracul. Γεγονός είναι ότι οι Ρουμάνοι δεν τον αποκάλεσαν ποτέ Δράκουλα, αλλά πάντα Τσέπες προσωνύμιο που χρησιμοποίησαν και οι Οθωμανοί χρονικογράφοι (Kazikli= Ανασκολοπιστής).

Το βιβλίο του Στόκερ

Στα τέλη του 19ου αιώνα ενέπνευσε τον Ιρλανδό συγγραφέα Bram Stoker να γράψει το αριστουργηματικό μυθιστόρημα τρόμου " Δράκουλας ο βρυκόλακας των Καρπαθίων" (Dracula: the vampire of Carpatheans). Η πρώτη έκδοση του βιβλίου " Δράκουλας " που κυκλοφόρησε σε δύο τόμους στην Βρετανία τον Ιούνιο 1897 έγινε αμέσως best-seller . Ο Stoker έγραψε ίσως το διασημότερο μυθιστόρημα φρίκης και γνώρισε παγκόσμια επιτυχία…μεταφράσθηκε σε 100 γλώσσες πουλώντας μέχρι σήμερα εκατομμύρια αντίτυπα και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε περισσότερες από 30 εκδοχές με ήρωα τον Κόμη Δράκουλα. Αν και υπήρξαν και άλλα μυθιστορήματα για βαμπίρ το βιβλίο του Stoker είχε την ισχυρότερη απήχηση στην λαϊκή φαντασία. Όλοι γνωρίζουν τον μύθο που έπλασε ο Ιρλανδός συγγραφέας Bram Stoker, χωρίς όμως να ξέρει κανείς γιατί το ον αυτό συνδέθηκε με το πραγματικό πρόσωπο που έζησε τον 15ο αιώνα μ.Χ., Vlad III Dracul. Πολλοί είπαν ότι όταν συνέλαβε την ιδέα για το μυθιστόρημα, του μίλησε κάποιος στενός του φίλος για τον Vlad III, και αυτός εμπνεύστηκε από τα κατορθώματα του.

Όσο Φοβερός κι αν φαίνεται ο Vlad III Dracul από τις πράξεις του, ο Stoker έδωσε ένα χειρότερο πρόσωπο προς το κόσμο, δημιουργώντας ένα μίσος προς τον εαυτό του από τους Ρουμάνους, επειδή έθιξε τον εθνικό τους ήρωα και σωτήρα.

Πλάσμα αλλόκοτο που βγαίνει τις νύχτες αναζητώντας αίμα. Με το πρώτο χάραγμα της αυγής πρέπει να επιστρέψει στον τάφο του, στο φέρετρο και στην ασφάλεια που του δίνει το χώμα από τους τάφους των προγόνων του. Τα θύματά του γίνονται κι αυτά απεχθή ανίερα όντα. Βαμπίρ, που θα ψάχνουν αιώνια στο σκοτάδι για τα δικά τους θύματα, σε ένα ατέλειωτο κύκλο αίματος. Είναι ο άρχοντας της νύχτας. Ο δίχως σκιά, απόκοσμος, Κόμης Δράκουλας.


Το σπίτι του Bram Stoker στην Ιρλανδία


Το πώς ο Κόμης Δράκουλας έγινε βαμπίρ, είναι λογοτεχνικά ασαφές. Ο Van Helsing αναφέρει ότι ο Κόμης πριν γίνει βαμπίρ ήταν νεκρομάντης ενώ η οικογένειά του είχε μακροχρόνια ενασχόληση με τον διάβολο. Τον αποκαλεί "ο Βασιλιάς-βαμπίρ", αν και πιθανότατα δεν είναι ο πρώτος από τους ανθρώπους που έγιναν βαμπίρ. Οι δυνάμεις του περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων, μερικές από τις οποίες είναι πέρα από τις μυθιστορηματικές περιγραφές. Μπορεί να δίνει εντολές σε οποιοδήποτε ζώο, να ελέγχει τα φυσικά φαινόμενα, να μεταμορφώνεται σε ομίχλη, σε σκόνη, σε νυχτερίδα ή λύκο, να έχει υπεράνθρωπη δύναμη και να εξουσιάζει τους ανθρώπους με το βλέμμα κάνοντας κυρίως γυναίκες, κατά προτίμηση παρθένες, να προσφέρουν ηδονικά τον λαιμό τους. Έχει όμως και σοβαρούς περιορισμούς στην δράση του. Είναι σχετικά αδύναμος μεταξύ της ανατολής και του ηλιοβασιλέματος και δεν μπορεί να μπει σε ένα σπίτι εκτός κι αν προσκληθεί. Μπορεί να παρακάμψει όμως αυτή την αδυναμία, αφού με τη δύναμη του βλέμματός του υπερνικά τις αντιστάσεις.

Επίσης, ένα αξεπέραστο εμπόδιο για τον Κόμη είναι η θέα του σταυρού, η μυρωδιά του σκόρδου και η όστια. Μπορεί να διασχίσει τρεχούμενο νερό μόνο όταν είναι ρηχό και δεν μπορεί να κοιμηθεί σε χώμα αν δεν είναι το ίδιο με το "ιερό χώμα των θαμμένων προγόνων του". Γι αυτό τον λόγο, αναγκάζεται στις μετακινήσεις του να μεταφέρει μαζί του, πάντα με την βοήθεια κάπου υπηρέτη ή σκλάβου, χώμα από αυτούς τους τάφους.

Το ψαροχώρι του Whitby, στη Β. Αγγλία, όπου σύμφωνα με το βιβλίο του Stoker κατέφυγε ο Δράκουλας κατά τον ερχομό του στην Αγγλία. Διακρίνονται τα ερείπια του Αββαείου, όπου υποτίθεται πως διέμενε.

Στην έναρξη του μυθιστορήματος, είναι ηλικιωμένος. Με την πάροδο του χρόνου και με το αίμα απ' τα θύματά του γίνεται όλο και πιο νεώτερος και πιο ισχυρότερος.Έτσι, μεταμορφώνεται σε έναν ζωντανό-νεκρό ευγενή από την Τρανσυλβανία, που προγραμματίζει την είσοδό του στο Λονδίνο, αναζητώντας μέσα σε ένα πληθυσμό εκατομμυρίων μια ανεξάντλητη πηγή θηραμάτων.

Αν και η πίστη στα βαμπίρ ήταν διαδεδομένη τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη, ο μύθος αρχικά ξεκίνησε σαν σλαβικός και ουγγρικός μύθος που αποτέλεσε τον πλέον τρομερό εχθρό του καλού και της Θεϊκής τάξης πραγμάτων. Με το χλωμό δέρμα, το οστέινο πρόσωπο, τους λευκούς μυτερούς κυνόδοντες και το επίμονο έως υπνωτιστικό βλέμμα, το βαμπίρ ζητά επίμονα τον λαιμό του θύματος. Ιστορίες με βαμπίρ υπάρχουν σε όλους σχεδόν τους πολιτισμούς: Στην Κίνα και στην Ινδία, πλάσματα όμοια με βαμπίρ, έχουν στοιχειώσει τους εφιάλτες και τη λαογραφία των εκεί λαών. Ο Stoker απλά ερεύνησε τους ανατολικό-ευρωπαϊκούς μύθους, οι οποίοι του πρόσφεραν ποικίλες ιστορίες για αυτά τα υπερφυσικά τέρατα. Ιδιαίτερα στην ανατολικό-ευρωπαϊκή παράδοση, δεν υπάρχει μόνο ένα είδος βαμπίρ αλλά πολλά, και "το βαμπίρ" δεν είναι μια τόσο ευδιάκριτη κατηγορία οντότητας σαν το " δαίμονα" ή ακόμα και τη " μάγισσα". Ο Stoker επέλεξε μεταξύ αυτών των διαφορετικών μύθων των ανατολικό-ευρωπαϊκών δαιμόνων, εκείνη που του πρόσφερε την καταλληλότερη συνταγή ώστε να τις συγχωνεύσει και να αποδώσει το βαμπίρ του μυθιστορήματός του.

Μελέτησε επίσης την ανατολικό-ευρωπαϊκή ιστορία και στον πρίγκιπα Vlad Tepes βρήκε την τελική έμπνευση για την ιστορία του "αθάνατου" ευγενή Κόμη Δράκουλα.

Ο Stoker ήταν βαθιά προσηλωμένος στην πίστη για σεξουαλική ηθική και προσπάθησε να το μεταφέρει στο βιβλίο του, παρόλο που το μυθιστόρημά του θεωρείται από πολλούς κριτικούς ότι περιέχει αναφορές και υπαινιγμούς έντονου σεξουαλικού περιεχόμενου. Ο Stoker θεωρούσε και είχε δηλώσει πολλές φορές ότι τα μυθιστορήματα πρέπει να μην περιέχουν σεξουαλικά υπονοούμενα και αναφορές καθώς πίστευε ότι η φαντασία των αναγνωστών θα μετέτρεπε και το πιο απλό υπονοούμενο ή νύξη...σε ακολασία. Έτσι, ο Δράκουλας του Stoker έχει μεν πολλές σκηνές που φαίνονται σαν προτροπή για όργια και σεξουαλικές ακολασίες λόγω της αισθησιακής περιγραφής, όμως, αυτή η σεξουαλικότητα μετουσιώνεται με την εξέλιξη της πλοκής σε βικτοριανή και χριστιανική αίσθηση της ηθικής.

Η σεξουαλική ενέργεια, κατά την άποψη του Stoker, μπορεί να ωθήσει με μεγάλη ευκολία περισσότερο προς το κακό παρά προς το καλό. Έτσι με το γράψιμό του, ο Stoker, συγχώνεψε σιωπηλά και υποχθόνια την αμαρτία και την σεξουαλικότητα με ηθικολογικό τρόπο. Τα θέματα της χριστιανικής ηθικής εκφράστηκαν μεν με αισθησιακό τρόπο, αλλά στο τέλος με νίκη και θρίαμβο της αγνότητας, ακόμα και στην πρώτη, σεξουαλικά φορτισμένη σκηνή των τριών θηλυκών βαμπίρ που προσπαθούν με προκλητικό τρόπο να παρασύρουν τον Jonathan Harker.

Το εξώφυλλο της Πρώτης Έκδοσης του βιβλίου

Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου καταλαβαίνουμε ότι ένας νεαρός δικηγόρος ταξιδεύει στην Τρανσυλβανία, προσκεκλημένος του Κόμη Δράκουλα προκειμένου να τακτοποιήσει την αγορά ενός κτήματος στο Κάρφαξ της Αγγλίας για λογαριασμό του Κόμη. Έτσι, αν και υποτίθεται ότι επρόκειτο μόνο για ένα μυθιστόρημα φρίκης, ο Bram Stoker, έγραψε στην ουσία ένα μυθιστόρημα αντιπροσωπευτικό της ηρωικής πάλης μεταξύ του καλού της αγνότητας και την ηθικής, ενάντια των δυνάμεων του κακού που προσπαθεί να τις υπονομεύσει.

Ο Δράκουλας εμπνέει τον απόλυτο φόβο όχι μόνο επειδή είναι συνδυασμός ζωής και θανάτου, αλλά, για ένα βαθύτερο λόγο. Είναι η πάλη σε μια βικτοριανή εποχή μεταξύ δυο διαφορετικών πολιτισμών. Της απολίτιστης και αιμοσταγούς ανατολής και της πολιτισμένης και ηθικής δύσης. Του ηδονισμού, που είναι το πρόσχημα του βαμπίρ ώστε να παρασύρει στον θάνατο και την προσβολή της ζωής με το τέρας που θα ζωντανεύει μόνο το βράδυ, και της ηθικής ακεραιότητας και αγνότητας, αφού το κακό επιθυμεί να ζήσει μέσα από τη καταστροφή των ηθικών χριστιανικών δομών, αλλά και να καταστραφεί από την αγνότητα του σταυρού και του αγιασμού.

Πέντε άνδρες αντιτάσσει ο Stoker σε αυτή την δύναμη. Όλοι τους εκπέμπουν το ιδανικό της αδιάλλακτης βικτοριανής ανδροπρέπειας και της ιπποσύνης. Τον Jonathan Harker, τον Quincey Morris, τον Arthur Holmwood, τον John Seward, και τον Abraham Van Helsing, ενώ στο πρόσωπο μιας γυναίκας, της Mina Harker, θα εκπροσωπηθεί η αγνότητα της βικτοριανής γυναίκας.

Είναι οι έξι εκπρόσωποι του καλού που αναλαμβάνουν να εξοντώσουν τον Κόμη Δράκουλα. Ο Patrick Brantlinger μάλιστα υποστήριξε ότι ο “Δράκουλας” μπορεί να διαβαστεί και σαν μυθιστόρημα όπου η αυστηρή βρετανική κοινωνία κινδυνεύει να καταστραφεί, από ένα ανατολίτικο απόκοσμο κίνδυνο, να σωριαστεί σε σωρό ερειπίων, σε μια εποχή που και η αυτοκρατορία των αποικιών είχε αρχίσει να υφίσταται τους πρώτους τριγμούς της.

Στην περιγραφή του ταξιδιού στην Τρανσυλβανία του Harker, ο Stoker προαναγγέλλει τη φυλετική σύγκρουση που πρόκειται να ακολουθήσει. Μέσα από το χειρόγραφο ημερολόγιο του Harker αντιπαραβάλλεται η ασυγκράτητη δεισιδαιμονία της ανατολής με την επιστημονική μέθοδο της δύσης: "Κάθε γνωστή δεισιδαιμονία στον κόσμο έχει συμπυκνωθεί στα Καρπάθια", γράφει ο ίδιος ο Stoker.

Ο Stoker επίσης, αφήνει και ένα αδιόρατα ομοφυλόφιλο υπαινιγμό που καταδεικνύεται με την σχεδόν οργασμική επιθυμία του Δράκουλα για το αίμα του Harker όταν εκείνος κόβεται στο ξύρισμα όπου ο Δράκουλας κοιτάζει τον λαιμό του θύματος "με δαιμονική μανία" όπως γράφει ο Stoker. Αυτή η λέξη - "δαιμονική" - απεικονίζει με ποιο τρόπο η βικτοριανή ηθική προσδιόριζε την ομοφυλοφιλία, σαν κάτι το αμαρτωλό και ακάθαρτο. Αργότερα ο Δράκουλας αντιδρά με ζηλοτυπία στις σεξουαλικές "περιπτύξεις" του Harker και των τριών γυναικών βαμπίρ. Ουρλιάζει:"Πώς τολμήσατε να τον αγγίξετε;...Αυτός ο άντρας μου ανήκει!...Σας υπόσχομαι ότι όταν τελειώσω μαζί του, τότε θα τον φιλήσετε εσείς".

Από εκεί κι έπειτα ακολουθεί ο απόλυτος τρόμος.

Παρ’ όλα αυτά οι ερευνητές αποδίδουν στην πορφυρία (μια γενετική ασθένεια του αίματος) τις φυσικές παραμορφώσεις, την ευαισθησία στο φως και τη δεδηλωμένη απέχθεια προς το σκόρδο και τους σταυρούς που εκδηλώνουν οι "βρικόλακες". Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο γνωστός και σεσημασμένος Δράκουλας, έπασχε από μια κληρονομική αρρώστια... Ο καθηγητής David Dolphin, ένας αναγνωρισμένος βιοχημικός του πανεπιστημίου του Βανκούβερ του Καναδά, μελετώντας τα συμπτώματα που παρουσιάζει ο Δράκουλας στο βιβλίο του Στόκερ, έφτασε στο συμπέρασμα ότι ο μύθος του βαμπιρισμού δεν είναι και τόσο μύθος, μιας και τα συμπτώματα της πορφυρίας (κόκκινα ούρα, νευρικές κρίσεις, κ.α.) ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό στους θρύλους των βρικολάκων που όλοι γνωρίζουμε, αλλά και σε άλλους σχετικούς θρύλους της Ασίας που μας είναι σχετικά άγνωστοι. Όλες οι εκδηλώσεις αυτής της ασθένειας "κολλάνε" πλήρως στο πρότυπο που έθεσε ο ερευνητής. Έτσι, με μιας, δικαιολογείται γιατί οι βρικόλακες δεν βγαίνουν έξω αν δεν είναι νύχτα, γιατί πίνουν αίμα και γιατί αποφεύγουν - σαν το διάολο το λιβάνι - να φάνε σκόρδο.Η πορφυρία, μια πολύ σπάνια ασθένεια, περιγράφεται κυρίως ως μια έλλειψη ερυθρών αιμοσφαιρίων από το αίμα, επιφέροντας μια υπερευαισθησία, βλέπε υπεραλλεργία, στο φως του ήλιου.

Επιπλέον, εκείνος που πάσχει από αυτή είναι αντικείμενο σοβαρών παραμορφώσεων. Πιο συγκεκριμένα, το σύστημα που είναι υπεύθυνο για την ανάπτυξη και την κατανομή των τριχών στο σώμα του λειτουργεί πλέον ανώμαλα και, ακόμα πιο εντυπωσιακό, η μύτη και τα δάχτυλά του ατροφούν και συρρικνώνονται, σε σημείο που να μοιάζουν περισσότερο με άκρα ή νύχια αρπακτικού πουλιού παρά με χέρια ανθρώπου. Η εξέλιξη της ασθένειας επιφέρει επίσης μια δυσκαμψία των χειλών και των ούλων του πάσχοντα και ο μορφασμός στον οποίον οδηγείται αναγκαστικά αφήνει να φανούν τελείως τα δόντια του. Δε θέλει και πολύ για τη λαϊκή φαντασία, τα απλά και του μέσου ανθρώπου κυνόδοντα να αποκτήσουν την όψη πραγματικών κοφτερών δοντιών άγριου θηρίου. Είναι προφανές ότι οι βρικόλακες των περασμένων αιώνων ήταν πραγματικά άτυχοι. Δεν είχαν στη διάθεσή τους γυαλιά ηλίου, αλλά ούτε και μπορούσαν να κάνουν μετάγγιση αίματος για να βάλουν μέσα τους τα ερυθρά αιμοσφαίρια που τους έλειπαν. Σήμερα οι μέθοδοι αυτές για την καταπολέμηση της πορφυρίας είναι ευρέως διαδεδομένες, και το μόνο που έχει να ρισκάρει ο ασθενής είναι η περίπτωση να κολλήσει aids. Σε ό,τι αφορά στο σκόρδο, είναι γνωστό ότι το φυτό αυτό περιέχει μια χημική ουσία που δρα ανασταλτικά με κάποια ένζυμα του ήπατος. Ένας υγιής άνθρωπος αν φάει σκόρδο θα έχει σίγουρα προβλήματα με την μυρωδιά της ανάσας του, ένας άνθρωπος όμως που πάσχει από πορφυρία, θα δει τα προβλήματά του να δεκαπλασιάζονται αυτομάτως από τη στιγμή που θα βάλει μόλις μια σκελίδα σκόρδου στο στόμα του. Τα τριχωτά και παραμορφωμένα από την ασθένεια πρόσωπά τους άλλωστε θα μπορούσαν να εξηγήσουν από μόνα τους τη θρυλική απέχθεια των βρικολάκων για τους καθρέφτες και... τους σταυρούς, εφόσον μπροστά σε ένα τέτοιο θέαμα, οι ασθενείς θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι είναι "δαιμονισμένοι". Εκείνο όμως που χτυπάει περισσότερο τη φαντασία, είναι το γεγονός ότι οι "βρικόλακες", μην έχοντας κάποιον τρόπο να πραγματοποιήσουν εκείνη την εποχή μεταγγίσεις αίματος, δεν είχαν άλλη λύση από το να πίνουν μεγάλες ποσότητες αίματος.

Η τελευταία κατοικία του Bram Stoker

Επιπλέον, οι γάμοι ανάμεσα σε ανθρώπους με το ίδιο αίμα συγγένειας να κυλά μέσα τους, πολύ συχνοί πριν από κάποιους αιώνες, διευκόλυναν την εγκατάσταση της ασθένειας σε κάποιες συγκεκριμένες "γαλαζοαίματες" περιοχές, όπως ήταν και η Τρανσυλβανία, πατρίδα του Δράκουλα. Είναι γνωστό ότι οι βασιλείς της Αγγλίας Άννα, Γεώργιος ο 3ος, Γεώργιος ο 4ος, αλλά και ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος ο 2ος είχαν χτυπηθεί από την πορφυρία.

Απ' ότι φαίνεται, εκείνο που κατά τη διάρκεια αιώνων απομάκρυνε την προσοχή των γιατρών από τους "βρικόλακες" ήταν οι λαϊκές "διαγνώσεις". Οι διαγνώσεις των ανθρώπων του λαού, των απλών ανθρώπων που τρομοκρατούνταν με το ασυνήθιστο θέαμα που εξέπεμπε η κατάσταση των άτυχων ασθενών. Προσπαθήστε να φανταστείτε πώς έβλεπαν τότε έναν τύπο που έβγαινε από το σπίτι του μόνο τη νύχτα, που είχε όψη θηρίου και τρίχες παντού. Έναν άνθρωπο που ίσως να μην ήταν άλλος από εκείνο που όλοι έβλεπαν σαν την πηγή όλων των κακών που θα τους έβρισκαν...

Η Κινηματογραφική πορεία του Κόμη Δράκουλα

Είκοσι πέντε χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου του Bram Stoker ο Γερμανός Friedrich Wilhelm Plumpe με το ψευδώνυμο Friedrich Murnau, συνέθεσε μια κινηματογραφική όπερα με ήρωα τον Τρανσυλβανό ευγενή με τίτλο "Nosferatu". Ήταν μια επιφανειακή παραλλαγή του βιβλίου του Stoker καθώς ο Murnau δεν είχε εξασφαλίσει τα πνευματικά δικαιώματα του βιβλίου. Η όπερα όμως υπήρξε μνημειακή.

Πέρασαν πενήντα ακόμα χρόνια και ο Werner Herzog θα δώσει στον Klaus Kinski τον ρόλο του βρικόλακα, του Nosferatu, ένα ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του ηθοποιού που για πολλά χρόνια θα ταυτιστεί μαζί του.

Το 1931 ο Tod Browning θα δώσει στον Ούγγρο Bela Lugosi τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του, ένα ρόλο που θα τον σημαδέψει σε όλη του την μετέπειτα σταδιοδρομία. Ο Lugosi, ερμηνεύοντας τον ρόλο με μέγιστη δραματικότητα, διανθισμένη με την βαριά ουγγρική του προφορά, άλλαξε την αποκρουστική εικόνα του Murnau και του Herzog, σε πιο "εκλεπτυσμένη" έκφραση του κακού.













Όμως όλα απελευθερώθηκαν με την χολιγουντιανή εκδοχή του Κόμη Δράκουλα, δοσμένη από τα στούντιο της Hammer Films στα τέλη της δεκαετίας του '50 και τον ιδανικότερο Δράκουλα, στο καθ' όλα επιτυχημένο Christopher Lee, που θα τον ενσαρκώσει οχτώ φορές! Ο Lee θα μετουσιώσει τον μέχρι τότε αιμοδιψή αλλά ηδονικά "ακίνδυνο" και αποκρουστικό Κόμη, σε σαγηνευτικό ευγενή με δαιμονική φύση, δίνοντας έμφαση, στην έτσι κι αλλιώς υποβόσκουσα σεξουαλικότητα της αρχικής ιδέας του Stoker.

Από εκεί κι έπειτα η τεράστια εμπορική της επιτυχία, ώθησε κι άλλες εταιρείες να δώσουν την δική τους εκδοχή για το βαμπιρικό τέρας, άλλες τηρώντας πιστά το κείμενο, άλλες αυθαιρετώντας παντοίο τρόπο, άλλες δίνοντας μια αποκλειστικά ηδονική εκδοχή, μέχρι και αλλαγή χρώματος του Τρανσυλβανού ήρωα στην εκδοχή "Blacula".

Το 1992, ήρθε η "εκδοχή των εκδοχών", μέσα από την οπερετική ιδιοφυΐα του Francis Ford Coppola, που σκηνοθέτησε ένα αριστουργηματικό έργο, πλημμυρισμένο με θάνατο και έρωτα. Ο Δράκουλας μεταμορφώνεται σε μια ηδονική γοητευτική φιγούρα, πέρα από το Καλό και το Κακό, σε κάποιον καταδικασμένο να ζει στα σκοτάδια του πύργου του, κυνηγημένος από τον άδικο σχεδόν θυσιαστικό χαμό της συζύγου του, που προτιμά να αυτοκτονήσει παρά να πέσει στα χέρια των αιώνιων εχθρών της οικογένειας των Ντράκουλ, των Οθωμανών.

Είναι ίσως καιρός ο τρομερός " Δράκουλας" να απελευθερωθεί από την αιώνια κατάρα της αναζήτησης αίματος και να λάβει μια θέση δίπλα στον Ιωάννη Ουγγλέση, στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, στον Ιωάννη Ουνυάδη, στον Γεώργιο Καστριώτη- Σκεντέρμπεη και στον Κορκόνδειλο Κλαδά, σαν ηγεμόνας με έντονη αντιοθωμανική δράση, λυτρωμένος από τον χολιγουντιανό και μυθιστορηματικό αλλά πέρα από κάθε πραγματικότητα ήρωα.

Προτομή του Vlad Tepes στη Ρουμανία



Πηγές

1. Elizabeth Kostova: The Historian
2. www.darkworld,gr
3. http://www.geocities.com/artofwise/Home.html
4. Περιοδικό Focus
5. World Wide Web

Wednesday, October 18, 2006

Vlad Tepes - O Δράκουλας (II)


της Μαράτας Δ., θυγατρός της Composition Doll


Η ρήξη με τους Οθωμανούς


Η ρήξη με τον Σουλτάνο ξεκίνησε όταν ο Τσέπες σταμάτησε να πληρώνει τον φόρο υποτέλειας, που ήταν 10.000 γρόσια. Ο σουλτάνος, σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστοριογράφο Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, έστειλε τον Χαμζά μπέη με ρητή εντολή να μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη τον απείθαρχο υποτελή Βλαντ Τσέπες, αλλά εκείνος κατάφερε να συλλάβει τους διώκτες του και κατά τον προσφιλή του τρόπο να τους ανασκολοπίσει. Ήταν η έναρξη της Βλαχο-Οθωμανικής διένεξης, ο οποίος για να τρομοκρατήσει του Οθωμανούς, λεηλάτησε με πρωτοφανή αγριότητα την περιοχή μεταξύ Νικόπολης και Βιδινίου, εκτελώντας τόσο μουσουλμάνους όσο και χριστιανούς.

Ξέροντας ο Τσέπες ότι οι Οθωμανοί δεν θα έμεναν με σταυρωμένα τα χέρια, ζήτησε βοήθεια από τον σύμμαχό του, Ματθία Κορβίνο γιου του Ιωάννη Ουνυάδη, ο οποίος όμως καθυστερούσε επιδεικτικά να τηρήσει τις συμμαχίες μαζί του παρόλο που ο Βλάντ είχε παντρευτεί μια από τις εξαδέλφες του Ματθία.

Ο Μωάμεθ Β' είχε εξοργιστεί τόσο πολύ από τον Τσέπες ώστε ηγήθηκε προσωπικά της εκστρατείας κινητοποιώντας 60.000 στρατό, 25 πολεμικά πλοία και 150 βοηθητικά ενώ ο Βλαντ Τσέπες επιστράτευσε όλους τους άνδρες της ηγεμονίας, από 12 ετών και πάνω αλλά δεν συγκέντρωσε πάνω από 22.000 άνδρες. Σύμφωνα με τον ιστορικό Νικολάε Γιόργκα "για πρώτη φορά ο Μωάμεθ Β', αυτός ο ακούραστος πολεμιστής, βρήκε επιτέλους ψυχές που τον άφηναν άναυδο με τη σιωπηρή και χωρίς αλαζονεία δύναμή τους".

Στην αρχή τα Οθωμανικά στρατεύματα είχαν νίκες και μόνο νίκες, αλλά οι συνθήκες άλλαξαν για τους εισβολείς όταν Βλάντ εφάρμοσε την τακτική της "καμένης γης" που μαζί με τις καιρικές συνθήκες, καθώς και τα δηλητηριασμένα από τους Βλάχους πηγάδια επέφεραν βαριές απώλειες για τους εισβολείς. Μέσα σε αυτή την καταθλιπτική ατμόσφαιρα σε μια χώρα όπου ο θάνατος καραδοκούσε παντού, ο τολμηρός πολέμαρχος Βλαντ Τσέπες εξαπέλυσε την περίφημη νυκτερινή επίθεση της 17ης Ιουνίου 1462.

Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει ότι ο Βλαντ επιτέθηκε στο στρατόπεδο του Σουλτάνου με 7.000 ή 10.000 πολεμιστές, υπό τον ήχο χιλιάδων βούκινων και αναμμένων δαυλών που κρατούσαν οι πολεμιστές του, με στόχο να φτάσουν στην σκηνή του Σουλτάνου. Όμως από λάθος βρέθηκαν στις σκηνές των βεζίρηδων Ισάκ και Μαχμούτ, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στην σωματοφυλακή του σουλτάνου να τον φυγαδεύσει. Με τον ερχομό της αυγής οι πολεμιστές του Τσέπες αποσύρθηκαν και οι Οθωμανοί με πολλές απώλειες κατευθύνθηκαν προς την Τιργκόβιστε που αντί να την καταλάβουν την προσπέρασαν άγνωστο για ποιους λόγους.


Η διχόνοια στη Βλαχία

Έτσι ο Σουλτάνος, ο πορθητής της Κωνσταντινούπολης, διέταξε υποχώρηση από την "καταραμένη γη" ορίζοντας όμως ηγεμόνα τον αδελφό του Βλάντ, Ράντου τον Ωραίο, σφηνώνοντάς ισχυρές στρατιωτικές επίλεκτες δυνάμεις, σπέρνοντας έτσι την διχόνοια στην Βλαχία. Ο Ράντου υποσχέθηκε στο λαό, διοίκηση δίχως σκληρότητα και ειρήνη με τους Οθωμανούς, κάνοντάς τους πολεμιστές να εγκαταλείπουν τον Βλάντ και να ενώνονται κάτω από την δική του ηγεμονία.

Ο Τσέπες κατέφυγε στην Τρανσυλβανία του Ματθία Κορβίνου. Μετά από λίγο καιρό και όλως ξαφνικά στα χέρια του Κορβίνου έφτασε επιστολή δήθεν του Τσέπες που υποσχόταν στον Σουλτάνο την Βλαχία και Τρανσυλβανία και με αυτή την δικαιολογία ο Ματθίας φυλάκισε τον Βλάντ. Ο Βλαντ παρέμεινε 12 χρόνια υπό καθεστώς χαλαρού περιορισμού μέχρι που το 1475 ο Στέφανος ο Μέγας, ηγεμόνας της Μολδαβίας που ο Βλαντ τον είχε βοηθήσει να αναρηθεί στον θρόνο, ζήτησε από τον Ματθία να ελευθερώσει τον Βλάντ που θα ηγούνταν ενός νέου πολέμου εναντίον των Οθωμανών. Έτσι το 1475 ο Βλαντ Τσέπες Ντράκουλ, ήταν και πάλι ελεύθερος να σκορπίσει τον τρόμο και τον θάνατο για επιστρέψει στον θρόνο της Βλαχίας το 1476.


Το τέλος του Δράκουλα

Σχετικά με τον θάνατο του Βλάντ οι εκδοχές είναι πάρα πολλές και η "Αφήγηση για τον βοεβόδα Δράκουλα", άγνωστου συντάκτη, παρουσιάζει μια τέτοια εκδοχή. Ο θάνατος του βοεβόδα Βλάντ Τσέπες υπήρξε εξ ίσου φρικιαστικός. Λέει, ότι Το 1476 ηγήθηκε επιδρομής εναντίον Τούρκων εποίκων στην νότια Βλαχία. σε μια νικηφόρα μάχη κατά των Οθωμανών ο Τσέπες απομακρύνθηκε από τους σωματοφύλακές του και ανέβηκε σε ενα ύψωμα για να παρακολουθήσει την καταδίωξη και την σφαγή των αμάχων Μουσουλμάνων. Εκεί, στρατιώτες του τον πέρασαν για επιφανή Οθωμανό και του επιτέθηκαν και ένας από αυτούς τον τραυμάτισε με ένα ακόντιο. Ο Βλαντ δέχθηκε τον πρώτο λογχισμό αλλά δεν έπεσε.Ο Βλαντ Αντιστάθηκε λυσσασμένα εναντίον των στρατιωτών του, τράβηξε το σπαθί του και πρόλαβε να σκοτώσει πέντε από τους επιτιθέμενους πριν πέσει και ο ίδιος νεκρός από τα απανωτά κτυπήματα. Επειδή ήταν εξαιρετικά δύσκολο οι άνδρες του να μη τον αναγνώρισαν, ακόμα και μετά τον τραυματισμό του, θεωρείται πιθανότερο η δολοφονική αυτή επίθεση να ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας των βογιάρων. Οι υπόλοιποι μόλις αντιλήφθηκαν το μοιραίο λάθος σκόρπισαν στο δάσος. Οι χωρικοί βρήκαν το λείψανο ψηλά στα τείχη και κυριεύθηκαν από πανικό. Λίγο αργότερα το πτώμα του Βλάντ παραδόθηκε στις Οθωμανικές Αρχές. Η είδηση του θανάτου διαδόθηκε αστραπιαία. Αφού λοιπόν ο Vlad δολοφονήθηκε το 1477 μ.Χ, ο Ραντού ήθελε να αποκεφαλίσει τον Vlad και να κατακρεουργημένο πτώμα του Βλαντ και και το κρέμασαν στα τείχη του Βουκουρεστίου. Οταν σε λίγο κατέφθασε οι Τούρκοι και πολιόρκησαν την πόλη, αντίκρυσαν το μακάβριο στείλει μονάχα το σώμα του στον Σουλτάνο. Ο υιός του, Vlad IV, δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο . Ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο Πορθητής πρόσταξε να του κόψουν το κεφάλι και να το στείλουν τρόπαιο στην πρωτεύουσα. (Σύμφωνα με ορισμένες πηγές το κεφάλι του στάλθηκε ως δώρο στον σουλτάνο, αλλά και ως επιβεβαίωση ότι ο τρομερός εχθρός είχε εξουδετερωθεί.) Το κεφάλι του Βλαντ αφού αλατίσθηκε για να μη βρωμίσει, ταξίδεψε στην Ισταμπούλ όπου εκτέθηκε σε δημόσια θέα καρφωμένο σε ένα ξύλινο παλούκι. Ο Ανασκωλοπιστής τόσων αθώων θυμάτων είχε ανασκωλοπισθή μεταθανάτια. Τον διαδέχθηκε στη Βλαχία ο Basarab Laiotă cel Bătrân..

Όπως και αν επήλθε ο θάνατος του Βλαντ το βέβαιο είναι πως στα τέλη Δεκεμβρίου του 1476 ο βοεβόδας-φόβητρο για τους Οθωμανούς δεν υπήρχε πια. Το σώμα του ενταφιάστηκε στη Μονή του Σναγκόβ, κοντά στην περιοχή όπου έγινε η δολοφονία.Ο τάφος του Blad Dracula διασώζεται σε ένα ερειπωμένο μοναστήρι στην νησίδα Σνάγκοβ σε παραπόταμο του Δούναβη κοντά στο Βουκουρέστι. Μόνο που είναι άδειος. Το 1931 μ.Χ ανοίχτηκε και δεν βρέθηκε τίποτα παρά κόκαλα ζώων...

Ο τάφος του Δράκουλα στο μοναστήρι του Σνάγκοβ

Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγινε το ακέφαλο πτώμα του αιμοβόρου βοεβόδα. Η τοποθεσία θεωρείται στοιχειωμένη και οι κάτοικοι της περιοχής που μαστίζεται από δαισιδεμονίες πιστεύουν πως ο πρίγκηπας Βλάντ δεν πέθανε ποτέ και πλανιέται στα Καρπάθια αναζητώντας εκδίκηση. Ο μεσαιωνικός θρύλος του αιμοσταγή βοεβόδα Βλαντ εξακολουθεί να πλανιέται στα ομιχλώδη τοπία της Βλαχίας και Τρανσυλβανίας.


Οι θρύλοι γύρω από τον πραγματικό Βλαντ Τσέπες

Σύμφωνα με συγγράμματα εποχής, παλούκωνε τους εχθρούς του και τους εγκληματίες και μάζευε το αίμα τους σε βαζάκια, ενώ έτρωγε άνετος μπροστά στα πτώματά τους. Λέγεται ότι χρησιμοποιούσε το αίμα τους για να ξεδιψάσει από το φαγητό. Επίσης λέγεται ότι έπαιρνε τα μωρά των ειδωλολατρισσών, τα έψηνε και μετά τα έδινε στις μανάδες τους να τα φάνε! Παρ' ολ' αυτά, ο Vlad δεν παλούκωνε μοναχά, αλλά έγδερνε ζωντανούς τους εχθρούς του, τους έβραζε, τους τύφλωνε, τους έκαιγε, τους έψηνε ή τους έθαβε ζωντανούς. Πολλές φορές πριν τους σκοτώσει, τους έκοβε τα γεννητικά όργανα, τα αυτιά ή τις μύτες.

Οι Ρουμάνοι βέβαια δεν τα παραδέχονται όλα αυτά. Όλα αυτά γίνονταν μόνο σε αυτούς που, κατά τη γνώμη του, το άξιζαν και όχι σε απλό κόσμο: στους παραβάτες και στους προδότες. Κάτι τέτοιο στις μέρες μας θα φαινόταν απάνθρωπο, αλλά στους Ρουμάνους ήταν κάτι το εντελώς φυσιολογικό και αγαπούσαν τον Vlad, διότι γι' αυτούς ο Dracula είναι ότι είναι ότι ο Κολοκοτρώνης για εμάς: ένας υπέρμαχος της πατρίδας και της θρησκείας κατά των Τούρκων. Στην συνείδηση τους ο Βλαντ παραμένει ένας λαϊκός ήρωας που προέταξε τον σταυρό του Χριστού στην Ισλαμική επέλαση κατά της Χριστιανικής Ευρώπης. Σαν από ειρωνεία, στα κινηματογραφικά έργα με θέμα τον Δράκουλα, ο σταυρός αποτελεί το μοναδικό όπλο που απωθεί τον αιμοδιψή βρυκόλακα πίσω στον τάφο του. Και ο μοναδικός τρόπος που μπορεί κανείς να τον εξοντώσει είναι να καρφώσει ένα ξύλινο παλούκι στην καρδιά του την ώρα που κοιμάται. Οπως έκανε ο ίδιος στα άτυχα θύματά του. Έγινε δημοφιλής και θεωρείται ήρωας στη Ρουμανία και στη Μολδαβία ακόμα και από ορισμένους ως κυματοθραύστης της Οθωμανικής επέκτασης στην Ευρώπη τον 15ο αιώνα.

Όμως η εκτέλεση με παλούκωμα όμως δεν αποτελεί επινόηση του βοεβόδα Βλαντ. Αυτός ήταν ένας τύπος σταύρωσης μόνο που αντί για την ένωση του θύματος πάνω σε έναν σταυρό, το θύμα παλουκώνονταν, δηλαδή, ένας πάσσαλος με έναν μακρύ αιχμηρό, ξύλινο πόλο, αλοιμένος με λάδι εισέρχεται αργά, κάθετα στο κορμί του θύματος μέσω του πρωκτού ή του στομάχου. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται ο γρήγορος θάνατος από σοκ και ο καταδικασμένος υφίσταται ένα φριχτό μαρτύριο που κρατάει ώρες. Το σώμα επιδείδονταν έπειτα στον Vlad Dracula, όπου το απολαύανε στη μέση ενός δάσους . Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς ο Vlad μόλις σκότωσε 20,000 Τούρκους ,έφαγε ψωμί βουτηγμένο στο αίμα τους, κολύμπησε στο αίμα τους και τους τοποθέτησε με αυτό τον τρόπο επάνω ως σκιάχτρα για να τρομοκρατήσει περαιτέρω εχθρούς. Τα παλουκωμένα πτώματα αναρτώνται κατά μήκος των δρόμων και παραμένουν εκτεθειμένα γιά πολλές μέρες προκαλώντας ανείπωτο τρόμο στους οδοιπόρους. 400 χρόνια νωρίτερα εφαρμοζόταν από τους Βυζαντινούς σαν μέσον παραδειγματικής τιμωρίας των εχθρών της αυτοκρατορίας κυρίως των Βουλγάρων. Το 1002 μΧ ο Αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος εκτέλεσε με παλούκωμα τον Βούλγαρο στρατηγό Ντραξάν, στρατιωτικό διοικητή των Βοδενών. Φαίνεται πως οι Τούρκοι κληροδότησαν τον επαχθή αυτό τρόπο εκτέλεσης αν και τον εφάρμοσαν σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις. Στις 8 Μαίου 1821 ο Ομερ Βρυώνης συνέτριψε σώμα επαναστατημένων Ελλήνων στην γέφυρα της Αλαμάνας κοντά στις Θερμοπύλες και διέταξε την εκτέλεση με σούβλισμα του Αθανάσιου Διάκου.

Η φημολογία γύρω από το πρόσωπο του Βλαντ Τσέπες, παρουσιάζουν εξαιρετική αντίφαση. Στις χώρες που γειτόνευαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Βλαντ παρουσιάζεται σαν άντρας με απαράμιλλη γενναιότητα.

Στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη τον παρουσιάζουν σαν αιμοβόρο τύραννο που για να ικανοποιήσει τις νοσηρές ορέξεις του παρακολουθούσε τα βασανιστήρια των θυμάτων του, λένε μάλιστα ότι από τους σκοτωμένους εχθρούς, τάιζε με κομμάτια από τις σάρκες τους, τους αιχμαλώτους μέχρι να οδηγηθούν σε ανασκολοπισμό. Αυτές οι αφηγήσεις εκπορεύονταν από ένα περιβάλλον έντονα εχθρικό απέναντι στον Βλαντ, κυρίως γερμανόφωνους εμπόρους, των οποίων ο Βλάχος βοεβόδας είχε καταργήσει τα προνόμια, όπως επίσης και από την Αυλή του Ματθία Κορβίνου, που πάσχιζε να βρει δικαιολογίες ώστε να πείσει τον Πάπα και τη Βενετία για την εγκατάλειψη του αντιοθωμανικού μετώπου. Τα γερμανικά κείμενα απομονώνοντας συγκεκριμένες αναφορές στη βιαιότητα του Βλάντ, τις διόγκωσαν ενώ οι Σλαβονικές ιστορίες παραδέχονταν μεν τη σκληρότητα του Βλαντ, την έκριναν όμως ως απαραίτητη για την επιβολή της δικαιοσύνης, προβάλλοντάς τον σαν τον κυματοθραύστη της 0θωμανικής επέκτασης.

Οι αντίπαλοι του Βλαντ για να τον αμαυρώσουν βασίζονταν στην αναμφισβήτητη σκληρότητά του. ‘Ομως και αυτή πρέπει να ερμηνευθεί με βάση την εποχή. Ήταν μια εποχή αναμφισβήτητης σκληρότητας κατά την οποία οι μονάρχες κυβερνούσαν αποκλειστικά με τη βία. Στο ενεργητικό του Μωάμεθ Β', του Λουδοβίκου ΙΑ', του Ιβάν Γ', του Ριχάρδου Γ', του Στέφανου του Μεγάλου καθώς και των περισσότερων Βυζαντινών αυτοκρατόρων έχουν καταγραφεί επιβολές των πλέον απάνθρωπων ποινών οι οποίες δεν θεωρούντο αποτέλεσμα κάποιας νοσηρής παρόρμησης αλλά συνηθισμένη πρακτική. Ο Τσέπες ως γνήσιος εκπρόσωπος της εποχής του δεν έπραξε κάτι λιγότερο ή περισσότερο φρικτό από τους σύγχρονούς του ηγεμόνες, αλλά ήταν όμως ο μοναδικός που κατηγορήθηκε τόσο έντονα για τη βιαιότητά του.



Συνεχίζεται